Κύπρος - Ιστορική Αναδρομή
Τι γυρεύει ένας ιερωμένος που κηρύττει την σύνεση, την πραότητα, την συγχώρεση και την αδελφοσύνη, σε ένα κατ΄εξοχήν φθοροποιό αξίωμα που οδηγεί σε αντιπαραθέσεις, κακίες, σκληρές αποφάσεις και σατανικά διλήμματα;
Ο θυμόσοφος λαός του το είχε ξεκαθαρίσει: «ή παπάς παπάς ή ζευγάς ζευγάς»
Η Κύπριοι όμως ήταν μαθημένοι στο σύστημα Μιλλέτ που εφάρμοσαν το 1570 οι Οθωμανοί, κατά το οποίο η θρησκευτική αρχή κάθε μη μουσουλμανικής μειονότητας διοικούσε τον πληθυσμό της.
Στις 22 Αυγούστου 1954, πραγματοποιείται μια από τις μεγαλύτερες συγκεντρώσεις στην Κύπρο. Ήταν το αποτέλεσμα χρόνιων αντιδράσεων ενάντια στην αγγλική αποικιοκρατία που είχε ξεκινήσει από το 1878. Το αίτημα για ένωση με την Ελλάδα ήταν μακροχρόνιο, όμως οι Άγγλοι, αν και αναγνώριζαν την ελληνικότητα της Κύπρου, απέκλειαν την αυτοδιάθεση. Το συλλαλητήριο αυτό στην Αγγλοκρατούμενη Κύπρο, κατέληξε έξω από την εκκλησία της Παναγίας Φανερωμένης, στη Λευκωσία. Εκεί εκφωνείται από τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, ενώπιον δεκάδων χιλιάδων Ελλήνων της Κύπρου, μια πραγματικά τολμηρή ομιλία, που χαρακτηρίστηκε ως ο «Όρκος της Φανερωμένης».
«Κύπριοι αδελφοί. Στώμεν καλώς. Ουδείς ας ορρωδήση. Ουδείς ας προδώση τας αρχάς και τας πεποιθήσεις του. Είμεθα Έλληνες και μετά των Ελλήνων επιθυμούμεν να ζήσωμεν. Υπό τους ιερούς αυτούς θόλους ας δώσωμεν σήμερον τον άγιον όρκον: Θα παραμείνωμεν πιστοί έως θανάτου εις το εθνικόν μας αίτημα. Άνευ υποχωρήσεων. Άνευ παραχωρήσεων. Άνευ συναλλαγών. Θα περιφρονήσωμεν την βίαν και την τυραννίαν. Με θάρρος θα υψώσωμεν το ηθικόν παράστημά μας υπεράνω των μικρών και εφημέρων κωλυμάτων, εν και μόνον επιδιώκοντες, εις εν και μόνον αποβλέποντες τέρμα, την Ένωσιν και μόνον την Ένωσιν».
Την 1η Απριλίου 1955, ο στρατηγός Διγενής, με τις ευλογίες του Μακαρίου, σάλπισε τον απελευθερωτικό αγώνα της ΕΟΚΑ με έναν ξεκάθαρο στόχο: Αυτοδιάθεση-Ένωση. Οι ωραίοι νέοι της Κύπρου έγιναν πυρίκαυστα ολοκαυτώματα για την υλοποίηση αυτού του στόχου. Στις 16 Αυγούστου 1959 επιβλήθηκε δοτή, κολοβή, δυσλειτουργική ανεξαρτησία. Μετά το Τουρκοκυπριακό πραξικόπημα κατά της Κυπριακής Δημοκρατίας, τον Δεκέμβριο του 1963, η κυβέρνηση Γεώργιου Παπανδρέου, εμφανώς με τη συναίνεση των Αγγλοαμερικανών, το 1964 έστειλε στην Κύπρο στρατιωτική δύναμη ισχύος μεραρχίας.
Τι γυρεύει ένας ιερωμένος που κηρύττει την σύνεση, την πραότητα, την συγχώρεση και την αδελφοσύνη, σε ένα κατ΄εξοχήν φθοροποιό αξίωμα που οδηγεί σε αντιπαραθέσεις, κακίες, σκληρές αποφάσεις και σατανικά διλήμματα;
Ο θυμόσοφος λαός του το είχε ξεκαθαρίσει: «ή παπάς παπάς ή ζευγάς ζευγάς»
Η Κύπριοι όμως ήταν μαθημένοι στο σύστημα Μιλλέτ που εφάρμοσαν το 1570 οι Οθωμανοί, κατά το οποίο η θρησκευτική αρχή κάθε μη μουσουλμανικής μειονότητας διοικούσε τον πληθυσμό της.
Στις 22 Αυγούστου 1954, πραγματοποιείται μια από τις μεγαλύτερες συγκεντρώσεις στην Κύπρο. Ήταν το αποτέλεσμα χρόνιων αντιδράσεων ενάντια στην αγγλική αποικιοκρατία που είχε ξεκινήσει από το 1878. Το αίτημα για ένωση με την Ελλάδα ήταν μακροχρόνιο, όμως οι Άγγλοι, αν και αναγνώριζαν την ελληνικότητα της Κύπρου, απέκλειαν την αυτοδιάθεση. Το συλλαλητήριο αυτό στην Αγγλοκρατούμενη Κύπρο, κατέληξε έξω από την εκκλησία της Παναγίας Φανερωμένης, στη Λευκωσία. Εκεί εκφωνείται από τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, ενώπιον δεκάδων χιλιάδων Ελλήνων της Κύπρου, μια πραγματικά τολμηρή ομιλία, που χαρακτηρίστηκε ως ο «Όρκος της Φανερωμένης».
«Κύπριοι αδελφοί. Στώμεν καλώς. Ουδείς ας ορρωδήση. Ουδείς ας προδώση τας αρχάς και τας πεποιθήσεις του. Είμεθα Έλληνες και μετά των Ελλήνων επιθυμούμεν να ζήσωμεν. Υπό τους ιερούς αυτούς θόλους ας δώσωμεν σήμερον τον άγιον όρκον: Θα παραμείνωμεν πιστοί έως θανάτου εις το εθνικόν μας αίτημα. Άνευ υποχωρήσεων. Άνευ παραχωρήσεων. Άνευ συναλλαγών. Θα περιφρονήσωμεν την βίαν και την τυραννίαν. Με θάρρος θα υψώσωμεν το ηθικόν παράστημά μας υπεράνω των μικρών και εφημέρων κωλυμάτων, εν και μόνον επιδιώκοντες, εις εν και μόνον αποβλέποντες τέρμα, την Ένωσιν και μόνον την Ένωσιν».
Την 1η Απριλίου 1955, ο στρατηγός Διγενής, με τις ευλογίες του Μακαρίου, σάλπισε τον απελευθερωτικό αγώνα της ΕΟΚΑ με έναν ξεκάθαρο στόχο: Αυτοδιάθεση-Ένωση. Οι ωραίοι νέοι της Κύπρου έγιναν πυρίκαυστα ολοκαυτώματα για την υλοποίηση αυτού του στόχου. Στις 16 Αυγούστου 1959 επιβλήθηκε δοτή, κολοβή, δυσλειτουργική ανεξαρτησία. Μετά το Τουρκοκυπριακό πραξικόπημα κατά της Κυπριακής Δημοκρατίας, τον Δεκέμβριο του 1963, η κυβέρνηση Γεώργιου Παπανδρέου, εμφανώς με τη συναίνεση των Αγγλοαμερικανών, το 1964 έστειλε στην Κύπρο στρατιωτική δύναμη ισχύος μεραρχίας.
Ο πόθος για την ένωση εκφράστηκε από την πρώτη στιγμή της αγγλικής παρουσίας στο νησί το 1878. Όμως η Αγγλία ήταν αντίθετη στην παραχώρηση του νησιού στην Ελλάδα, αφού νομικά η Κυριαρχία ανήκε στην Τουρκία. Το 1901, κατά την ενθρόνιση του Εδουάρδου Ζ' έγιναν μαζικές διαδηλώσεις στην Κύπρο υπέρ της Ένωσης, ενώ τα επόμενα χρόνια ξεκίνησαν οι πρώτες διακοινοτικές εντάσεις, μιας και οι Τουρκοκύπριοι δεν ήταν υπέρ της Ένωσης.
Το Δεκέμβριο του 1912, με πρόταση του υπουργού Οικονομικών της Αγγλίας Λόϋντ Τζώρτζ οι Βρετανοί προσέφεραν την Κύπρο στην Ελλάδα, με αντάλλαγμα ναυτική βάση στο Αργοστόλι Κεφαλονιάς. Ενώ ο Βενιζέλος το αποδέχτηκε, ο υπουργός Εξωτερικών Γεώργιος Στρέιτ και ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Α' εμπόδισαν τη συμφωνία.
Η Βρετανία το 1915 ήθελε την Ελλάδα να συμμαχήσει μαζί της εναντίον των κεντρικών δυνάμεων. Σε σειρά συνομιλιών και προτάσεων, της πρότεινε μεταξύ άλλων και την Κύπρο, μαζί με άλλα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, εάν διαλυόταν. Ο Ζαΐμης, πρωθυπουργός τότε της Ελλάδας, έλαβε την τελική πρόταση στις 17 Οκτωβρίου και ζήτησε χρόνο να συνομιλήσει με τον βασιλιά της Ελλάδος, ο οποίος ήταν φιλο-Γερμανός και απέρριψε την πρόταση της Αγγλίας.
Στις 15 Ιανουαρίου του 1950 με πρωτοβουλία της Εκκλησίας της Κύπρου οργανώθηκε Δημοψήφισμα για την Ένωση, όπου δικαίωμα ψήφου είχαν μόνο οι Ελληνοκύπριοι. Το αποτέλεσμα έδειξε την ισχυρή θέληση των Ελληνοκυπρίων για Ένωση με ποσοστό 97%. Οι Τουρκοκύπριοι προέβαλαν έντονη αντίδραση με ογκώδεις διαδηλώσεις.
Το Δεκέμβριο του 1912, με πρόταση του υπουργού Οικονομικών της Αγγλίας Λόϋντ Τζώρτζ οι Βρετανοί προσέφεραν την Κύπρο στην Ελλάδα, με αντάλλαγμα ναυτική βάση στο Αργοστόλι Κεφαλονιάς. Ενώ ο Βενιζέλος το αποδέχτηκε, ο υπουργός Εξωτερικών Γεώργιος Στρέιτ και ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Α' εμπόδισαν τη συμφωνία.
Η Βρετανία το 1915 ήθελε την Ελλάδα να συμμαχήσει μαζί της εναντίον των κεντρικών δυνάμεων. Σε σειρά συνομιλιών και προτάσεων, της πρότεινε μεταξύ άλλων και την Κύπρο, μαζί με άλλα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, εάν διαλυόταν. Ο Ζαΐμης, πρωθυπουργός τότε της Ελλάδας, έλαβε την τελική πρόταση στις 17 Οκτωβρίου και ζήτησε χρόνο να συνομιλήσει με τον βασιλιά της Ελλάδος, ο οποίος ήταν φιλο-Γερμανός και απέρριψε την πρόταση της Αγγλίας.
Στις 15 Ιανουαρίου του 1950 με πρωτοβουλία της Εκκλησίας της Κύπρου οργανώθηκε Δημοψήφισμα για την Ένωση, όπου δικαίωμα ψήφου είχαν μόνο οι Ελληνοκύπριοι. Το αποτέλεσμα έδειξε την ισχυρή θέληση των Ελληνοκυπρίων για Ένωση με ποσοστό 97%. Οι Τουρκοκύπριοι προέβαλαν έντονη αντίδραση με ογκώδεις διαδηλώσεις.
Σχέδιο Άτσεσον - Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα.
[«Πρόκειται για τις αμερικανικές προτάσεις του 1964 οι οποίες, όπως προκύπτει, όχι μόνο δεν περιέκλειαν απειλή για το μέλλον της Κύπρου και για την Ελλάδα αλλά, πέραν των όσων συγκεκριμένα καθόριζαν σχετικά με την «εκμίσθωσιν» στην Τουρκία μιας βάσεως στο ανατολικό άκρο της Νήσου, προέβλεπαν και «αποκατάστασιν του προηγουμένου ειδικού καθεστώτος των νήσων Ιμβρου και Τενέδου» και, ακόμη σημαντικότερο, τον «επαναπατρισμόν των αναχωρησάντων ή εκδιω-χθέντων εκ Κωνσταντινουπόλεως από του 1955 ομογενών» κτλ. Ο ίδιος ο Ντιν Ατσεσον γράφει στις 20 Αυγούστου 1964 στον τότε πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου ότι είναι «έτοιμος να ασκήσει την μεγίστην δυνατήν πίεσιν και πειθώ διά να επιτύχω όπως παραιτηθούν οι Τούρκοι πάσης απαιτήσεως δι’ εδαφικήν περιοχήν υπό την κυριαρχίαν των εις Κύπρον (…). Ειδικώτερον θα προτρέψω τους Τούρκους να περιορίσουν το σχέδιόν των εις την εκμίσθωσιν για 50 έτη του τμήματος εκείνου της Χερσονήσου της Καρπασίας».
Τις προτάσεις Ατσεσον δίνει στη δημοσιότητα ο πρέσβης ε.τ. Ι. Σωσσίδης, ο διπλωματικός σύμβουλος του τότε πρωθυπου-ργού ο οποίος μετείχε της ελληνικής αντιπροσωπείας στις συνομιλίες της Γενεύης για την Κύπρο μετά την ένταση που είχε σημειωθεί στο νησί, στις σχέσεις Αθήνας – Αγκυρας και τη μεσολάβηση των ΗΠΑ για επίλυση του Κυπριακού. Κίνητρο της αμερικανικής παρέμβασης ήταν, όπως τονίζει ο Ατσεσον στον Παπανδρέου, «ο κίνδυνος τον οποίον ενέτειναν αι Ρωσικαί κινήσεις να περιέλθη η Κύπρος υπό την κομμουνιστικήν επιρροήν και εκ των εκτεταμένων συνεπειών…».
Όπως προκύπτει από τη συνοδευτική επιστολή του κ. Σωσσίδη, ήταν ο Μακάριος ο οποίος τελικώς απέτρεψε τον τότε πρωθυπουργό να δεχθεί τις προτάσεις Άτσεσον ο οποίος (Μακάριος) αρχικώς τις είχε δεχθεί μολονότι είχε παραδεχθεί ότι «ηγνόει παντελώς αυτές τις προτάσεις, ότι ουδέποτε είχε ενημερωθεί επ’ αυτών υπό του Ελληνος υπουργού Αμύνης»* (σ.σ.: του Πέτρου Γαρουφαλιά).
Κατά δήλωση του φινλανδού μεσολαβητή του ΟΗΕ Τουομιόγια, «ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος εματαίωσε την Ένωσιν της Κύπρου με την Ελλάδα»].
*Δεν γνώριζε τον σχέδιο και παρά ταύτα το απέρριψε. Αυτό με κάνει να σκεφτώ πως ήταν αποφασισμένος, σε κάθε περίπτω-ση και με κάθε κόστος να αποφύγει την Ένωση.
[«Πρόκειται για τις αμερικανικές προτάσεις του 1964 οι οποίες, όπως προκύπτει, όχι μόνο δεν περιέκλειαν απειλή για το μέλλον της Κύπρου και για την Ελλάδα αλλά, πέραν των όσων συγκεκριμένα καθόριζαν σχετικά με την «εκμίσθωσιν» στην Τουρκία μιας βάσεως στο ανατολικό άκρο της Νήσου, προέβλεπαν και «αποκατάστασιν του προηγουμένου ειδικού καθεστώτος των νήσων Ιμβρου και Τενέδου» και, ακόμη σημαντικότερο, τον «επαναπατρισμόν των αναχωρησάντων ή εκδιω-χθέντων εκ Κωνσταντινουπόλεως από του 1955 ομογενών» κτλ. Ο ίδιος ο Ντιν Ατσεσον γράφει στις 20 Αυγούστου 1964 στον τότε πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου ότι είναι «έτοιμος να ασκήσει την μεγίστην δυνατήν πίεσιν και πειθώ διά να επιτύχω όπως παραιτηθούν οι Τούρκοι πάσης απαιτήσεως δι’ εδαφικήν περιοχήν υπό την κυριαρχίαν των εις Κύπρον (…). Ειδικώτερον θα προτρέψω τους Τούρκους να περιορίσουν το σχέδιόν των εις την εκμίσθωσιν για 50 έτη του τμήματος εκείνου της Χερσονήσου της Καρπασίας».
Τις προτάσεις Ατσεσον δίνει στη δημοσιότητα ο πρέσβης ε.τ. Ι. Σωσσίδης, ο διπλωματικός σύμβουλος του τότε πρωθυπου-ργού ο οποίος μετείχε της ελληνικής αντιπροσωπείας στις συνομιλίες της Γενεύης για την Κύπρο μετά την ένταση που είχε σημειωθεί στο νησί, στις σχέσεις Αθήνας – Αγκυρας και τη μεσολάβηση των ΗΠΑ για επίλυση του Κυπριακού. Κίνητρο της αμερικανικής παρέμβασης ήταν, όπως τονίζει ο Ατσεσον στον Παπανδρέου, «ο κίνδυνος τον οποίον ενέτειναν αι Ρωσικαί κινήσεις να περιέλθη η Κύπρος υπό την κομμουνιστικήν επιρροήν και εκ των εκτεταμένων συνεπειών…».
Όπως προκύπτει από τη συνοδευτική επιστολή του κ. Σωσσίδη, ήταν ο Μακάριος ο οποίος τελικώς απέτρεψε τον τότε πρωθυπουργό να δεχθεί τις προτάσεις Άτσεσον ο οποίος (Μακάριος) αρχικώς τις είχε δεχθεί μολονότι είχε παραδεχθεί ότι «ηγνόει παντελώς αυτές τις προτάσεις, ότι ουδέποτε είχε ενημερωθεί επ’ αυτών υπό του Ελληνος υπουργού Αμύνης»* (σ.σ.: του Πέτρου Γαρουφαλιά).
Κατά δήλωση του φινλανδού μεσολαβητή του ΟΗΕ Τουομιόγια, «ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος εματαίωσε την Ένωσιν της Κύπρου με την Ελλάδα»].
*Δεν γνώριζε τον σχέδιο και παρά ταύτα το απέρριψε. Αυτό με κάνει να σκεφτώ πως ήταν αποφασισμένος, σε κάθε περίπτω-ση και με κάθε κόστος να αποφύγει την Ένωση.
Επιστολή DEAN ACHESON μεσολαβητή για το Κυπριακό, πρώην υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ.
Προς: Έλληνα Πρωθυπουργό Γεώργιον Παπανδρέου.
Εν Γενεύη, τη 20ή Αυγούστου 1964
Α Π Ο Ρ Ρ Η Τ Ο Ν
Αγαπητέ Κύριε Πρωθυπουργέ,
Επιτρέψατέ μοι να αρχίσω την επιστολήν μου αυτήν εκφράζων την βαθυτάτην ικανοποίησιν διά την βοήθειαν την οποίαν έχετε παράσχει εις το έργον μας, εδώ εις την Γενεύην, με την αδιάλειπτον προσοχήν και σκέψιν σας, και με το να επιτρέψητε εις τον κ. Ι. Σωσσίδην να συμμετάσχη εις τας προσπαθείας μας.
Σήμερον, ο Πρόεδρος με επληροφόρησε περί του επείγοντος χαρακτήρος τον οποίον πιστεύει ότι προσέδωσε εις το έργον μας η επικειμένη Σοβιετική ανάμιξις εις το Κυπριακόν πρόβλημα, κατόπιν δε τούτου μου εζήτησεν όπως σας γνωρίσω την κοινήν μας άποψιν, κατά την οποίαν ολίγος χρόνος απομένει, εντός του οποίου θα ηδύνατο να επιτευχθή μία συμφωνία, και να σας καταστήσω κοινωνόν των απόψεών μου, τας οποίας ούτος έχει υιοθετήσει, περί της γενικής φύσεως της συμφωνίας, η οποία τυγχάνει, κατ’ εμέ, εφικτή και δικαία. Γνωρίζω από τας συνομιλίας μας μετά του κ. Σωσσίδη ότι έχετε εντυπωσιασθή, ως και ημείς, ενταύθα, εκ του κινδύνου, τον οποίον ενέτειναν αι Ρωσικαί κινήσεις, να περιέλθη η Κύπρος υπό την κομμουνιστικήν επιρροήν και εκ των εκτεταμένων συνεπειών, τας οποίας θα συνεπήγετο το γεγονός αυτό επί της πολιτικής και στρατηγικής καταστάσεως εις την Ανατολικήν Μεσόγειον. Είμαι βέβαιος ότι συμφωνούμεν εις το ότι ο κίνδυνος δημιουργεί διά την Τουρκίαν και διά την Ελλάδα έν κοινόν ενδιαφέρον, υπερακοντίζον κατά πολύ τας ακριβείς γραμμάς επί ενός χάρτου, όστις θα έδει να χαραχθή διά την επίτευξιν συμφωνίας. Τα προβλήματα τα οποία εγείρονται, δι’ εκάστην πλευράν, είναι πολιτικά, και από της σκοπιάς ταύτης τα αντιμετωπίζω.
Είμαι έτοιμος να ασκήσω την μεγίστην δυνατήν πίεσιν και πειθώ διά να επιτύχω όπως παραιτηθούν οι Τούρκοι πάσης απαιτήσεως δι’ εδαφικήν περιοχήν υπό την κυριαρχίαν των εις την Κύπρον, διά να ελαττώσουν την έκτασιν των απαιτήσεών των διά μίαν στρατιωτικήν βάσιν εις την Χερσόνησον της Καρπασίας, ως και διά τον καθορισμόν των δικαιωμάτων των μειονοτήτων, επί τη βάσει των γραμμών τας οποίας συνεζητήσαμεν μετά του κυρίου Σωσσίδη και τας οποίας δύναμαι να διατυπώσω εις Σχέδιον, το οποίον θα είναι έτοιμον αύριον. Ειδικώτερον θα προτρέψω τους Τούρκους να περιορίσουν το σχέδιόν των εις την εκμίσθωσιν διά 50 έτη του τμήματος εκείνου της Χερσονήσου της Καρπασίας το οποίον ορίζεται από το νοτιοανατολικώτερον άκρον του μέχρι μιας γραμμής χαρασσομένης προς Βορράν και προς Νότον, ακριβώς δυτικώς του ΚΟΜΙ KEBIS. Είμαι πεπεισμένος, κατόπιν της μελέτης της καταστάσεως εις την οποίαν προέβην, συνεπικουρούμενος υπό Στρατιωτικών συμβούλων, ότι η ύπαρξις μιας τοιαύτης βάσεως δικαιολογείται απολύτως, από στρατιωτικής σκοπιάς, διά την άμυναν των προσβάσεων προς την Τουρκικήν ενδοχώραν και διά την άμυναν αυτής ταύτης της βάσεως εξ αιφνιδιαστικής επιθέσεως. Είναι ενδεχόμενον ότι η προτεινόμενη χάραξις της δυτικής γραμμής της περιοχής ταύτης θα εδημιούργει πολιτικόν πρόβλημα εις υμάς την στιγμήν ταύτην. Το πρόβλημα τούτο θα ήτο δυνατόν να αποφευχθή εάν η γραμμή παρέμενεν αχάρακτος, με την προοπτικήν να καθορισθή, κατόπιν μελέτης, από στρατιωτικής σκοπιάς, υπό του Ανωτάτου Διοικητού των Συμμαχικών Δυνάμεων διά την Ευρώπην και υπό τον όρον ότι η Ελληνική Κυβέρνησις θα παρείχε την διαβεβαίωσίν της ότι εις περίπτωσιν χαράξεως της γραμμής ως ανωτέρω αύτη θα εγένετο δεκτή. Θα ήρκει να γνωστοποιηθή εις εμέ η πρόθεσις της Ελληνικής Κυβερνήσεως όπως δεχθή μίαν τοιαύτην ρύθμισιν, ώστε να μην απαιτηθή, επί του παρόντος, η άμεσος ανάληψις υποχρεώσεως έναντι της Τουρκικής Κυβερνήσεως. Η διαβεβαίωσις αύτη θα μου επέτρεπε να πράξω παν το δυνατόν, και πιστεύω ότι θα επετύγχανον, να επιτύχω Συμφωνίαν μετά της Τουρκικής Κυβερνήσεως, όπως μη παρέμβη διά να αποτρέψη ή διά να απαιτήση διακυβερνητικήν συμφωνίαν προ της πραγματοποιήσεως της Ενώσεως της Κύπρου μετά της Ελλάδος.
Ελλείψει των ανωτέρω, οι Τούρκοι θα επίστευον, βεβαίως, ότι τα συμβατικά των δικαιώματα εκμηδενίζονται, σχεδόν μετά περιφρονήσεως, και ότι οι ίδιοι δεν αντιμετωπίζουν ει μη το ενδεχόμενον είτε της Ενώσεως άνευ όρων είτε της άνευ όρων ανεξαρτησίας μιας Κύπρου υπό Κομμουνιστικήν κυριαρχίαν.
Οσα εισηγούμαι θα εμφανίσουν σοβαρωτάτας δυσχερείας διά τους ηγέτας τόσον της Ελλάδος όσον και της Τουρκίας, ως και διά τους λαούς των οποίων ούτοι ηγούνται. Είμαι όμως πεπεισμένος ότι εν όψει του επικείμενου κοινού κινδύνου έκαστον Εθνος θα ευρεθή ηνωμένον διά να υποστηρίξη λύσεις αι οποίαι αποβλέπουν, πέραν στιγμιαίων αντιθέσεων, εις την θεμελιώδη ασφάλειαν και την ευημερίαν των μεγάλων Κρατών της Ελλάδος και της Τουρκίας, και εις την υποστήριξίν των, εις το εξωτερικόν, εκ μέρους της μεγάλης Συμμαχίας των Ελευθέρων κρατών, από πάσης αναμίξεως κατά την πραγματοποίησίν των.
Επιτρέψατέ μοι, αγαπητέ Κύριε Πρωθυπουργέ, να ζητήσω την ταχείαν επάνοδον του κ. Σωσσίδη εις Γενεύην, διά να μας βοη-θήση εις την επίτευξιν της λύσεως ταύτης.
Ειλικρινώς υμέτερος
DEAN ACHESON
Προς: Έλληνα Πρωθυπουργό Γεώργιον Παπανδρέου.
Εν Γενεύη, τη 20ή Αυγούστου 1964
Α Π Ο Ρ Ρ Η Τ Ο Ν
Αγαπητέ Κύριε Πρωθυπουργέ,
Επιτρέψατέ μοι να αρχίσω την επιστολήν μου αυτήν εκφράζων την βαθυτάτην ικανοποίησιν διά την βοήθειαν την οποίαν έχετε παράσχει εις το έργον μας, εδώ εις την Γενεύην, με την αδιάλειπτον προσοχήν και σκέψιν σας, και με το να επιτρέψητε εις τον κ. Ι. Σωσσίδην να συμμετάσχη εις τας προσπαθείας μας.
Σήμερον, ο Πρόεδρος με επληροφόρησε περί του επείγοντος χαρακτήρος τον οποίον πιστεύει ότι προσέδωσε εις το έργον μας η επικειμένη Σοβιετική ανάμιξις εις το Κυπριακόν πρόβλημα, κατόπιν δε τούτου μου εζήτησεν όπως σας γνωρίσω την κοινήν μας άποψιν, κατά την οποίαν ολίγος χρόνος απομένει, εντός του οποίου θα ηδύνατο να επιτευχθή μία συμφωνία, και να σας καταστήσω κοινωνόν των απόψεών μου, τας οποίας ούτος έχει υιοθετήσει, περί της γενικής φύσεως της συμφωνίας, η οποία τυγχάνει, κατ’ εμέ, εφικτή και δικαία. Γνωρίζω από τας συνομιλίας μας μετά του κ. Σωσσίδη ότι έχετε εντυπωσιασθή, ως και ημείς, ενταύθα, εκ του κινδύνου, τον οποίον ενέτειναν αι Ρωσικαί κινήσεις, να περιέλθη η Κύπρος υπό την κομμουνιστικήν επιρροήν και εκ των εκτεταμένων συνεπειών, τας οποίας θα συνεπήγετο το γεγονός αυτό επί της πολιτικής και στρατηγικής καταστάσεως εις την Ανατολικήν Μεσόγειον. Είμαι βέβαιος ότι συμφωνούμεν εις το ότι ο κίνδυνος δημιουργεί διά την Τουρκίαν και διά την Ελλάδα έν κοινόν ενδιαφέρον, υπερακοντίζον κατά πολύ τας ακριβείς γραμμάς επί ενός χάρτου, όστις θα έδει να χαραχθή διά την επίτευξιν συμφωνίας. Τα προβλήματα τα οποία εγείρονται, δι’ εκάστην πλευράν, είναι πολιτικά, και από της σκοπιάς ταύτης τα αντιμετωπίζω.
Είμαι έτοιμος να ασκήσω την μεγίστην δυνατήν πίεσιν και πειθώ διά να επιτύχω όπως παραιτηθούν οι Τούρκοι πάσης απαιτήσεως δι’ εδαφικήν περιοχήν υπό την κυριαρχίαν των εις την Κύπρον, διά να ελαττώσουν την έκτασιν των απαιτήσεών των διά μίαν στρατιωτικήν βάσιν εις την Χερσόνησον της Καρπασίας, ως και διά τον καθορισμόν των δικαιωμάτων των μειονοτήτων, επί τη βάσει των γραμμών τας οποίας συνεζητήσαμεν μετά του κυρίου Σωσσίδη και τας οποίας δύναμαι να διατυπώσω εις Σχέδιον, το οποίον θα είναι έτοιμον αύριον. Ειδικώτερον θα προτρέψω τους Τούρκους να περιορίσουν το σχέδιόν των εις την εκμίσθωσιν διά 50 έτη του τμήματος εκείνου της Χερσονήσου της Καρπασίας το οποίον ορίζεται από το νοτιοανατολικώτερον άκρον του μέχρι μιας γραμμής χαρασσομένης προς Βορράν και προς Νότον, ακριβώς δυτικώς του ΚΟΜΙ KEBIS. Είμαι πεπεισμένος, κατόπιν της μελέτης της καταστάσεως εις την οποίαν προέβην, συνεπικουρούμενος υπό Στρατιωτικών συμβούλων, ότι η ύπαρξις μιας τοιαύτης βάσεως δικαιολογείται απολύτως, από στρατιωτικής σκοπιάς, διά την άμυναν των προσβάσεων προς την Τουρκικήν ενδοχώραν και διά την άμυναν αυτής ταύτης της βάσεως εξ αιφνιδιαστικής επιθέσεως. Είναι ενδεχόμενον ότι η προτεινόμενη χάραξις της δυτικής γραμμής της περιοχής ταύτης θα εδημιούργει πολιτικόν πρόβλημα εις υμάς την στιγμήν ταύτην. Το πρόβλημα τούτο θα ήτο δυνατόν να αποφευχθή εάν η γραμμή παρέμενεν αχάρακτος, με την προοπτικήν να καθορισθή, κατόπιν μελέτης, από στρατιωτικής σκοπιάς, υπό του Ανωτάτου Διοικητού των Συμμαχικών Δυνάμεων διά την Ευρώπην και υπό τον όρον ότι η Ελληνική Κυβέρνησις θα παρείχε την διαβεβαίωσίν της ότι εις περίπτωσιν χαράξεως της γραμμής ως ανωτέρω αύτη θα εγένετο δεκτή. Θα ήρκει να γνωστοποιηθή εις εμέ η πρόθεσις της Ελληνικής Κυβερνήσεως όπως δεχθή μίαν τοιαύτην ρύθμισιν, ώστε να μην απαιτηθή, επί του παρόντος, η άμεσος ανάληψις υποχρεώσεως έναντι της Τουρκικής Κυβερνήσεως. Η διαβεβαίωσις αύτη θα μου επέτρεπε να πράξω παν το δυνατόν, και πιστεύω ότι θα επετύγχανον, να επιτύχω Συμφωνίαν μετά της Τουρκικής Κυβερνήσεως, όπως μη παρέμβη διά να αποτρέψη ή διά να απαιτήση διακυβερνητικήν συμφωνίαν προ της πραγματοποιήσεως της Ενώσεως της Κύπρου μετά της Ελλάδος.
Ελλείψει των ανωτέρω, οι Τούρκοι θα επίστευον, βεβαίως, ότι τα συμβατικά των δικαιώματα εκμηδενίζονται, σχεδόν μετά περιφρονήσεως, και ότι οι ίδιοι δεν αντιμετωπίζουν ει μη το ενδεχόμενον είτε της Ενώσεως άνευ όρων είτε της άνευ όρων ανεξαρτησίας μιας Κύπρου υπό Κομμουνιστικήν κυριαρχίαν.
Οσα εισηγούμαι θα εμφανίσουν σοβαρωτάτας δυσχερείας διά τους ηγέτας τόσον της Ελλάδος όσον και της Τουρκίας, ως και διά τους λαούς των οποίων ούτοι ηγούνται. Είμαι όμως πεπεισμένος ότι εν όψει του επικείμενου κοινού κινδύνου έκαστον Εθνος θα ευρεθή ηνωμένον διά να υποστηρίξη λύσεις αι οποίαι αποβλέπουν, πέραν στιγμιαίων αντιθέσεων, εις την θεμελιώδη ασφάλειαν και την ευημερίαν των μεγάλων Κρατών της Ελλάδος και της Τουρκίας, και εις την υποστήριξίν των, εις το εξωτερικόν, εκ μέρους της μεγάλης Συμμαχίας των Ελευθέρων κρατών, από πάσης αναμίξεως κατά την πραγματοποίησίν των.
Επιτρέψατέ μοι, αγαπητέ Κύριε Πρωθυπουργέ, να ζητήσω την ταχείαν επάνοδον του κ. Σωσσίδη εις Γενεύην, διά να μας βοη-θήση εις την επίτευξιν της λύσεως ταύτης.
Ειλικρινώς υμέτερος
DEAN ACHESON
Ο πρέσβης ε.τ. Ι. Σωσσίδης, διπλωματικός σύμβουλος του τότε πρωθυπουργού ο οποίος μετείχε της ελληνικής αντιπροσωπείας στις συνομιλίες της Γενεύης για την Κύπρο αναφέρει στην έκθεσή του μεταξύ άλλων:
…«Εξάλλου, διά των προτάσεων Άτσεσον προβλέπονταν και τα εξής:
-Καθεστώς διά τους Τουρκοκυπρίους προσομοιάζον με το καθεστώς των Μουσουλμάνων της Δυτικής Θράκης, διά του οποίου θα ανελαμβάνετο υπό της Ελληνικής Κυβερνήσεως η υποχρέωσις διορισμού, προτάσει του Ελληνος Γενικού Διοικητού της Νήσου, Τουρκοκυπρίου Συμβούλου, διά τα ζητήματα της μειονότητος, ως και δύο Τουρκοκυπρίων Επάρχων, εις δύο εκ των επτά -μέχρι τότε υφίσταντο πέντε- επαρχιών της Κύπρου εκ περιτροπής και της εκάστοτε επιλογής ανεξαρτήτως πληθυσμιακής συνθέσεως της Ελληνικής Κυβερνήσεως.
-Επαναπατρισμός των αναχωρησάντων ή εκδιωχθέντων εκ Κωνσταντινουπόλεως, από του 1955, ομογενών, ως και ρύθμισις διαφόρων ζητημάτων αφορώντων εις την απόδοσιν των περιουσιών των, εις αποζημιώσεις κτλ., και
-Αποκατάστασις του προηγουμένου ειδικού καθεστώτος των νήσων Ίμβρου και Τενέδου.
Την 21ην Αυγούστου 1964 ο γράφων επέστρεψε εις την Γενεύην και σύμφωνα με τις οδηγίες του Πρωθυπουργού ανεκοίνωσε, από κοινού με τον μακαρίτην Δ. Νικολαρεΐζην, εις τον Αμερικανόν μεσολαβητήν την αποδοχήν από την Ελληνικήν Κυβέρνησιν των προτάσεών του, εζήτησε δε αυτοβούλως και τις εξής βελτιώσεις, τις οποίες ο Ντήν Άτσεσον απεδέχθη:
-Η οριοθετική γραμμή της βάσεως που θα παρεχωρείτο εις την Τουρκίαν να μετατεθεί 20 χιλ. ανατολικότερα, και
-Το Μοναστήρι του προστάτου της Κύπρου Αγίου Ανδρέα, εις το άκρον της χερσονήσου Καρπασίας, και η πέριξ αυτού έκτασις εξ 20-25 τετρ. χιλ., καθώς και η οδός η συνδέουσα το Μοναστήρι με την υπόλοιπη νήσο, να παραμείνουν εκτός της βάσεως, υπό Ελληνικήν Διοίκησιν.
Παρά ταύτα, το απόγευμα της ιδίας ημέρας, έλαβα τηλεφώνημα του Γ. Παπανδρέου, ο οποίος μου έδωσε την εντολήν να συναντήσωμεν τον Ντην Ατσεσον και να του ανακοινώσωμεν την αδυναμίαν του να αποδεχθεί τις προτάσεις του, λόγω αρνήσεως του Μακαρίου να τις αποδεχθεί.
Εις παράκλησίν μου να διευκρινίσει τι είχε μεσολαβήσει και είχε μεταβάλει γνώμην, ο Πρωθυπουργός μού απήντησε: «Πάρε τον Πέτρο (Γαροφαλιά) να σου τα πει». Και ο Υπουργός Αμύνης προσέθεσε ότι «αποδοχή των προτάσεων θα οδηγούσε εις αιματοκύλισμα της Κύπρου»*. Την τηλεφωνικήν αυτήν επικοινωνίαν παρακολούθησαν, εκτός του μακαρίτη Δ. Νικολαρεΐζη, και οι σήμερον Πρέσβεις ε.τ. Βασιλικός και Πετρόπουλος, υπηρετούντες τότε εις την Μόνιμον Αντιπροσωπείαν της Γενεύης. Κατόπιν τούτου μετέβημεν με τον Δ. Νικολαρεΐζην εις το διαμέρισμα του Ατσεσον, στο ξενοδοχείο «Richmond», και του γνωρίσαμε την αδυναμίαν της Ελληνικής Κυβερνήσεως να αποδεχθούμε τας προτάσεις του.
*(δηλαδή ο Γαρουφαλιάς ήταν αρνητικός στην ιδέα της ένωσις και γι΄αυτό δεν ενημέρωσε περί του σχεδίου τον Μακάριο ως όφειλε.)
Μετά μίαν περίπου εβδομάδα ο αείμνηστος Πρωθυπουργός μού έδωσε την εντολήν να μεταβώ εις συνάντησιν του τότε Αρχηγού της Αντιπολιτεύσεως Π. Κανελλόπουλου και να τον ενημερώσω πλήρως επί των τελευταίων εξελίξεων του Κυπριακού, πράγμα που έπραξα, επισκεφθείς αυθημερόν και επί δίωρον τον μακαρίτην Π. Κανελλόπουλον, εις τον οικίσκον που του εχρησίμευε ως Γραφείον, εις τον κήπον της κατοικίας του ανηψιού του Δ. Λιβανού, εις την Κηφισιά. Ευθύς μετά ταύτα και με την σύμφωνη γνώμη του Π. Κανελλόπουλου ο Γ. Παπανδρέου απέστειλε μήνυμα εις τον Πρόεδρον Τζόνσον, αποδεχόμενος ουσιαστικά τις προτάσεις Ντην Ατσεσον, με μερικές μικρές παραλλαγές. Δυστυχώς, η απάντησις του Προέδρου Τζόνσον δεν υπήρξε ενθαρρυντική, καθ’ όσον εδέχετο μεν να επαναλάβει την μεσολάβησιν μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδος αλλ’ υπεδείκνυε την μεταβίβασιν εις τους Τούρκους της κυριαρχίας της βάσεως αντί της εκμισθώσεώς της διά 50 έτη. Αντίγραφον της απαντήσεως του Αμερικανού Προέδρου κρατώ εις το Αρχείον μου. Τότε, στις 04.09.1964, ο Πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου απέστειλε ευχαριστήριον επιστολήν εις τον Ν. Ατσεσον κι έτσι έληξεν η μεσολάβησις και ματαιώθηκε η ενωτική λύσις του Κυπριακού.
Ο φινλανδός μεσολαβητής των Ηνωμένων Εθνών Τουομιόγια εδήλωνε εις τα μέλη της Ελληνικής Αντιπροσωπείας εις την Γενεύην ότι « ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος εματαίωσε την Ενωσιν της Κύπρου με την Ελλάδα».
Με ιδιαίτερη εκτίμηση, Ι. Ν. Σωσσίδης πρέσβης της Ελλάδος ε. τ.
…«Εξάλλου, διά των προτάσεων Άτσεσον προβλέπονταν και τα εξής:
-Καθεστώς διά τους Τουρκοκυπρίους προσομοιάζον με το καθεστώς των Μουσουλμάνων της Δυτικής Θράκης, διά του οποίου θα ανελαμβάνετο υπό της Ελληνικής Κυβερνήσεως η υποχρέωσις διορισμού, προτάσει του Ελληνος Γενικού Διοικητού της Νήσου, Τουρκοκυπρίου Συμβούλου, διά τα ζητήματα της μειονότητος, ως και δύο Τουρκοκυπρίων Επάρχων, εις δύο εκ των επτά -μέχρι τότε υφίσταντο πέντε- επαρχιών της Κύπρου εκ περιτροπής και της εκάστοτε επιλογής ανεξαρτήτως πληθυσμιακής συνθέσεως της Ελληνικής Κυβερνήσεως.
-Επαναπατρισμός των αναχωρησάντων ή εκδιωχθέντων εκ Κωνσταντινουπόλεως, από του 1955, ομογενών, ως και ρύθμισις διαφόρων ζητημάτων αφορώντων εις την απόδοσιν των περιουσιών των, εις αποζημιώσεις κτλ., και
-Αποκατάστασις του προηγουμένου ειδικού καθεστώτος των νήσων Ίμβρου και Τενέδου.
Την 21ην Αυγούστου 1964 ο γράφων επέστρεψε εις την Γενεύην και σύμφωνα με τις οδηγίες του Πρωθυπουργού ανεκοίνωσε, από κοινού με τον μακαρίτην Δ. Νικολαρεΐζην, εις τον Αμερικανόν μεσολαβητήν την αποδοχήν από την Ελληνικήν Κυβέρνησιν των προτάσεών του, εζήτησε δε αυτοβούλως και τις εξής βελτιώσεις, τις οποίες ο Ντήν Άτσεσον απεδέχθη:
-Η οριοθετική γραμμή της βάσεως που θα παρεχωρείτο εις την Τουρκίαν να μετατεθεί 20 χιλ. ανατολικότερα, και
-Το Μοναστήρι του προστάτου της Κύπρου Αγίου Ανδρέα, εις το άκρον της χερσονήσου Καρπασίας, και η πέριξ αυτού έκτασις εξ 20-25 τετρ. χιλ., καθώς και η οδός η συνδέουσα το Μοναστήρι με την υπόλοιπη νήσο, να παραμείνουν εκτός της βάσεως, υπό Ελληνικήν Διοίκησιν.
Παρά ταύτα, το απόγευμα της ιδίας ημέρας, έλαβα τηλεφώνημα του Γ. Παπανδρέου, ο οποίος μου έδωσε την εντολήν να συναντήσωμεν τον Ντην Ατσεσον και να του ανακοινώσωμεν την αδυναμίαν του να αποδεχθεί τις προτάσεις του, λόγω αρνήσεως του Μακαρίου να τις αποδεχθεί.
Εις παράκλησίν μου να διευκρινίσει τι είχε μεσολαβήσει και είχε μεταβάλει γνώμην, ο Πρωθυπουργός μού απήντησε: «Πάρε τον Πέτρο (Γαροφαλιά) να σου τα πει». Και ο Υπουργός Αμύνης προσέθεσε ότι «αποδοχή των προτάσεων θα οδηγούσε εις αιματοκύλισμα της Κύπρου»*. Την τηλεφωνικήν αυτήν επικοινωνίαν παρακολούθησαν, εκτός του μακαρίτη Δ. Νικολαρεΐζη, και οι σήμερον Πρέσβεις ε.τ. Βασιλικός και Πετρόπουλος, υπηρετούντες τότε εις την Μόνιμον Αντιπροσωπείαν της Γενεύης. Κατόπιν τούτου μετέβημεν με τον Δ. Νικολαρεΐζην εις το διαμέρισμα του Ατσεσον, στο ξενοδοχείο «Richmond», και του γνωρίσαμε την αδυναμίαν της Ελληνικής Κυβερνήσεως να αποδεχθούμε τας προτάσεις του.
*(δηλαδή ο Γαρουφαλιάς ήταν αρνητικός στην ιδέα της ένωσις και γι΄αυτό δεν ενημέρωσε περί του σχεδίου τον Μακάριο ως όφειλε.)
Μετά μίαν περίπου εβδομάδα ο αείμνηστος Πρωθυπουργός μού έδωσε την εντολήν να μεταβώ εις συνάντησιν του τότε Αρχηγού της Αντιπολιτεύσεως Π. Κανελλόπουλου και να τον ενημερώσω πλήρως επί των τελευταίων εξελίξεων του Κυπριακού, πράγμα που έπραξα, επισκεφθείς αυθημερόν και επί δίωρον τον μακαρίτην Π. Κανελλόπουλον, εις τον οικίσκον που του εχρησίμευε ως Γραφείον, εις τον κήπον της κατοικίας του ανηψιού του Δ. Λιβανού, εις την Κηφισιά. Ευθύς μετά ταύτα και με την σύμφωνη γνώμη του Π. Κανελλόπουλου ο Γ. Παπανδρέου απέστειλε μήνυμα εις τον Πρόεδρον Τζόνσον, αποδεχόμενος ουσιαστικά τις προτάσεις Ντην Ατσεσον, με μερικές μικρές παραλλαγές. Δυστυχώς, η απάντησις του Προέδρου Τζόνσον δεν υπήρξε ενθαρρυντική, καθ’ όσον εδέχετο μεν να επαναλάβει την μεσολάβησιν μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδος αλλ’ υπεδείκνυε την μεταβίβασιν εις τους Τούρκους της κυριαρχίας της βάσεως αντί της εκμισθώσεώς της διά 50 έτη. Αντίγραφον της απαντήσεως του Αμερικανού Προέδρου κρατώ εις το Αρχείον μου. Τότε, στις 04.09.1964, ο Πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου απέστειλε ευχαριστήριον επιστολήν εις τον Ν. Ατσεσον κι έτσι έληξεν η μεσολάβησις και ματαιώθηκε η ενωτική λύσις του Κυπριακού.
Ο φινλανδός μεσολαβητής των Ηνωμένων Εθνών Τουομιόγια εδήλωνε εις τα μέλη της Ελληνικής Αντιπροσωπείας εις την Γενεύην ότι « ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος εματαίωσε την Ενωσιν της Κύπρου με την Ελλάδα».
Με ιδιαίτερη εκτίμηση, Ι. Ν. Σωσσίδης πρέσβης της Ελλάδος ε. τ.
Λίγο μετά τις 7 το πρωί της Κυριακής 8 Μαρτίου 1970, απογειώνεται από το προαύλιο της Αρχιεπισκοπής στη Λευκωσία το προεδρικό ελικόπτερο, μεταφέροντας τον Μακάριο στη Μονή Μαχαιρά, για να χοροστατήσει στο ετήσιο θρησκευτικό μνημόσυνο του ήρωα της ΕΟΚΑ Γρηγόρη Αυξεντίου. Αμέσως μετά την απογείωσή του δέχθηκε πυρά από αυτόματα όπλα. Ο πιλότος του ελικοπτέρου, ταγματάρχης πυροβολικού Ζαχαρίας Παπαδογιάννης, παρότι τραυματισμένος βαρύτατα, κατάφερε με αυτοθυσία και ψυχραιμία, σχεδόν λιπόθυμος, να το προσγειώσει σε παρακείμενο ανοικτό χώρο. Η επιχείρηση δολοφονίας του Αρχιεπισκόπου-προέδρου απέτυχε.
Στην κορύφωση του Ψυχρού Πολέμου τον Ιούνιο του 1971, ο Μακάριος επιλέγει να επισκεφθεί τη Μόσχα, ενώ ένα χρόνο αργότερα προχώρησε σε μυστική εισαγωγή οπλισμού από την Τσεχοσλοβακία, που ήταν μέλος του Συμφώνου της Βαρσοβίας.
Η στροφή του Μακαρίου προς την Σοβιετική Ένωση, κλιμάκωσε την ένταση στις σχέσεις Μακαρίου – Χούντας και δημιούργησε ανησυχία στο ΝΑΤΟ στις ΗΠΑ και στις εγγυήτριες δυνάμεις (Ελλάδα- Τουρκία – Βρετανία).
Εκκλησιαστικό πραξικόπημα.
Κατά τη συνεδρίαση της Ιεράς Συνόδου της Κύπρου την 2α Μαρτίου 1972, κατατέθηκε έγγραφος πρόταση από τους μητροπολίτες Κιτίου Άνθιμο, Κηρυνείας Κυπριανό και Πάφου Γεννάδιο, με την οποία ζητούσαν την παραίτηση του Μακαρίου από το προεδρικό αξίωμα, επειδή δεν συνάδει με τα θρησκευτικά του καθήκοντα. Επανειλημμένα είχαν συμβουλεύσει τον Μακάριο να περιοριστεί στα ιερατικά του καθήκοντα, από την προεκλογική περίοδο των πρώτων προεδρικών εκλογών το 1959. Οι εκκλήσεις αυτές είχαν πάρει το χαρακτήρα έντονης επιμονής και δραματικής μορφής, μετά τη δολοφονική απόπειρα εναντίον του το 1970 και πριν την επανεκλογή του στον προεδρικό θώκο το 1973. Η απαίτηση αυτή επαναλαμβανόταν και προφορικά στις συνεδρίες της Ιεράς Συνόδου, όπως και σε κατ’ ιδίαν συναντήσεις. Δεν αποδέχτηκε την πρόταση και στις 7 Μαρτίου 1973 τον καθαίρεσαν. Ο Μακάριος, κάλεσε Μείζωνα και Υπερτελή Σύνοδο, η οποία συγκλήθηκε την 14η Ιουλίου 1973 στη Λευκωσία που θεώρησε άκυρη την καθαίρεση Μακαρίου και επέφερε την έκπτωσή των τριών μητροπολιτών.
Η σύγκρουση του Αρχιεπισκόπου με τους Μητροπολίτες Πάφου, Λεμεσού και Κιτίου υπήρξε η πρώτη σπίθα της σύγκρουσης. Στο νησί αρχίζει εμφυλιοπολεμική σύρραξη που γεννά θύματα. Από την μια μεριά οι κυβερνητικές δυνάμεις και από την άλλη οι επαναστάτες της ΕΟΚΑ Β’ που δημιούργησε ο στρατηγός Γρίβας. Ενωτικοί και ανθενωτικοί. Ότι έγινε και με το Εκκλησιαστικό ζήτημα πριν από την άλωση της Κωνσταντινούπολης.
Την 2α Ιουλίου 1974 ενώ οι εμφύλιες συγκρούσεις συνεχίζονται, ο Μακάριος, στέλνει επιστολή στον στρατηγό Φ. Γκιζίκη, ο οποίος είχε διοριστεί «Πρόεδρος».
Στην κορύφωση του Ψυχρού Πολέμου τον Ιούνιο του 1971, ο Μακάριος επιλέγει να επισκεφθεί τη Μόσχα, ενώ ένα χρόνο αργότερα προχώρησε σε μυστική εισαγωγή οπλισμού από την Τσεχοσλοβακία, που ήταν μέλος του Συμφώνου της Βαρσοβίας.
Η στροφή του Μακαρίου προς την Σοβιετική Ένωση, κλιμάκωσε την ένταση στις σχέσεις Μακαρίου – Χούντας και δημιούργησε ανησυχία στο ΝΑΤΟ στις ΗΠΑ και στις εγγυήτριες δυνάμεις (Ελλάδα- Τουρκία – Βρετανία).
Εκκλησιαστικό πραξικόπημα.
Κατά τη συνεδρίαση της Ιεράς Συνόδου της Κύπρου την 2α Μαρτίου 1972, κατατέθηκε έγγραφος πρόταση από τους μητροπολίτες Κιτίου Άνθιμο, Κηρυνείας Κυπριανό και Πάφου Γεννάδιο, με την οποία ζητούσαν την παραίτηση του Μακαρίου από το προεδρικό αξίωμα, επειδή δεν συνάδει με τα θρησκευτικά του καθήκοντα. Επανειλημμένα είχαν συμβουλεύσει τον Μακάριο να περιοριστεί στα ιερατικά του καθήκοντα, από την προεκλογική περίοδο των πρώτων προεδρικών εκλογών το 1959. Οι εκκλήσεις αυτές είχαν πάρει το χαρακτήρα έντονης επιμονής και δραματικής μορφής, μετά τη δολοφονική απόπειρα εναντίον του το 1970 και πριν την επανεκλογή του στον προεδρικό θώκο το 1973. Η απαίτηση αυτή επαναλαμβανόταν και προφορικά στις συνεδρίες της Ιεράς Συνόδου, όπως και σε κατ’ ιδίαν συναντήσεις. Δεν αποδέχτηκε την πρόταση και στις 7 Μαρτίου 1973 τον καθαίρεσαν. Ο Μακάριος, κάλεσε Μείζωνα και Υπερτελή Σύνοδο, η οποία συγκλήθηκε την 14η Ιουλίου 1973 στη Λευκωσία που θεώρησε άκυρη την καθαίρεση Μακαρίου και επέφερε την έκπτωσή των τριών μητροπολιτών.
Η σύγκρουση του Αρχιεπισκόπου με τους Μητροπολίτες Πάφου, Λεμεσού και Κιτίου υπήρξε η πρώτη σπίθα της σύγκρουσης. Στο νησί αρχίζει εμφυλιοπολεμική σύρραξη που γεννά θύματα. Από την μια μεριά οι κυβερνητικές δυνάμεις και από την άλλη οι επαναστάτες της ΕΟΚΑ Β’ που δημιούργησε ο στρατηγός Γρίβας. Ενωτικοί και ανθενωτικοί. Ότι έγινε και με το Εκκλησιαστικό ζήτημα πριν από την άλωση της Κωνσταντινούπολης.
Την 2α Ιουλίου 1974 ενώ οι εμφύλιες συγκρούσεις συνεχίζονται, ο Μακάριος, στέλνει επιστολή στον στρατηγό Φ. Γκιζίκη, ο οποίος είχε διοριστεί «Πρόεδρος».
Το πλήρες κείμενο της επιστολής:
«Κύριε Πρόεδρε, Μετά βαθείας θλίψεως είμαι υποχρεωμένος να εκθέσω προς υμάς ωρισμένας απαραδέκτους εν Κύπρω καταστάσεις και γεγονότα, δια τα οποία θεωρώ υπεύθυνον την Ελληνικήν Κυβέρνησιν.
Από της λαθραίας αφίξεως εις Κύπρον του Στρατηγού Γρίβα, κατά Σεπτέμβριον του 1971, εκυκλοφόρουν φήμαι και υπήρχον βάσιμοι ενδείξεις, ότι ούτος ήλθεν εις Κύπρον κατά προτροπήν και ενθάρρυνσιν ωρισμένων εν Αθήναις κύκλων.
Βέβαιον πάντως είναι, ότι ο Γρίβας, από των πρώτων ημερών της ενταύθα αφίξεώς του, είχεν επαφήν μετά υπηρετούντων εις την Εθνικήν Φρουράν αξιωματικών εξ Ελλάδος, παρά των οποίων έτυχε βοηθείας και συμπαραστάσεως εις την προσπάθειάν του να σχηματίση παράνομον οργάνωσιν και να αγωνισθή, δήθεν, δια την Ένωσιν.
Και κατήρτησε την εγκληματικήν οργάνωσιν ‘ΕΟΚΑ Β’, η οποία κατέστη αιτία και πηγή πολλών δεινών δια την Κύπρον. Γνωστή είναι η δράσις της οργανώσεως αυτής, η οποία, υπό πατριωτικόν μανδύαν και ενωτικήν συνθηματολόγησιν, διέπραξε πολιτικάς δολοφονίας και πολλά άλλα εγκλήματα.
Η στελεχουμένη και ελεγχομένη υπό Ελλήνων αξιωματικών Εθνική Φρουρά υπήρξεν εξ αρχής ο εις έμψυχον και άψυχον υλικόν κυριώτερος τροφοδότης της ‘ΕΟΚΑ Β’, της οποίας τα μέλη και οι υποστηρικταί έλαβον τον εύφημoν τίτλον και αυτοαπεκλήθησαν ‘ενωτικοί’ και ‘ενωτική παράταξις’.
Πολλάκις διηρωτήθην, διατί μία παράνομος και επιζήμιος εθνικώς οργάνωσις, η οποία επιφέρει διαιρέσεις και διχονοίας, διανοίγει ρήγματα εις το εσωτερικόν μας μέτωπον και οδηγεί τον Κυπριακόν Ελληνισμόν προς εμφύλιον σπαραγμόν, υποστηρίζεται υπό Ελλήνων αξιωματικών;
Και πλειστάκις επίσης διηρωτήθην, κατά πόσον η τοιαύτη υποστήριξις τυγχάνει της εγκρίσεως της Ελληνικής Κυβερνήσεως;
Έκαμα διαφόρους σκέψεις και υποθετικούς συλλογισμούς, δια να εύρω λογικήν απάντησιν εις τας απορίας και τα ερωτήματά μου.
Ουδεμία απάντησις, υπό οιασδήποτε προϋποθέσεις και συλλογισμούς, ήτο δυνατόν να στηριχθή επί λογικής βάσεως. Αλλ’ αδιάψευστον πραγματικότητα αποτελεί η υποστήριξις της ‘ΕΟΚΑ Β’ υπό Ελλήνων αξιωματικών.
Τα εις διαφόρους περιοχάς της νήσου στρατόπεδα της Εθνικής Φρουράς και οι πλησίον αυτών χώροι κατακοσμούνται με συνθήματα υπέρ του Γρίβα και της ‘ΕΟΚΑ Β’, ως και με συνθήματα κατά της Κυπριακής Κυβερνήσεως, και ιδιαιτέρως κατ’εμού.
Εντός των στρατοπέδων της Εθνικής Φρουράς, απροκάλυπτος πολλάκις είναι η υπό των Ελλήνων αξιωματικών προπαγάνδα υπέρ της ‘ΕΟΚΑ Β’. Γνωστόν και αδιάψευστον είναι επίσης το γεγονός, ότι ο αντιπολιτευόμενος και υποστηρίζων την εγκληματικήν δραστηριότητα της ‘ΕΟΚΑ Β’ κυπριακός τύπος, έχων πηγήν χρηματοδοτήσεως τας Αθήνας, λαμβάνει καθοδήγησιν και γραμμήν από τους υπευθύνους του 2ου Επιτελικού Γραφείου και του εν Κύπρω Κλιμακίου της Ελληνικής Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (Κ.Υ.Π.). Είναι αληθές ότι, οσάκις διεβιβάζοντο υπ’εμού παράπονα προς την Ελληνικήν Κυβέρνησιν, δια την στάσιν και συμπεριφοράν ωρισμένων αξιωματικών, είχον την απάντησιν ότι δεν έπρεπε να διστάζω όπως καταγγέλλω αυτούς ονομαστικώς και αναφέρω τας συγκεκριμένας κατ’αυτών κατηγορίας, δια να ανακαλώνται εκ Κύπρου. Εις μίαν μόνον περίπτωσιν έπραξα τούτο. Μού είναι δυσάρεοτον το τοιούτον έργον.
Αλλά και το κακόν δεν θεραπεύεται δια της κατ’αυτόν τον τρόπον αντιμετωπίσεώς του.
Σημασίαν έχει η εκρίζωσις και πρόληψις του κακού, και ουχί απλώς η αντιμετώπισις των εκ τούτου επιπτώσεων. Λυπούμαι να είπω, κύριε Πρόεδρε, ότι η ρίζα του κακού είναι πολύ βαθεία και φθάνει μέχρις Αθηνών.
Εκείθεν τροφοδοτείται και εκείθεν συντηρείται και απλούται αναπτυσσόμενον το δένδρον του κακού, του οποίου τους πικρούς καρπούς γεύεται σήμερόν ο Κυπριακός Ελληνισμός.
Και δια να είμαι απολύτως σαφής, λέγω ότι στελέχη του στρατιωτικού καθεστώτος της Ελλάδος υποστηρίζουν και κατευθύνουν την δραστηριότητα της τρομοκρατικής οργανώσεως ‘ΕΟΚΑ Β’.
Εντεύθεν εξηγείται και η ανάμιξις Ελλήνων αξιωματικών της Εθνικής Φρουράς εις την παρανομίαν, την συνωμοσίαν και εις άλλας απαραδέκτους καταστάσεις.
Περί της ενοχής των κύκλων του στρατιωτικού καθεστώτος καταμαρτυρούν έγγραφα, τα οποία ευρέθησαν προσφάτως εις την κατοχήν ιθυνόντων στελεχών της ‘ΕΟΚΑ Β’.
Εκ του Εθνικού Κέντρου απεστέλλοντο αφθόνως χρήματα δια την συντήρησιν της οργανώσεως, εδίδοντο εντολαί δια την αρχηγίαν, μετά τον θάνατον του Γρίβα και την ανάκλησιν του μετ’αυτού ελθόντος εις Κύπρον ταγματάρχου Καρούσου, γενικώς δε εξ Αθηνών κατηυθύνοντο τα πάντα.
Η γνησιότης των εγγράφων τούτων δεν είναι δυνατόν να τεθή εν αμφιβόλω, διότι και τα δακτυλογραφημένα εξ αυτών έχουν διορθώσεις δια χειρός γενομένας και γνωστός είναι ο γραφικός χαρακτήρ του γράψαντος. Ενδεικτικώς επισυνάπτω έν τοιούτον έγγραφον.
Είχον πάντοτε ως αρχήν και επανειλημμένως εδήλωσα, ότι η συνεργασία μου μετά της εκάστοτε Ελληνικής Κυβερνήσεως αποτελεί δι’εμέ εθνικόν καθήκον. Το εθνικόν συμφέρον υπαγορεύει την αρμονικήν και στενήν συνεργασίαν Αθηνών και Λευκωσίας. Οιαδήποτε και αν ήτο η Κυβέρνησις της Ελλάδος, ήτο δι’εμέ η Κυβέρνησις της Μητρός Πατρίδος και έπρεπε να συνεργάζωμαι μετ’αυτής. Δεν δύναμαι να είπω ότι τρέφω ιδιαιτέραν συμπάθειαν προς στρατιωτικά καθεστώτα, και μάλιστα εις την Ελλάδα, την χώραν, η οποία εγέννησε και ελίκνισε την δημοκρατίαν.
Αλλά και εις αυτήν την περίπτωσιν δεν παρεξέκλινα της αρχής μου περί συνεργασίας.
Αντιλαμβάνεσθε όμως, κύριε Πρόεδρε, τας θλιβεράς σκέψεις αι οποίαι βασανιστικώς με απασχολούν, κατόπιν της διαπιστώσεως, ότι άνθρωποι της Κυβερνήσεως της Ελλάδος εξυφαίνουν αδιαλείπτως κατ’εμού συνωμοσίας και, όπερ το χειρότερον, διαιρούν και εξωθούν τον Κυπριακόν Ελληνισμόν εις την δι’ αλληλοσπαραγμού καταστροφήν.
Ουχί άπαξ μέχρι τούδε ησθάνθην, και εις τινας περιπτώσεις σχεδόν εψηλάφησα, εκτεινομένην αοράτως εξ Αθηνών χείρα, αναζητούσαν προς αφανισμόν την ανθρωπίνην ύπαρξίν μου.
Χάριν, όμως, εθνικής σκοπιμότητος, ετήρησα σιγήν. Και αυτό ακόμη το πονηρόν πνεύμα, υπό του οποίου εκυριεύθησαν οι τρεις καθαιρεθέντες Κύπριοι Μητροπολίται, οι μεγάλην κρίσιν προκαλέσαντες εν τη Εκκλησία, είχε πηγήν εκπορεύσεώς του τας Αθήνας. Ουδέν όμως, εν προκειμένω, είπον. Σκέπτομαι μόνον και διαλογίζομαι, προς τί πάντα ταύτα. Θα εξηκολούθουν δε να τηρώ σιγήν περί της ευθύνης και του ρόλου της Ελληνικής Κυβερνήσεως εις το σημερινόν δράμα της Κύπρου, εάν επί της σκηνής του δράματος ήμην ο μόνος πάσχων. Αλλ’ η συγκάλυψις και η σιωπή δεν επιτρέπονται, όταν πάσχη ολόκληρος ο Κυπριακός Ελληνισμός, όταν Έλληνες αξιωματικοί της Εθνικής Φρουράς, κατά προτροπήν εξ Αθηνών, υποστηρίζουν την ‘ΕΟΚΑ Β’ εις εγκληματικήν δραστηριότητα, περιλαμβάνουσαν πολιτικάς δολοφονίας και, γενικώς, αποσκοπούσαν εις την διάλυσιν του κράτους.
«Κύριε Πρόεδρε, Μετά βαθείας θλίψεως είμαι υποχρεωμένος να εκθέσω προς υμάς ωρισμένας απαραδέκτους εν Κύπρω καταστάσεις και γεγονότα, δια τα οποία θεωρώ υπεύθυνον την Ελληνικήν Κυβέρνησιν.
Από της λαθραίας αφίξεως εις Κύπρον του Στρατηγού Γρίβα, κατά Σεπτέμβριον του 1971, εκυκλοφόρουν φήμαι και υπήρχον βάσιμοι ενδείξεις, ότι ούτος ήλθεν εις Κύπρον κατά προτροπήν και ενθάρρυνσιν ωρισμένων εν Αθήναις κύκλων.
Βέβαιον πάντως είναι, ότι ο Γρίβας, από των πρώτων ημερών της ενταύθα αφίξεώς του, είχεν επαφήν μετά υπηρετούντων εις την Εθνικήν Φρουράν αξιωματικών εξ Ελλάδος, παρά των οποίων έτυχε βοηθείας και συμπαραστάσεως εις την προσπάθειάν του να σχηματίση παράνομον οργάνωσιν και να αγωνισθή, δήθεν, δια την Ένωσιν.
Και κατήρτησε την εγκληματικήν οργάνωσιν ‘ΕΟΚΑ Β’, η οποία κατέστη αιτία και πηγή πολλών δεινών δια την Κύπρον. Γνωστή είναι η δράσις της οργανώσεως αυτής, η οποία, υπό πατριωτικόν μανδύαν και ενωτικήν συνθηματολόγησιν, διέπραξε πολιτικάς δολοφονίας και πολλά άλλα εγκλήματα.
Η στελεχουμένη και ελεγχομένη υπό Ελλήνων αξιωματικών Εθνική Φρουρά υπήρξεν εξ αρχής ο εις έμψυχον και άψυχον υλικόν κυριώτερος τροφοδότης της ‘ΕΟΚΑ Β’, της οποίας τα μέλη και οι υποστηρικταί έλαβον τον εύφημoν τίτλον και αυτοαπεκλήθησαν ‘ενωτικοί’ και ‘ενωτική παράταξις’.
Πολλάκις διηρωτήθην, διατί μία παράνομος και επιζήμιος εθνικώς οργάνωσις, η οποία επιφέρει διαιρέσεις και διχονοίας, διανοίγει ρήγματα εις το εσωτερικόν μας μέτωπον και οδηγεί τον Κυπριακόν Ελληνισμόν προς εμφύλιον σπαραγμόν, υποστηρίζεται υπό Ελλήνων αξιωματικών;
Και πλειστάκις επίσης διηρωτήθην, κατά πόσον η τοιαύτη υποστήριξις τυγχάνει της εγκρίσεως της Ελληνικής Κυβερνήσεως;
Έκαμα διαφόρους σκέψεις και υποθετικούς συλλογισμούς, δια να εύρω λογικήν απάντησιν εις τας απορίας και τα ερωτήματά μου.
Ουδεμία απάντησις, υπό οιασδήποτε προϋποθέσεις και συλλογισμούς, ήτο δυνατόν να στηριχθή επί λογικής βάσεως. Αλλ’ αδιάψευστον πραγματικότητα αποτελεί η υποστήριξις της ‘ΕΟΚΑ Β’ υπό Ελλήνων αξιωματικών.
Τα εις διαφόρους περιοχάς της νήσου στρατόπεδα της Εθνικής Φρουράς και οι πλησίον αυτών χώροι κατακοσμούνται με συνθήματα υπέρ του Γρίβα και της ‘ΕΟΚΑ Β’, ως και με συνθήματα κατά της Κυπριακής Κυβερνήσεως, και ιδιαιτέρως κατ’εμού.
Εντός των στρατοπέδων της Εθνικής Φρουράς, απροκάλυπτος πολλάκις είναι η υπό των Ελλήνων αξιωματικών προπαγάνδα υπέρ της ‘ΕΟΚΑ Β’. Γνωστόν και αδιάψευστον είναι επίσης το γεγονός, ότι ο αντιπολιτευόμενος και υποστηρίζων την εγκληματικήν δραστηριότητα της ‘ΕΟΚΑ Β’ κυπριακός τύπος, έχων πηγήν χρηματοδοτήσεως τας Αθήνας, λαμβάνει καθοδήγησιν και γραμμήν από τους υπευθύνους του 2ου Επιτελικού Γραφείου και του εν Κύπρω Κλιμακίου της Ελληνικής Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (Κ.Υ.Π.). Είναι αληθές ότι, οσάκις διεβιβάζοντο υπ’εμού παράπονα προς την Ελληνικήν Κυβέρνησιν, δια την στάσιν και συμπεριφοράν ωρισμένων αξιωματικών, είχον την απάντησιν ότι δεν έπρεπε να διστάζω όπως καταγγέλλω αυτούς ονομαστικώς και αναφέρω τας συγκεκριμένας κατ’αυτών κατηγορίας, δια να ανακαλώνται εκ Κύπρου. Εις μίαν μόνον περίπτωσιν έπραξα τούτο. Μού είναι δυσάρεοτον το τοιούτον έργον.
Αλλά και το κακόν δεν θεραπεύεται δια της κατ’αυτόν τον τρόπον αντιμετωπίσεώς του.
Σημασίαν έχει η εκρίζωσις και πρόληψις του κακού, και ουχί απλώς η αντιμετώπισις των εκ τούτου επιπτώσεων. Λυπούμαι να είπω, κύριε Πρόεδρε, ότι η ρίζα του κακού είναι πολύ βαθεία και φθάνει μέχρις Αθηνών.
Εκείθεν τροφοδοτείται και εκείθεν συντηρείται και απλούται αναπτυσσόμενον το δένδρον του κακού, του οποίου τους πικρούς καρπούς γεύεται σήμερόν ο Κυπριακός Ελληνισμός.
Και δια να είμαι απολύτως σαφής, λέγω ότι στελέχη του στρατιωτικού καθεστώτος της Ελλάδος υποστηρίζουν και κατευθύνουν την δραστηριότητα της τρομοκρατικής οργανώσεως ‘ΕΟΚΑ Β’.
Εντεύθεν εξηγείται και η ανάμιξις Ελλήνων αξιωματικών της Εθνικής Φρουράς εις την παρανομίαν, την συνωμοσίαν και εις άλλας απαραδέκτους καταστάσεις.
Περί της ενοχής των κύκλων του στρατιωτικού καθεστώτος καταμαρτυρούν έγγραφα, τα οποία ευρέθησαν προσφάτως εις την κατοχήν ιθυνόντων στελεχών της ‘ΕΟΚΑ Β’.
Εκ του Εθνικού Κέντρου απεστέλλοντο αφθόνως χρήματα δια την συντήρησιν της οργανώσεως, εδίδοντο εντολαί δια την αρχηγίαν, μετά τον θάνατον του Γρίβα και την ανάκλησιν του μετ’αυτού ελθόντος εις Κύπρον ταγματάρχου Καρούσου, γενικώς δε εξ Αθηνών κατηυθύνοντο τα πάντα.
Η γνησιότης των εγγράφων τούτων δεν είναι δυνατόν να τεθή εν αμφιβόλω, διότι και τα δακτυλογραφημένα εξ αυτών έχουν διορθώσεις δια χειρός γενομένας και γνωστός είναι ο γραφικός χαρακτήρ του γράψαντος. Ενδεικτικώς επισυνάπτω έν τοιούτον έγγραφον.
Είχον πάντοτε ως αρχήν και επανειλημμένως εδήλωσα, ότι η συνεργασία μου μετά της εκάστοτε Ελληνικής Κυβερνήσεως αποτελεί δι’εμέ εθνικόν καθήκον. Το εθνικόν συμφέρον υπαγορεύει την αρμονικήν και στενήν συνεργασίαν Αθηνών και Λευκωσίας. Οιαδήποτε και αν ήτο η Κυβέρνησις της Ελλάδος, ήτο δι’εμέ η Κυβέρνησις της Μητρός Πατρίδος και έπρεπε να συνεργάζωμαι μετ’αυτής. Δεν δύναμαι να είπω ότι τρέφω ιδιαιτέραν συμπάθειαν προς στρατιωτικά καθεστώτα, και μάλιστα εις την Ελλάδα, την χώραν, η οποία εγέννησε και ελίκνισε την δημοκρατίαν.
Αλλά και εις αυτήν την περίπτωσιν δεν παρεξέκλινα της αρχής μου περί συνεργασίας.
Αντιλαμβάνεσθε όμως, κύριε Πρόεδρε, τας θλιβεράς σκέψεις αι οποίαι βασανιστικώς με απασχολούν, κατόπιν της διαπιστώσεως, ότι άνθρωποι της Κυβερνήσεως της Ελλάδος εξυφαίνουν αδιαλείπτως κατ’εμού συνωμοσίας και, όπερ το χειρότερον, διαιρούν και εξωθούν τον Κυπριακόν Ελληνισμόν εις την δι’ αλληλοσπαραγμού καταστροφήν.
Ουχί άπαξ μέχρι τούδε ησθάνθην, και εις τινας περιπτώσεις σχεδόν εψηλάφησα, εκτεινομένην αοράτως εξ Αθηνών χείρα, αναζητούσαν προς αφανισμόν την ανθρωπίνην ύπαρξίν μου.
Χάριν, όμως, εθνικής σκοπιμότητος, ετήρησα σιγήν. Και αυτό ακόμη το πονηρόν πνεύμα, υπό του οποίου εκυριεύθησαν οι τρεις καθαιρεθέντες Κύπριοι Μητροπολίται, οι μεγάλην κρίσιν προκαλέσαντες εν τη Εκκλησία, είχε πηγήν εκπορεύσεώς του τας Αθήνας. Ουδέν όμως, εν προκειμένω, είπον. Σκέπτομαι μόνον και διαλογίζομαι, προς τί πάντα ταύτα. Θα εξηκολούθουν δε να τηρώ σιγήν περί της ευθύνης και του ρόλου της Ελληνικής Κυβερνήσεως εις το σημερινόν δράμα της Κύπρου, εάν επί της σκηνής του δράματος ήμην ο μόνος πάσχων. Αλλ’ η συγκάλυψις και η σιωπή δεν επιτρέπονται, όταν πάσχη ολόκληρος ο Κυπριακός Ελληνισμός, όταν Έλληνες αξιωματικοί της Εθνικής Φρουράς, κατά προτροπήν εξ Αθηνών, υποστηρίζουν την ‘ΕΟΚΑ Β’ εις εγκληματικήν δραστηριότητα, περιλαμβάνουσαν πολιτικάς δολοφονίας και, γενικώς, αποσκοπούσαν εις την διάλυσιν του κράτους.
Εις την προσπάθειαν διαλύσεως της κρατικής υποστάσεως της Κύπρου, μεγάλη είναι η ευθύνη της Ελληνικής Κυβερνήσεως. Το Κυπριακόν κράτος πρέπει να διαλυθή μόνον εις περίπτωσιν Ενώσεως. Μη καθισταμένης, όμως, εφικτής της Ενώσεως, επιβάλλεται η ισχυροποίησις της κρατικής υποστάσεως της Κύπρου. Η Ελληνική Κυβέρνησις, δια της όλης στάσεώς της έναντι του θέματος της Εθνικής Φρουράς, ασκεί καταλυτικήν πολιτικήν επί του Κυπριακού κράτους.
Προ μηνών, το εξ Ελλήνων αξιωματικών αποτελούμενον Γενικόν Επιτελείον της Εθνικής Φρουράς υπέβαλεν εις την Κυπριακήν Κυβέρνησιν, προς έγκρισιν, κατάλογον υποψηφίων δοκίμων εφέδρων αξιωματικών, οίτινες θα εφοίτων εις ειδικήν οχολήν, δια να υπηρετήσουν ακολούθως, κατά την διάρκειαν της στρατιωτικής θητείας των, ως αξιωματικοί. Εκ του υποβληθέντος καταλόγου, δεν ενεκρίθησαν υπό του Υπουργικού Συμβουλίου πεντήκοντα επτά εκ των υποψηφίων. Ειδοποιήθη περί τούτου γραπτώς το Γενικόν Επιτελείον.
Παρά ταύτα, κατόπιν οδηγιών εξ Αθηνών, το Επιτελείον ουδόλως έλαβεν υπ’ όψιν την απόφασιν του Υπουργικού Συμβουλίου, έχοντος, βάσει νόμου, το απόλυτον δικαίωμα διορισμού αξιωματικών της Εθνικής Φρουράς.
Ενεργούν ασυδότως και αυθαιρέτως, το Γενικόν Επιτελείον κατεπάτησε νόμους, περιφρόνησε την απόφασιν της Κυπριακής Κυβερνήσεως, και ενέγραψεν εις την Σχολήν Αξιωματικών τους μη εγκριθέντας υποψηφίους.
Απολύτως απαράδεκτη, θεωρώ την τοιαύτην στάσιν του εκ της Ελληνικής Κυβερνήσεως εξαρτωμένου Γενικού Επιτελείου της Εθνικής Φρουράς. Η Εθνική Φρουρά είναι όργανον του Κυπριακού κράτους και υπ’αυτού πρέπει να ελέγχεται, και ουχί εξ Αθηνών. Η θεωρία περί ενιαίου αμυντικού χώρου Ελλάδος-Κύπρου έχει την συναισθηματικήν πλευράν της. Αλλ’ εν τη πραγματικότητι, διάφορος είναι η κατάστασις.
Η Εθνική Φρουρά, ως έχουν σήμερον η σύνθεσις και η στελέχωσίς της, εξετράπη του σκοπού της και κατέστη εκτροφείον παρανόμων, κέντρον συνωμοσιών κατά του κράτους και πηγή τροφοδοσίας της ‘ΕΟΚΑ Β’. Αρκεί να λεχθεί ότι, κατά την προσφάτως ενταθείσαν τρομοκρατικήν δραστηριότητα της ‘ΕΟΚΑ Β’, αυτοκίνητα της Εθνικής Φρουράς μετέφερον οπλισμόν και μετεκίνουν εν ασφαλεία μέλη της οργανώσεως, των οποίων επέκειτο η σύλληψις. Και δια την εκτροπήν αυτήν της Εθνικής Φρουράς απόλυτον την ευθύνην έχουν Έλληνες αξιωματικοί, μερικοί των οποίων είναι από ποδών μέχρι κεφαλής αναμεμιγμένοι και συμμέτοχοι εις την δραστηριότητα της ‘ΕΟΚΑ Β’. Και εις τούτο ευθύνης άμοιρον δεν είναι το Εθνικόν Κέντρον.
Ηδύνατο η Ελληνική Κυβέρνησις, δι’απλού νεύματός της, να θέση τέρμα εις την θλιβεράν αυτήν κατάστασιν. Ηδύνατο το Εθνικόν Κέντρον να διατάξη τον τερματισμόν της βίας και της τρομοκρατίας υπό της ‘ΕΟΚΑ Β’, διότι εξ Αθηνών αντλεί η οργάνωσις τα μέσα συντηρήσεως και την δύναμίν της, ως εγγράφως μαρτυρούν τεκμήρια και αποδείξεις.
Δεν έπραξεν, όμως, τούτο η Ελληνική Κυβέρνησις.
Ως ένδειξιν μιας ανεπιτρέπτου καταστάσεως, σημειώ ενταύθα παρενθετικώς, ότι και εις Αθήνας ανεγράφησαν προσφάτως συνθήματα κατ’εμού και υπέρ της ‘ΕΟΚΑ Β’, εις τους τοίχους ναών και άλλων κτιρίων, συμπεριλαμβανομένου και του κτιρίου της Κυπριακής Πρεσβείας.
Και η Ελληνική Κυβέρνησις, καίτοι γνωρίζει τους δράστας, ουδενός επεδίωξε την σύλληψιν και την τιμωρίαν, ανεχομένη κατ’αυτόν τον τρόπον προπαγάνδαν υπέρ της ‘ΕΟΚΑ Β’.
Πολλά έχω να είπω, κύριε Πρόεδρε, αλλά δεν νομίζω ότι πρέπει να μακρηγορήσω περισσότερον.
Και δια να καταλήξω, διαβιβάζω ότι η υπό Ελλήνων αξιωματικών στελεχουμένη Εθνική Φρουρά, της οποίας το κατάντημα εκλόνισε την προς αυτήν εμπιστοσύνην του Κυπριακού λαού, θα αναδιαρθρωθή επί νέας βάσεως.
Εμείωσα την στρατιωτικήν θητείαν, δια να ελαττωθή η οροφή της Εθνικής Φρουράς και το μέγεθος του κακού.
Πιθανώς να παρατηρηθή, ότι η ελάττωσις της δυνάμεως της Εθνικής Φρουράς, λόγω συντμήσεως της στρατιωτικής θητείας, δεν καθιστά αυτήν ικανήν να ανταποκριθή εις την αποστολήν της εν περιπτώσει εθνικού κινδύνου.
Δια λόγους, τους οποίους δεν επιθυμώ ενταύθα να εκθέσω, δεν συμμερίζομαι αυτήν την άποψιν.
Και θα παρεκάλουν, όπως ανακληθούν οι στελεχούντες την Εθνικήν Φρουράν αξιωματικοί εξ Ελλάδος. Η παραμονή των εις την Εθνικήν Φρουράν και η υπ’ αυτών διοίκησίς της θα είναι επιζήμιος εις τας σχέσεις Αθηνών και Λευκωσίας.
Θα ήμην, εν τούτοις, ευτυχής, εάν ηθέλετε να αποστείλητε εις Κύπρον περί τους εκατόν αξιωματικούς, ως εκπαιδευτάς και στρατιωτικούς συμβούλους, δια να βοηθήσουν εις την αναδιοργάνωσιν και αναδιάρθρωσιν των ενόπλων δυνάμεων της Κύπρου.
Ελπίζω, εν τω μεταξύ, να εδόθησαν εντολαί εξ Αθηνών εις την ‘ΕΟΚΑ Β’ όπως τερματίση την δραστηριότητά της, καίτοι, εφ’όσον αύτη δεν διαλύεται οριστικώς, δεν αποκλείεται νέον κύμα βίας και δολοφονιών.
Θλίβομαι, κύριε Πρόεδρε, διότι ευρέθην εις την ανάγκην να είπω πολλά δυσάρεστα, δια να περιγράψω εις αδράς γραμμάς, με γλώσσαν ωμής ειλικρινείας, την από μακρού υφισταμένην εν Κύπρω αξιοθρήνητον κατάστασιν.
Τούτο, όμως, επιβάλλει το εθνικόν συμφέρον, το οποίον έχω πάντοτε γνώμονα όλων των ενεργειών μου. Δεν επιθυμώ διακοπήν της συνεργασίας μου μετά της Ελληνικής Κυβερνήσεως.
Δέον, όμως, να ληφθή υπ’ όψιν, ότι δεν είμαι διωρισμένος νομάρχης ή τοποτηρητής εν Κύπρω της Ελληνικής Κυβερνήσεως, αλλ’ εκλεγμένος ηγέτης μεγάλου τμήματος του Ελληνισμού και απαιτώ ανάλογον προς εμέ συμπεριφοράν του Εθνικού Κέντρου.
Το περιεχόμενον της παρούσης δεν είναι απόρρητον.
Μετ’ εγκαρδίων ευχών,
Ο Κύπρου Μακάριος»
Προ μηνών, το εξ Ελλήνων αξιωματικών αποτελούμενον Γενικόν Επιτελείον της Εθνικής Φρουράς υπέβαλεν εις την Κυπριακήν Κυβέρνησιν, προς έγκρισιν, κατάλογον υποψηφίων δοκίμων εφέδρων αξιωματικών, οίτινες θα εφοίτων εις ειδικήν οχολήν, δια να υπηρετήσουν ακολούθως, κατά την διάρκειαν της στρατιωτικής θητείας των, ως αξιωματικοί. Εκ του υποβληθέντος καταλόγου, δεν ενεκρίθησαν υπό του Υπουργικού Συμβουλίου πεντήκοντα επτά εκ των υποψηφίων. Ειδοποιήθη περί τούτου γραπτώς το Γενικόν Επιτελείον.
Παρά ταύτα, κατόπιν οδηγιών εξ Αθηνών, το Επιτελείον ουδόλως έλαβεν υπ’ όψιν την απόφασιν του Υπουργικού Συμβουλίου, έχοντος, βάσει νόμου, το απόλυτον δικαίωμα διορισμού αξιωματικών της Εθνικής Φρουράς.
Ενεργούν ασυδότως και αυθαιρέτως, το Γενικόν Επιτελείον κατεπάτησε νόμους, περιφρόνησε την απόφασιν της Κυπριακής Κυβερνήσεως, και ενέγραψεν εις την Σχολήν Αξιωματικών τους μη εγκριθέντας υποψηφίους.
Απολύτως απαράδεκτη, θεωρώ την τοιαύτην στάσιν του εκ της Ελληνικής Κυβερνήσεως εξαρτωμένου Γενικού Επιτελείου της Εθνικής Φρουράς. Η Εθνική Φρουρά είναι όργανον του Κυπριακού κράτους και υπ’αυτού πρέπει να ελέγχεται, και ουχί εξ Αθηνών. Η θεωρία περί ενιαίου αμυντικού χώρου Ελλάδος-Κύπρου έχει την συναισθηματικήν πλευράν της. Αλλ’ εν τη πραγματικότητι, διάφορος είναι η κατάστασις.
Η Εθνική Φρουρά, ως έχουν σήμερον η σύνθεσις και η στελέχωσίς της, εξετράπη του σκοπού της και κατέστη εκτροφείον παρανόμων, κέντρον συνωμοσιών κατά του κράτους και πηγή τροφοδοσίας της ‘ΕΟΚΑ Β’. Αρκεί να λεχθεί ότι, κατά την προσφάτως ενταθείσαν τρομοκρατικήν δραστηριότητα της ‘ΕΟΚΑ Β’, αυτοκίνητα της Εθνικής Φρουράς μετέφερον οπλισμόν και μετεκίνουν εν ασφαλεία μέλη της οργανώσεως, των οποίων επέκειτο η σύλληψις. Και δια την εκτροπήν αυτήν της Εθνικής Φρουράς απόλυτον την ευθύνην έχουν Έλληνες αξιωματικοί, μερικοί των οποίων είναι από ποδών μέχρι κεφαλής αναμεμιγμένοι και συμμέτοχοι εις την δραστηριότητα της ‘ΕΟΚΑ Β’. Και εις τούτο ευθύνης άμοιρον δεν είναι το Εθνικόν Κέντρον.
Ηδύνατο η Ελληνική Κυβέρνησις, δι’απλού νεύματός της, να θέση τέρμα εις την θλιβεράν αυτήν κατάστασιν. Ηδύνατο το Εθνικόν Κέντρον να διατάξη τον τερματισμόν της βίας και της τρομοκρατίας υπό της ‘ΕΟΚΑ Β’, διότι εξ Αθηνών αντλεί η οργάνωσις τα μέσα συντηρήσεως και την δύναμίν της, ως εγγράφως μαρτυρούν τεκμήρια και αποδείξεις.
Δεν έπραξεν, όμως, τούτο η Ελληνική Κυβέρνησις.
Ως ένδειξιν μιας ανεπιτρέπτου καταστάσεως, σημειώ ενταύθα παρενθετικώς, ότι και εις Αθήνας ανεγράφησαν προσφάτως συνθήματα κατ’εμού και υπέρ της ‘ΕΟΚΑ Β’, εις τους τοίχους ναών και άλλων κτιρίων, συμπεριλαμβανομένου και του κτιρίου της Κυπριακής Πρεσβείας.
Και η Ελληνική Κυβέρνησις, καίτοι γνωρίζει τους δράστας, ουδενός επεδίωξε την σύλληψιν και την τιμωρίαν, ανεχομένη κατ’αυτόν τον τρόπον προπαγάνδαν υπέρ της ‘ΕΟΚΑ Β’.
Πολλά έχω να είπω, κύριε Πρόεδρε, αλλά δεν νομίζω ότι πρέπει να μακρηγορήσω περισσότερον.
Και δια να καταλήξω, διαβιβάζω ότι η υπό Ελλήνων αξιωματικών στελεχουμένη Εθνική Φρουρά, της οποίας το κατάντημα εκλόνισε την προς αυτήν εμπιστοσύνην του Κυπριακού λαού, θα αναδιαρθρωθή επί νέας βάσεως.
Εμείωσα την στρατιωτικήν θητείαν, δια να ελαττωθή η οροφή της Εθνικής Φρουράς και το μέγεθος του κακού.
Πιθανώς να παρατηρηθή, ότι η ελάττωσις της δυνάμεως της Εθνικής Φρουράς, λόγω συντμήσεως της στρατιωτικής θητείας, δεν καθιστά αυτήν ικανήν να ανταποκριθή εις την αποστολήν της εν περιπτώσει εθνικού κινδύνου.
Δια λόγους, τους οποίους δεν επιθυμώ ενταύθα να εκθέσω, δεν συμμερίζομαι αυτήν την άποψιν.
Και θα παρεκάλουν, όπως ανακληθούν οι στελεχούντες την Εθνικήν Φρουράν αξιωματικοί εξ Ελλάδος. Η παραμονή των εις την Εθνικήν Φρουράν και η υπ’ αυτών διοίκησίς της θα είναι επιζήμιος εις τας σχέσεις Αθηνών και Λευκωσίας.
Θα ήμην, εν τούτοις, ευτυχής, εάν ηθέλετε να αποστείλητε εις Κύπρον περί τους εκατόν αξιωματικούς, ως εκπαιδευτάς και στρατιωτικούς συμβούλους, δια να βοηθήσουν εις την αναδιοργάνωσιν και αναδιάρθρωσιν των ενόπλων δυνάμεων της Κύπρου.
Ελπίζω, εν τω μεταξύ, να εδόθησαν εντολαί εξ Αθηνών εις την ‘ΕΟΚΑ Β’ όπως τερματίση την δραστηριότητά της, καίτοι, εφ’όσον αύτη δεν διαλύεται οριστικώς, δεν αποκλείεται νέον κύμα βίας και δολοφονιών.
Θλίβομαι, κύριε Πρόεδρε, διότι ευρέθην εις την ανάγκην να είπω πολλά δυσάρεστα, δια να περιγράψω εις αδράς γραμμάς, με γλώσσαν ωμής ειλικρινείας, την από μακρού υφισταμένην εν Κύπρω αξιοθρήνητον κατάστασιν.
Τούτο, όμως, επιβάλλει το εθνικόν συμφέρον, το οποίον έχω πάντοτε γνώμονα όλων των ενεργειών μου. Δεν επιθυμώ διακοπήν της συνεργασίας μου μετά της Ελληνικής Κυβερνήσεως.
Δέον, όμως, να ληφθή υπ’ όψιν, ότι δεν είμαι διωρισμένος νομάρχης ή τοποτηρητής εν Κύπρω της Ελληνικής Κυβερνήσεως, αλλ’ εκλεγμένος ηγέτης μεγάλου τμήματος του Ελληνισμού και απαιτώ ανάλογον προς εμέ συμπεριφοράν του Εθνικού Κέντρου.
Το περιεχόμενον της παρούσης δεν είναι απόρρητον.
Μετ’ εγκαρδίων ευχών,
Ο Κύπρου Μακάριος»
Η επιστολή θεωρήθηκε – και ήταν – εχθρική και επιβεβαίωσε την «ορθή» (κατά τη χούντα) απόφαση για ανατροπή του, με πραξικόπημα.
Όπως προκύπτει από τα όσα έχουν γίνει γνωστά μέχρι σήμερα, αυτοί που ήξεραν το σχέδιο πραξικοπήματος, ήταν λίγοι. Για αυτό τον λόγο, πριν την 15η Ιουλίου, είχαν κληθεί στην Αθήνα στο Γενικό Επιτελείο Εθνικής Άμυνας, ο Αρχηγός της Εθνικής Φρουράς Αντιστράτηγος Ντενίσης, ο Διοικητής της ΕΛΔΥΚ Συνταγματάρχης Νικολαΐδης και ο Διευθυντής του 2ου Επιτελικού Γραφείου της Εθνικής Φρουράς Αντισυνταγματάρχης Μπούρλος. Όλοι παρέμειναν με εντολή Μπονάνου στην Αθήνα «για οδηγίες» , ώστε να μην βρίσκονται στη Κύπρο στις 15 Ιουλίου. Το τι έγινε είναι γνωστό, άλλωστε μας το θυμίζουν κάθε χρόνο οι σειρήνες που σκίζουν τον ουρανό των ελεύθερων περιοχών με τον ανατριχιαστικό ήχο τους.
Το σύνθημα «ο Αλέξανδρος εισήλθε εις κλινικήν» εστάλη την 15η Ιουλίου 1974 8:15 στις δυνάμεις που έλαβαν μέρος στο πραξικόπημα. Τα άρματα μπήκαν στο Προεδρικό Μέγαρο, την ώρα που ο Μακάριος δεχόταν Ελληνόπουλα από την Αίγυπτο.
Ο πρόεδρος φυγαδεύεται από το παράθυρο του γραφείου του λένε κάποιοι, από την πίσω πόρτα λένε κάποιοι άλλοι και πηγαίνει στην Πάφο. Από ένα τοπικό ραδιοφωνικό σταθμό στέλνει μήνυμα ότι είναι ζωντανός.
Αυτόπτης μάρτυρας του γεγονότος μου έθεσε την ερώτηση: «Πώς είναι δυνατόν μια υπό έμπειρων αξιωματικών σχεδιασμένη επιχείρηση σε ένα κτίριο, δεν προέβλεψε τον αποκλεισμό των διόδων διαφυγής;» Είμαι που είμαι δύσπιστος, μου φύτεψε την αμφιβολία.
Από την Πάφο ο πρόεδρος μετακινείται στην Βρετανική στρατιωτική βάση του Ακρωτηρίου. Οι Βρετανοί τον φυγαδεύουν αεροπορικώς στην Μάλτα και από εκεί στο Λονδίνο. Την 17/7/1974 συναντά τον βρετανό Πρωθυπουργό Χάρολτ Γουίλσον στον οποίο καταγγέλλει την Ελλάδα για εισβολή. Ο Γουίλσον μετά από αυτό ενημερώνει τον Τούρκο Πρωθυπουργό Ετσεβίτ, τον οποίο συναντά την ίδια ημέρα μετά τον Μακάριο. Οι Τούρκοι πλέον είναι ενήμεροι. Περιμένουν την ομιλία του Κύπριου προέδρου στα Η.Ε., για να αποκτήσουν νομική βάση οι ενέργειές τους σύμφωνα με την Συνθήκη Εγγυήσεως της Ζυρίχης.
Όπως προκύπτει από τα όσα έχουν γίνει γνωστά μέχρι σήμερα, αυτοί που ήξεραν το σχέδιο πραξικοπήματος, ήταν λίγοι. Για αυτό τον λόγο, πριν την 15η Ιουλίου, είχαν κληθεί στην Αθήνα στο Γενικό Επιτελείο Εθνικής Άμυνας, ο Αρχηγός της Εθνικής Φρουράς Αντιστράτηγος Ντενίσης, ο Διοικητής της ΕΛΔΥΚ Συνταγματάρχης Νικολαΐδης και ο Διευθυντής του 2ου Επιτελικού Γραφείου της Εθνικής Φρουράς Αντισυνταγματάρχης Μπούρλος. Όλοι παρέμειναν με εντολή Μπονάνου στην Αθήνα «για οδηγίες» , ώστε να μην βρίσκονται στη Κύπρο στις 15 Ιουλίου. Το τι έγινε είναι γνωστό, άλλωστε μας το θυμίζουν κάθε χρόνο οι σειρήνες που σκίζουν τον ουρανό των ελεύθερων περιοχών με τον ανατριχιαστικό ήχο τους.
Το σύνθημα «ο Αλέξανδρος εισήλθε εις κλινικήν» εστάλη την 15η Ιουλίου 1974 8:15 στις δυνάμεις που έλαβαν μέρος στο πραξικόπημα. Τα άρματα μπήκαν στο Προεδρικό Μέγαρο, την ώρα που ο Μακάριος δεχόταν Ελληνόπουλα από την Αίγυπτο.
Ο πρόεδρος φυγαδεύεται από το παράθυρο του γραφείου του λένε κάποιοι, από την πίσω πόρτα λένε κάποιοι άλλοι και πηγαίνει στην Πάφο. Από ένα τοπικό ραδιοφωνικό σταθμό στέλνει μήνυμα ότι είναι ζωντανός.
Αυτόπτης μάρτυρας του γεγονότος μου έθεσε την ερώτηση: «Πώς είναι δυνατόν μια υπό έμπειρων αξιωματικών σχεδιασμένη επιχείρηση σε ένα κτίριο, δεν προέβλεψε τον αποκλεισμό των διόδων διαφυγής;» Είμαι που είμαι δύσπιστος, μου φύτεψε την αμφιβολία.
Από την Πάφο ο πρόεδρος μετακινείται στην Βρετανική στρατιωτική βάση του Ακρωτηρίου. Οι Βρετανοί τον φυγαδεύουν αεροπορικώς στην Μάλτα και από εκεί στο Λονδίνο. Την 17/7/1974 συναντά τον βρετανό Πρωθυπουργό Χάρολτ Γουίλσον στον οποίο καταγγέλλει την Ελλάδα για εισβολή. Ο Γουίλσον μετά από αυτό ενημερώνει τον Τούρκο Πρωθυπουργό Ετσεβίτ, τον οποίο συναντά την ίδια ημέρα μετά τον Μακάριο. Οι Τούρκοι πλέον είναι ενήμεροι. Περιμένουν την ομιλία του Κύπριου προέδρου στα Η.Ε., για να αποκτήσουν νομική βάση οι ενέργειές τους σύμφωνα με την Συνθήκη Εγγυήσεως της Ζυρίχης.
Συνθήκη Εγγυήσεως (Κύπρος, Ελλάδα, Τουρκία, Ην. Βασίλειο)
Το πρωινό της 18ης Ιουλίου 1974 φτάνει στο Λονδίνο ο Τζόζεφ Σίσκο απεσταλμένος του Χένρι Κισσιγκερ. Την ίδια μέρα συναντά δύο φορές τον Τούρκο πρόεδρο Μπουλέντ Ετσεβίτ.
Ο Ετσεβίτ απαίτησε δύο αυτόνομες προσωρινές κυβερνήσεις στην Κύπρο. Στην πρωινή συνάντησή τους ο τούρκος πρωθυπουργός του παρουσίασε συγκεκριμένες ιδέες, ορισμένες από τις οποίες ταυτίζονταν με διχοτόμηση, τις οποίες του ζήτησε να τις παρουσιάσει στους Έλληνες. Ο Σίσκο του είπε ότι θα τις εξετάσει προσεκτικά και πως « ενδεικτικά ορισμένα σημεία είναι πιο δύσκολα από τα άλλα» και πως χρειαζόντουσαν χρόνο και οι βεβιασμένες ενέργειες έπρεπε να αποφευχθούν, διάλογος ήταν που χρειαζόταν μεταξύ των ενδιαφερομένων στο πνεύμα των συμφωνιών Ζυρίχης και Λονδίνου.
Στην απογευματινή συνάντηση ο Ετσεβίτ απαίτησε: δημιουργία δύο αυτόνομων προσωρινών κυβερνήσεων στην Κύπρο, μία για κάθε κοινότητα. Νέο νομικό καθεστώς θα δημιουργείτο με δύο προσωρινές κυβερνήσεις με τους εγγυητές της συνθήκης. Η τουρκική κοινότητα επίσης θα είχε ελεύθερη πρόσβαση σε όλα τα αεροδρόμια και λιμάνια, ή όλα θα διοικούνται από κοινού...»
Ο Σίσκο βρήκε ότι οι απαιτήσεις του Ετσεβίτ ήταν ακραίες και ότι οι μαξιμαλιστικές απαιτήσεις του χρειάζονταν μήνες διαπραγματεύσεων, αν μπορούσαν να τύχουν διαπραγμάτευσης. Ο Ετσεβίτ τον παρακάλεσε να μεταφέρει στην Αθήνα τις απαιτήσεις του και αν οι Έλληνες τις δέχονταν ίσως να μπορούσε να επιτευχθεί μια λύση αμοιβαίας συμφωνίας.
Σε αυτά τα Τουρκικά σχέδια, η Βρετανική κυβέρνηση είχε δώσει το πράσινο φώς από το προηγούμενο βράδυ.
- Άρθρο Ι: Η κυβέρνηση της Κύπρου αναλαμβάνει τη διατήρηση της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας, την ασφάλειά της, και το σεβασμό στο Σύνταγμά της. Η χώρα δεν μπορεί να προχωρήσει σε οποιαδήποτε πολιτική ή οικονομική ένωση με οποιοδήποτε άλλο κράτος.
- Άρθρο ΙΙ: Οι χώρες που συνήψαν τις συνθήκες αναγνωρίζονται ως εγγυήτριες της εδαφικής ακεραιότητας, της ασφάλειας και του σεβασμού στο Σύνταγμα και γι' αυτό αναλαμβάνουν την υποχρέωση να μην επιτρέψουν οποιαδήποτε προσπάθεια είτε ενώσεως του νησιού με άλλη χώρα είτε το διαμελισμό του.
- Άρθρος ΙΙΙ: Το Ηνωμένο Βασίλειο διατηρεί ανέπαφα τα δικαιώματά του και τη χρήση αυτών στις περιοχές που κατέχει.
- Άρθρο IV: Σε περίπωση παραβίασης των διατάξεων της συνθήκης, η Ελλάδα, η Τουρκία και το Ηνωμένο Βασίλειο υποχρεούνται να διαβουλευτούν όσον αφορά το τα αναγκαία μέτρα για να αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης. Σε περίπτωση που κοινή ή συντονισμένη ενέργεια δεν αποδειχθεί δυνατή, οποιαδήποτε από τις τρεις εγγυήτριες δυνάμεις έχει το δικαίωμα να ενεργήσει με μόνο σκοπό την αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης.
- Άρθρο V: Η Συνθήκη τίθεται σε ισχύ από την ημερομηνία υπογραφής της - ενώ τα συμβαλλόμενα μέρη οφείλουν να καταχωρήσουν την συνθήκη και στον ΟΗΕ.
Το πρωινό της 18ης Ιουλίου 1974 φτάνει στο Λονδίνο ο Τζόζεφ Σίσκο απεσταλμένος του Χένρι Κισσιγκερ. Την ίδια μέρα συναντά δύο φορές τον Τούρκο πρόεδρο Μπουλέντ Ετσεβίτ.
Ο Ετσεβίτ απαίτησε δύο αυτόνομες προσωρινές κυβερνήσεις στην Κύπρο. Στην πρωινή συνάντησή τους ο τούρκος πρωθυπουργός του παρουσίασε συγκεκριμένες ιδέες, ορισμένες από τις οποίες ταυτίζονταν με διχοτόμηση, τις οποίες του ζήτησε να τις παρουσιάσει στους Έλληνες. Ο Σίσκο του είπε ότι θα τις εξετάσει προσεκτικά και πως « ενδεικτικά ορισμένα σημεία είναι πιο δύσκολα από τα άλλα» και πως χρειαζόντουσαν χρόνο και οι βεβιασμένες ενέργειες έπρεπε να αποφευχθούν, διάλογος ήταν που χρειαζόταν μεταξύ των ενδιαφερομένων στο πνεύμα των συμφωνιών Ζυρίχης και Λονδίνου.
Στην απογευματινή συνάντηση ο Ετσεβίτ απαίτησε: δημιουργία δύο αυτόνομων προσωρινών κυβερνήσεων στην Κύπρο, μία για κάθε κοινότητα. Νέο νομικό καθεστώς θα δημιουργείτο με δύο προσωρινές κυβερνήσεις με τους εγγυητές της συνθήκης. Η τουρκική κοινότητα επίσης θα είχε ελεύθερη πρόσβαση σε όλα τα αεροδρόμια και λιμάνια, ή όλα θα διοικούνται από κοινού...»
Ο Σίσκο βρήκε ότι οι απαιτήσεις του Ετσεβίτ ήταν ακραίες και ότι οι μαξιμαλιστικές απαιτήσεις του χρειάζονταν μήνες διαπραγματεύσεων, αν μπορούσαν να τύχουν διαπραγμάτευσης. Ο Ετσεβίτ τον παρακάλεσε να μεταφέρει στην Αθήνα τις απαιτήσεις του και αν οι Έλληνες τις δέχονταν ίσως να μπορούσε να επιτευχθεί μια λύση αμοιβαίας συμφωνίας.
Σε αυτά τα Τουρκικά σχέδια, η Βρετανική κυβέρνηση είχε δώσει το πράσινο φώς από το προηγούμενο βράδυ.
Παρασκευή 19 Ιουλίου 1974 περί την 23.00 ώρα Λευκωσίας
Ο πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας εκφωνεί έμπροσθεν του συμβουλίου των Η.Ε. την παρακάτω ομιλία:
"Θα ήθελα πρώτα να εκφράσω τις θερμότερες ευχαριστίες μου προς τα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας, για το έντονο ενδιαφέρον τους ως προς την κρίσιμη κατάσταση που δημιουργήθηκε στην Κύπρο μετά το πραξικόπημα, που οργάνωσε το στρατιωτικό καθεστώς της Ελλάδας και που υλοποίησαν οι Έλληνες αξιωματικοί, που υπηρετούν και διοικούν την κυπριακή εθνοφρουρά.
Είμαι ιδιαίτερα ευγνώμων στο Συμβούλιο Ασφαλείας για τη συμφωνία του να αναβάλει τη συνεδρίαση αυτή μέχρι την άφιξή μου, δίνοντάς μου έτσι την ευκαιρία να παρουσιασθώ ενώπιόν του και να αναφερθώ στα πρόσφατα δραματικά γεγονότα της Κύπρου. Τα όσα συμβαίνουν στην Κύπρο, από την περασμένη Δευτέρα το πρωί, είναι μία πραγματική τραγωδία. Το στρατιωτικό καθεστώς της Ελλάδας παραβίασε κατάφωρα την ανεξαρτησία της Κύπρου. Χωρίς ίχνος σεβασμού για τα δημοκρατικά δικαιώματα του κυπριακού λαού, χωρίς ίχνος σεβασμού για την ανεξαρτησία και την κυριαρχία της Δημοκρατίας της Κύπρου, η ελληνική χούντα επεξέτεινε τη δικτατορία στο κυπριακό έδαφος. Είναι γεγονός, ότι εδώ και λίγο καιρό η πρόθεσή τους είχε γίνει φανερή. Ο κυπριακός λαός είχε την αίσθηση, εδώ και πολύ καιρό, ότι ετοιμαζόταν πραξικόπημα από την ελληνική χούντα, και η αίσθηση αυτή έγινε ακόμα εντονότερη τις τελευταίες εβδομάδες, όταν η τρομοκρατική οργάνωση "ΕΟΚΑ Β", υποκινούμενη από την Αθήνα, πολλαπλασίασε τις βιαιότητές της. Ανέκαθεν γνώριζα, ότι η παράνομη αυτή οργάνωση είχε τις ρίζες και τις πηγές ανεφοδιασμού της στην Αθήνα. Εδώ και καιρό αντιλήφθηκα, ότι οι Έλληνες, που υπηρετούσαν και διοικούσαν την εθνοφρουρά, στρατολογούσαν μέλη της οργάνωσης αυτής και την υποστήριζαν με διάφορους τρόπους, μέχρι που τη βοηθούσαν να έχει πρόσβαση στις αποθήκες πυρομαχικών της εθνοφρουράς. Στα στρατόπεδα της εθνοφρουράς, οι Έλληνες αξιωματικοί έκαναν ανοικτή προπαγάνδα υπέρ της παράνομης αυτής οργάνωσης, και μετέτρεψαν την εθνοφρουρά, από κρατικό όργανο, σε όργανο ανατροπής της εξουσίας. Κάθε φορά που, κατά καιρούς, παραπονέθηκα στην Αθήνα για την ανάρμοστη συμπεριφορά των Ελλήνων αξιωματικών της εθνοφρουράς, η απάντηση ήταν ότι, εάν παρουσίαζα ισχυρές αποδείξεις, οι ένοχοι θα ανακαλούντο στην Ελλάδα. Από την όλη στάση της μού δημιουργήθηκε η ορθή εντύπωση, ότι η μόνιμη απάντησή της αποτελούσε προσποίηση αθωότητας. Εδώ και λίγες ημέρες έφθασαν έγγραφα στα χέρια της αστυνομίας, που αποδεικνύουν σαφέστατα, ότι η "ΕΟΚΑ Β" δεν ήταν παρά παράρτημα του καθεστώτος των Αθηνών.
Ο πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας εκφωνεί έμπροσθεν του συμβουλίου των Η.Ε. την παρακάτω ομιλία:
"Θα ήθελα πρώτα να εκφράσω τις θερμότερες ευχαριστίες μου προς τα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας, για το έντονο ενδιαφέρον τους ως προς την κρίσιμη κατάσταση που δημιουργήθηκε στην Κύπρο μετά το πραξικόπημα, που οργάνωσε το στρατιωτικό καθεστώς της Ελλάδας και που υλοποίησαν οι Έλληνες αξιωματικοί, που υπηρετούν και διοικούν την κυπριακή εθνοφρουρά.
Είμαι ιδιαίτερα ευγνώμων στο Συμβούλιο Ασφαλείας για τη συμφωνία του να αναβάλει τη συνεδρίαση αυτή μέχρι την άφιξή μου, δίνοντάς μου έτσι την ευκαιρία να παρουσιασθώ ενώπιόν του και να αναφερθώ στα πρόσφατα δραματικά γεγονότα της Κύπρου. Τα όσα συμβαίνουν στην Κύπρο, από την περασμένη Δευτέρα το πρωί, είναι μία πραγματική τραγωδία. Το στρατιωτικό καθεστώς της Ελλάδας παραβίασε κατάφωρα την ανεξαρτησία της Κύπρου. Χωρίς ίχνος σεβασμού για τα δημοκρατικά δικαιώματα του κυπριακού λαού, χωρίς ίχνος σεβασμού για την ανεξαρτησία και την κυριαρχία της Δημοκρατίας της Κύπρου, η ελληνική χούντα επεξέτεινε τη δικτατορία στο κυπριακό έδαφος. Είναι γεγονός, ότι εδώ και λίγο καιρό η πρόθεσή τους είχε γίνει φανερή. Ο κυπριακός λαός είχε την αίσθηση, εδώ και πολύ καιρό, ότι ετοιμαζόταν πραξικόπημα από την ελληνική χούντα, και η αίσθηση αυτή έγινε ακόμα εντονότερη τις τελευταίες εβδομάδες, όταν η τρομοκρατική οργάνωση "ΕΟΚΑ Β", υποκινούμενη από την Αθήνα, πολλαπλασίασε τις βιαιότητές της. Ανέκαθεν γνώριζα, ότι η παράνομη αυτή οργάνωση είχε τις ρίζες και τις πηγές ανεφοδιασμού της στην Αθήνα. Εδώ και καιρό αντιλήφθηκα, ότι οι Έλληνες, που υπηρετούσαν και διοικούσαν την εθνοφρουρά, στρατολογούσαν μέλη της οργάνωσης αυτής και την υποστήριζαν με διάφορους τρόπους, μέχρι που τη βοηθούσαν να έχει πρόσβαση στις αποθήκες πυρομαχικών της εθνοφρουράς. Στα στρατόπεδα της εθνοφρουράς, οι Έλληνες αξιωματικοί έκαναν ανοικτή προπαγάνδα υπέρ της παράνομης αυτής οργάνωσης, και μετέτρεψαν την εθνοφρουρά, από κρατικό όργανο, σε όργανο ανατροπής της εξουσίας. Κάθε φορά που, κατά καιρούς, παραπονέθηκα στην Αθήνα για την ανάρμοστη συμπεριφορά των Ελλήνων αξιωματικών της εθνοφρουράς, η απάντηση ήταν ότι, εάν παρουσίαζα ισχυρές αποδείξεις, οι ένοχοι θα ανακαλούντο στην Ελλάδα. Από την όλη στάση της μού δημιουργήθηκε η ορθή εντύπωση, ότι η μόνιμη απάντησή της αποτελούσε προσποίηση αθωότητας. Εδώ και λίγες ημέρες έφθασαν έγγραφα στα χέρια της αστυνομίας, που αποδεικνύουν σαφέστατα, ότι η "ΕΟΚΑ Β" δεν ήταν παρά παράρτημα του καθεστώτος των Αθηνών.
Η κυβέρνηση των Αθηνών χορηγούσε οικονομική βοήθεια για τη συντήρηση της οργάνωσης, και τής έδινε λεπτομερείς οδηγίες για τις δραστηριότητές της. Θεώρησα αναγκαίο να στείλω μία επιστολή στον πρόεδρο της Ελλάδας, στρατηγό Γκιζίκη, ζητώντας του να δώσει εντολή για την κατάπαυση της βίας και της αιματοχυσίας και για τη διάλυση της "ΕΟΚΑ Β". Επίσης, τού ζήτησα να ανακληθούν οι Έλληνες της κυπριακής εθνοφρουράς, προσθέτοντας ότι σκοπεύω να μειώσω την αριθμητική δύναμη του σώματος αυτού και να το μεταφέρω σε κρατικό όργανο. Είχα την εντύπωση, ότι το καθεστώς των Αθηνών δεν επιθυμούσε τη μείωση των μελών της εθνοφρουράς, ούτε, βέβαια, την απομάκρυνση των Ελλήνων αξιωματικών.
Ακολούθως, με επισκέφθηκε ο Έλληνας πρεσβευτής στην Κύπρο, κατόπιν εντολής της κυβερνήσεώς του, για να μού εξηγήσει, ότι η αριθμητική μείωση των μελών της εθνοφρουράς ή η αποχώρηση των Ελλήνων αξιωματικών θα οδηγούσαν στην εξασθένιση της κυπριακής άμυνας, σε περίπτωση τουρκικού κινδύνου. Αυτό το επιχείρημα, παρόλο που φαινόταν λογικό, δεν ήταν καθόλου πειστικό, διότι γνώριζα, ότι πίσω από αυτό εκρύβοντο άλλα συμφέροντα. Απάντησα ότι, όπως έδειχναν να εξελίσσονται τα πράγματα, θεωρούσα τον τουρκικό κίνδυνο πιο ασήμαντο από τον ελληνικό. Και, όπως αποδείχθηκε, οι φόβοι μου ήσαν δικαιολογημένοι.
Το Σάββατο, 13 Ιουλίου, πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα συνάντηση υπό την προεδρία του στρατηγού Γκιζίκη, η οποία διήρκεσε πολλές ώρες. Παρόντες ήσαν ο Έλληνας διοικητής των ενόπλων δυνάμεων, ο πρεσβευτής της Ελλάδας στην Κύπρο, ο διοικητής της Εθνοφρουράς και άλλοι αξιωματούχοι. Σκοπός της συνάντησης αυτής ήταν να συζητηθεί το περιεχόμενο της επιστολής μου. Το σχετικό ανακοινωθέν, που εξεδόθη στο τέλος της συνάντησης, ανέφερε ότι η συνάντηση θα επαναληφθεί στις 15 Ιουλίου, ημέρα Δευτέρα. Αυτή η αναφορά ήταν παραπλανητική. Διότι, ενώ τη Δευτέρα περίμενα την απάντηση στην επιστολή μου, η απάντηση που ήρθε ήταν το πραξικόπημα.
Την ημέρα εκείνη επέστρεψα από την εξοχική μου κατοικία στο βουνό Τρόοδος, όπου βρισκόμουν το Σαββατοκύριακο, και στις 8:00 π.μ. έφθασα στο γραφείο μου, στο προεδρικό μέγαρο. Μισή ώρα αργότερα υποδέχθηκα στην αίθουσα δεξιώσεων μία ομάδα αγοριών και κοριτσιών, μελών της Ελληνικής Ορθόδοξης Νεολαίας Καΐρου, που είχαν έρθει στην Κύπρο ως προσκεκλημένοι μου, για λίγες ημέρες. Καλά-καλά δεν πρόλαβα να τους καλωσορίσω, όταν ακούσθηκαν οι πρώτοι πυροβολισμοί. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα οι πυροβολισμοί πολλαπλασιάσθηκαν, και ένα μέλος της προεδρικής φρουράς με πληροφόρησε ότι τεθωρακισμένα άρματα και οχήματα είχαν περάσει την έξω πύλη και βρίσκοντο ήδη στο προαύλιο του προεδρικού μεγάρου, που εσείετο από τους βομβαρδισμούς. Σύντομα η κατάσταση έγινε κρίσιμη. Προσπάθησα να συνδεθώ τηλεφωνικά με το κτίριο της Κυπριακής Ραδιοφωνίας, για να στείλω ειδική ανακοίνωση ότι γινόταν επίθεση στο προεδρικό μέγαρο, αλλά αντιλήφθηκα ότι οι τηλεφωνικές γραμμές είχαν διακοπεί. Οι πυροβολισμοί αυξάνοντο συνεχώς. Νομίζω, ότι σώθηκα ως εκ θαύματος της θείας πρόνοιας. Όταν πλέον βρέθηκα στην περιοχή της Πάφου, απέστειλα ραδιοφωνικό μήνυμα στο λαό από έναν τοπικό ραδιοφωνικό σταθμό, πληροφορώντας τον ότι είμαι ζωντανός και ότι θα αγωνισθώ μαζί του ενάντια στη δικτατορία, που προσπαθεί να επιβάλει το ελληνικό καθεστώς.
Δεν σκοπεύω να απασχολήσω περισσότερο τα αξιότιμα μέλη του Συμβουλίου με την προσωπική μου περιπέτεια. Απλώς θα ήθελα να προσθέσω, ότι τη δεύτερη ημέρα της ένοπλης επίθεσης τα τεθωρακισμένα κατευθύνθηκαν προς την Πάφο, ενώ ταυτόχρονα ένα μικρό πολεμικό πλοίο της εθνοφρουράς άρχισε να βομβαρδίζει τη μητρόπολη της Πάφου, όπου έμενα. Υπ'αυτές τις συνθήκες, θεώρησα φρονιμότερο να εγκαταλείψω την Κύπρο, παρά να πέσω στα χέρια της ελληνικής χούντας.
Είμαι ευγνώμων στη βρεττανική κυβέρνηση, που μού χορήγησε ελικόπτερο, το οποίο με μετέφερε από την Πάφο στις βρεττανικές βάσεις, και αεροπλάνο από τις βάσεις στο Λονδίνο, μέσω Μάλτας. Είμαι επίσης ευγνώμων στον ειδικό αντιπρόσωπο του Γενικού Γραμματέα και στο διοικητή των ειδικών ειρηνευτικών δυνάμεων του Ο.Η.Ε. στην Κύπρο, για το ενδιαφέρον που έδειξαν για την ασφάλειά μου. Η παρουσία μου στην αίθουσα αυτή κατέστη δυνατή χάρις στη βοήθεια της βρεττανικής κυβέρνησης και των εκπροσώπων του Γενικού Γραμματέα, δρος Βαλντχάιμ. Το ενδιαφέρον τους για το άτομό μου, και για την κρίσιμη κατάσταση στην οποία βρίσκεται η Κύπρος, με συγκινεί ως τα μύχια της ψυχής μου.
Δεν γνωρίζω ακόμα όλες τις λεπτομέρειες της κρίσης, που δημιούργησε η ελληνική στρατιωτική κυβέρνηση στην Κύπρο. Φοβούμαι, ότι ο αριθμός των θυμάτων είναι μεγάλος και οι υλικές φθορές ανυπολόγιστες. Ωστόσο, πρωταρχικό μας μέλημα, τη στιγμή αυτή, είναι να δοθεί ένα τέλος στην τραγωδία.
Ακολούθως, με επισκέφθηκε ο Έλληνας πρεσβευτής στην Κύπρο, κατόπιν εντολής της κυβερνήσεώς του, για να μού εξηγήσει, ότι η αριθμητική μείωση των μελών της εθνοφρουράς ή η αποχώρηση των Ελλήνων αξιωματικών θα οδηγούσαν στην εξασθένιση της κυπριακής άμυνας, σε περίπτωση τουρκικού κινδύνου. Αυτό το επιχείρημα, παρόλο που φαινόταν λογικό, δεν ήταν καθόλου πειστικό, διότι γνώριζα, ότι πίσω από αυτό εκρύβοντο άλλα συμφέροντα. Απάντησα ότι, όπως έδειχναν να εξελίσσονται τα πράγματα, θεωρούσα τον τουρκικό κίνδυνο πιο ασήμαντο από τον ελληνικό. Και, όπως αποδείχθηκε, οι φόβοι μου ήσαν δικαιολογημένοι.
Το Σάββατο, 13 Ιουλίου, πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα συνάντηση υπό την προεδρία του στρατηγού Γκιζίκη, η οποία διήρκεσε πολλές ώρες. Παρόντες ήσαν ο Έλληνας διοικητής των ενόπλων δυνάμεων, ο πρεσβευτής της Ελλάδας στην Κύπρο, ο διοικητής της Εθνοφρουράς και άλλοι αξιωματούχοι. Σκοπός της συνάντησης αυτής ήταν να συζητηθεί το περιεχόμενο της επιστολής μου. Το σχετικό ανακοινωθέν, που εξεδόθη στο τέλος της συνάντησης, ανέφερε ότι η συνάντηση θα επαναληφθεί στις 15 Ιουλίου, ημέρα Δευτέρα. Αυτή η αναφορά ήταν παραπλανητική. Διότι, ενώ τη Δευτέρα περίμενα την απάντηση στην επιστολή μου, η απάντηση που ήρθε ήταν το πραξικόπημα.
Την ημέρα εκείνη επέστρεψα από την εξοχική μου κατοικία στο βουνό Τρόοδος, όπου βρισκόμουν το Σαββατοκύριακο, και στις 8:00 π.μ. έφθασα στο γραφείο μου, στο προεδρικό μέγαρο. Μισή ώρα αργότερα υποδέχθηκα στην αίθουσα δεξιώσεων μία ομάδα αγοριών και κοριτσιών, μελών της Ελληνικής Ορθόδοξης Νεολαίας Καΐρου, που είχαν έρθει στην Κύπρο ως προσκεκλημένοι μου, για λίγες ημέρες. Καλά-καλά δεν πρόλαβα να τους καλωσορίσω, όταν ακούσθηκαν οι πρώτοι πυροβολισμοί. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα οι πυροβολισμοί πολλαπλασιάσθηκαν, και ένα μέλος της προεδρικής φρουράς με πληροφόρησε ότι τεθωρακισμένα άρματα και οχήματα είχαν περάσει την έξω πύλη και βρίσκοντο ήδη στο προαύλιο του προεδρικού μεγάρου, που εσείετο από τους βομβαρδισμούς. Σύντομα η κατάσταση έγινε κρίσιμη. Προσπάθησα να συνδεθώ τηλεφωνικά με το κτίριο της Κυπριακής Ραδιοφωνίας, για να στείλω ειδική ανακοίνωση ότι γινόταν επίθεση στο προεδρικό μέγαρο, αλλά αντιλήφθηκα ότι οι τηλεφωνικές γραμμές είχαν διακοπεί. Οι πυροβολισμοί αυξάνοντο συνεχώς. Νομίζω, ότι σώθηκα ως εκ θαύματος της θείας πρόνοιας. Όταν πλέον βρέθηκα στην περιοχή της Πάφου, απέστειλα ραδιοφωνικό μήνυμα στο λαό από έναν τοπικό ραδιοφωνικό σταθμό, πληροφορώντας τον ότι είμαι ζωντανός και ότι θα αγωνισθώ μαζί του ενάντια στη δικτατορία, που προσπαθεί να επιβάλει το ελληνικό καθεστώς.
Δεν σκοπεύω να απασχολήσω περισσότερο τα αξιότιμα μέλη του Συμβουλίου με την προσωπική μου περιπέτεια. Απλώς θα ήθελα να προσθέσω, ότι τη δεύτερη ημέρα της ένοπλης επίθεσης τα τεθωρακισμένα κατευθύνθηκαν προς την Πάφο, ενώ ταυτόχρονα ένα μικρό πολεμικό πλοίο της εθνοφρουράς άρχισε να βομβαρδίζει τη μητρόπολη της Πάφου, όπου έμενα. Υπ'αυτές τις συνθήκες, θεώρησα φρονιμότερο να εγκαταλείψω την Κύπρο, παρά να πέσω στα χέρια της ελληνικής χούντας.
Είμαι ευγνώμων στη βρεττανική κυβέρνηση, που μού χορήγησε ελικόπτερο, το οποίο με μετέφερε από την Πάφο στις βρεττανικές βάσεις, και αεροπλάνο από τις βάσεις στο Λονδίνο, μέσω Μάλτας. Είμαι επίσης ευγνώμων στον ειδικό αντιπρόσωπο του Γενικού Γραμματέα και στο διοικητή των ειδικών ειρηνευτικών δυνάμεων του Ο.Η.Ε. στην Κύπρο, για το ενδιαφέρον που έδειξαν για την ασφάλειά μου. Η παρουσία μου στην αίθουσα αυτή κατέστη δυνατή χάρις στη βοήθεια της βρεττανικής κυβέρνησης και των εκπροσώπων του Γενικού Γραμματέα, δρος Βαλντχάιμ. Το ενδιαφέρον τους για το άτομό μου, και για την κρίσιμη κατάσταση στην οποία βρίσκεται η Κύπρος, με συγκινεί ως τα μύχια της ψυχής μου.
Δεν γνωρίζω ακόμα όλες τις λεπτομέρειες της κρίσης, που δημιούργησε η ελληνική στρατιωτική κυβέρνηση στην Κύπρο. Φοβούμαι, ότι ο αριθμός των θυμάτων είναι μεγάλος και οι υλικές φθορές ανυπολόγιστες. Ωστόσο, πρωταρχικό μας μέλημα, τη στιγμή αυτή, είναι να δοθεί ένα τέλος στην τραγωδία.
Όταν έφθασα στο Λονδίνο, πληροφορήθηκα το περιεχόμενο της ομιλίας του εκπροσώπου της ελληνικής χούντας στα Ηνωμένα Έθνη. Εξεπλάγην, με τον τρόπο που προσπαθούν να εξαπατήσουν την παγκόσμια κοινή γνώμη. Χωρίς καν να κοκκινίζει από ντροπή, η ελληνική χούντα προσπαθεί να απλοποιήσει την κατάσταση, ισχυριζόμενη ότι δεν έχει ανάμειξη στην ένοπλη επίθεση και ότι οι εξελίξεις των τελευταίων ημερών αποτελούν ενδοκοινοτική υπόθεση των Ελληνοκυπρίων. Δεν νομίζω ότι υπάρχουν άνθρωποι, που πιστεύουν τους ισχυρισμούς αυτούς. Το πραξικόπημα δεν έγινε υπό συνθήκες τέτοιες, που να το καθιστούν εσωτερικό ελληνοκυπριακό ζήτημα. Πρόκειται σαφώς για εισβολή εκ των έξω, μαζί με κατάφωρη παραβίαση της ανεξαρτησίας και της κυριαρχίας της Δημοκρατίας της Κύπρου. Το λεγόμενο πραξικόπημα είναι δημιούργημα των Ελλήνων αξιωματικών, που αποτελούν και διοικούν την εθνοφρουρά. Πρέπει, επίσης, να τονίσω το ότι η ελληνική δύναμη, που αποτελείται από 950 αξιωματικούς και στρατιώτες, οι οποίοι βρίσκονται στην Κύπρο δυνάμει της Συνθήκης Συμμαχίας, διεδραμάτισε πρωταρχικό ρόλο στην επιθετική αυτή υπόθεση κατά της Κύπρου. Η κατάληψη του αεροδρομίου έγινε από αξιωματικούς και στρατιώτες της ελληνικής δύναμης, που έχει το στρατόπεδό της κοντά στο αεροδρόμιο. Αρκεί να πούμε στο σημείο αυτό, πως ορισμένες φωτογραφίες, που δημοσίευσε ο παγκόσμιος τύπος, έδειχναν τεθωρακισμένα που ανήκουν στην ελληνική δύναμη. Από την άλλη πλευρά, Έλληνες αξιωματικοί, που υπηρετούσαν στην εθνοφρουρά, διηύθυναν τις επιχειρήσεις. Στις επιχειρήσεις αυτές στρατολογούσαν μέλη της τρομοκρατικής οργάνωσης "ΕΟΚΑ Β", τα οποία εξόπλιζαν με όπλα της εθνοφρουράς.
Εάν δεχθούμε πως δεν είχαν ανάμειξη οι Έλληνες αξιωματικοί της εθνοφρουράς, τότε πώς εξηγείται το γεγονός ότι μεταξύ των νεκρών υπήρχαν και Έλληνες αξιωματικοί, που η σορός τους μεταφέρθηκε και κηδεύθηκε στην Ελλάδα; Εάν δεχθούμε πως το πραξικόπημα δεν έγινε από Έλληνες αξιωματικούς, πώς εξηγούνται οι νυκτερινές πτήσεις των ελληνικών αερο-σκαφών, που μετέφεραν στην Κύπρο προσωπικό με πολιτικά και επέστρεφαν με νεκρούς και πληγωμένους; Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, ότι το πραξικόπημα οργανώθηκε από την ελληνική χούντα και εκτελέστηκε από αξιωματικούς και στρα-τιώτες της ελληνικής δύναμης στην Κύπρο. Άλλωστε, όλος ο παγκόσμιος τύπος περιέγραψε το πραξικόπημα ακριβώς έτσι.
Εάν δεχθούμε πως δεν είχαν ανάμειξη οι Έλληνες αξιωματικοί της εθνοφρουράς, τότε πώς εξηγείται το γεγονός ότι μεταξύ των νεκρών υπήρχαν και Έλληνες αξιωματικοί, που η σορός τους μεταφέρθηκε και κηδεύθηκε στην Ελλάδα; Εάν δεχθούμε πως το πραξικόπημα δεν έγινε από Έλληνες αξιωματικούς, πώς εξηγούνται οι νυκτερινές πτήσεις των ελληνικών αερο-σκαφών, που μετέφεραν στην Κύπρο προσωπικό με πολιτικά και επέστρεφαν με νεκρούς και πληγωμένους; Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, ότι το πραξικόπημα οργανώθηκε από την ελληνική χούντα και εκτελέστηκε από αξιωματικούς και στρα-τιώτες της ελληνικής δύναμης στην Κύπρο. Άλλωστε, όλος ο παγκόσμιος τύπος περιέγραψε το πραξικόπημα ακριβώς έτσι.
Το πραξικόπημα προκάλεσε μεγάλη αιματοχυσία και αφαίρεσε τη ζωή πολλών ανθρώπων. Αντιμετωπίσθηκε με την αποφασιστική αντίσταση των νομίμων δυνάμεων ασφαλείας και του ελληνοκυπριακού λαού. Μπορώ να πω με βεβαιότητα, ότι η αντίσταση και η αντίδραση του ελληνοκυπριακού λαού ενάντια στους συνωμότες θα συνεχισθεί, μέχρι να αποκατασταθούν η ελευθερία και τα δημοκρατικά δικαιώματα. Ο κυπριακός λαός ποτέ δεν θα υποκύψει στη δικτατορία, ακόμα κι αν, προς το παρόν, υπερισχύει η βάρβαρη βία των τεθωρακισμένων.
Μετά το πραξικόπημα, οι πράκτορες του ελληνικού καθεστώτος στην Κύπρο διόρισαν πρόεδρο έναν πασίγνωστο κακοποιό, το Νίκο Σαμψών, ο οποίος, με τη σειρά του, διόρισε υπουργούς γνωστά κακοποιά στοιχεία και οπαδούς της τρομοκρατικής οργάνωσης "ΕΟΚΑ Β".
Μπορεί να ισχυρίζονται μερικοί ότι όσα συνέβησαν στην Κύπρο αποτελούν επανάσταση, και ότι η νέα κυβέρνηση σχηματίστηκε με βάση τον επαναστατικό νόμο. Κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Δεν υπήρξε επανάσταση στην Κύπρο, που θα μπορούσε να θεωρηθεί εσωτερική υπόθεση. Υπήρξε εισβολή, που παραβίασε την ανεξαρτησία και την κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας. Και η εισβολή συνεχίζεται, και θα συνεχίζεται όσο θα υπάρχουν Έλληνες αξιωματικοί στην Κύπρο. Οι συνέπειες της εισβολής αυτής θα είναι καταλυτικές για την Κύπρο, εάν δεν επανέλθουμε στη συνταγματική ομαλότητα και εάν δεν αποκατασταθούν οι δημοκρατικές ελευθερίες.
Με σκοπό τον αποπροσανατολισμό της παγκόσμιας κοινής γνώμης, το στρατιωτικό καθεστώς της Ελλάδας ανακοίνωσε χθες τη βαθμιαία αντικατάσταση των Ελλήνων αξιωματικών της εθνοφρουράς. Το θέμα, όμως, δεν είναι η αντικατάστασή τους, αλλά η αποχώρησή τους. Η κίνηση αντικατάστασής τους σημαίνει παραδοχή, ότι οι Έλληνες αξιωματικοί, που υπηρετούν τώρα στην εθνοφρουρά, είναι οι ίδιοι με 'κείνους που έκαναν το πραξικόπημα. Όμως οι αξιωματικοί αυτοί δεν ενήργησαν με δική τους πρωτοβουλία, αλλά κατόπιν εντολής των Αθηνών, και η αντικατάστασή τους θα γίνει πάλι με εντολή της ελληνικής κυβέρνησης. Κατ'αυτόν τον τρόπο, η εθνοφρουρά θα παραμείνει για πάντα όργανο του ελληνικού στρατιωτικού καθεστώτος. Είμαι βέβαιος, ότι τα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας αντιλαμβάνονται το τέχνασμα αυτό.
Μπορεί να λεχθεί, πως η κυπριακή κυβέρνηση ήταν αυτή που ζήτησε από τους Έλληνες αξιωματικούς να επανδρώσουν την εθνοφρουρά. Μετά λύπης μου ομολογώ, ότι ήταν λάθος μου να τους εμπιστευθώ τόσο πολύ, διότι έκαναν κατάχρηση της εμπιστοσύνης μου αυτής και, αντί να βοηθήσουν στην προάσπιση της ανεξαρτησίας, της κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας της Κύπρου, έγιναν οι ίδιοι εισβολείς.
Επί μακρό χρονικό διάστημα διεξήχθησαν συνομιλίες μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, με σκοπό την εξεύρεση ειρηνικής λύσης για το Κυπριακό, πράγμα που επανειλημμένως έχει απασχολήσει το Συμβούλιο Ασφαλείας και την ολομέλεια των Ηνωμένων Εθνών. Ο αντιπρόσωπος του Γενικού Γραμματέα και δύο συνταγματολόγοι από την Ελλάδα και την Τουρκία παρακολούθησαν τις συνομιλίες αυτές. Το Συμβούλιο Ασφαλείας δύο φορές το χρόνο ανανέωσε τη θητεία της ειρηνευτικής δύναμης του Ο.Η.Ε. στην Κύπρο, εκφράζοντας κάθε φορά την ελπίδα του για τη σύντομη εξεύρεση λύσεως του προβλήματος. Δεν μπορούμε να πούμε, ότι μέχρι σήμερα σημειώθηκε ικανοποιητική πρόοδος στις συνομιλίες. Πώς μπορούσε, όμως, να υπάρξει πρόοδος, όταν η πολιτική της Αθήνας για την Κύπρο ήταν διπρόσωπη; Όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη είχαν συμφωνήσει, πως οι συνομιλίες διεξήγοντο με βάση την ανεξαρτησία. Το καθεστώς των Αθηνών συμφώνησε σ'αυτό, και επανειλημμένα ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών δήλωσε, ότι η θέση της Ελλάδας στο ζήτημα είναι σαφής.
Αν αυτό ήταν αλήθεια, γιατί τότε το στρατιωτικό καθεστώς της Ελλάδας δημιούργησε και υποστήριξε την τρομοκρατική οργάνωση "ΕΟΚΑ Β", που είχε στόχο την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα και της οποίας τα μέλη αυτοαποκαλούντο "ενωτικοί"; Στα στρατόπεδα της εθνοφρουράς, οι Έλληνες αξιωματικοί με κατηγορούσαν συνεχώς πως, ενώ η Ένωση ήταν δυνατή, εγώ υπονόμευα την πραγματοποίησή της. Όταν κάποιος τούς υπενθύμιζε πως η Ελλάδα είχε ξεκαθαρίσει τη θέση της πάνω σ'αυτό το θέμα, και ότι υποστήριζε την ανεξαρτησία, η απάντησή τους ήταν ότι δεν πρέπει να δίνει κανείς σημασία στα λόγια των διπλωματικών. Υπό τοιαύτας συνθήκας, πώς μπορούσαν οι συνομιλίες να φθάσουν σε θετικό αποτέλεσμα; Η διπρόσωπη πολιτική του ελληνικού καθεστώτος ήταν ένα από τα σημαντικότερα εμπόδια στην πρόοδο των συνομιλιών.
Μετά το πραξικόπημα, οι πράκτορες του ελληνικού καθεστώτος στην Κύπρο διόρισαν πρόεδρο έναν πασίγνωστο κακοποιό, το Νίκο Σαμψών, ο οποίος, με τη σειρά του, διόρισε υπουργούς γνωστά κακοποιά στοιχεία και οπαδούς της τρομοκρατικής οργάνωσης "ΕΟΚΑ Β".
Μπορεί να ισχυρίζονται μερικοί ότι όσα συνέβησαν στην Κύπρο αποτελούν επανάσταση, και ότι η νέα κυβέρνηση σχηματίστηκε με βάση τον επαναστατικό νόμο. Κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Δεν υπήρξε επανάσταση στην Κύπρο, που θα μπορούσε να θεωρηθεί εσωτερική υπόθεση. Υπήρξε εισβολή, που παραβίασε την ανεξαρτησία και την κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας. Και η εισβολή συνεχίζεται, και θα συνεχίζεται όσο θα υπάρχουν Έλληνες αξιωματικοί στην Κύπρο. Οι συνέπειες της εισβολής αυτής θα είναι καταλυτικές για την Κύπρο, εάν δεν επανέλθουμε στη συνταγματική ομαλότητα και εάν δεν αποκατασταθούν οι δημοκρατικές ελευθερίες.
Με σκοπό τον αποπροσανατολισμό της παγκόσμιας κοινής γνώμης, το στρατιωτικό καθεστώς της Ελλάδας ανακοίνωσε χθες τη βαθμιαία αντικατάσταση των Ελλήνων αξιωματικών της εθνοφρουράς. Το θέμα, όμως, δεν είναι η αντικατάστασή τους, αλλά η αποχώρησή τους. Η κίνηση αντικατάστασής τους σημαίνει παραδοχή, ότι οι Έλληνες αξιωματικοί, που υπηρετούν τώρα στην εθνοφρουρά, είναι οι ίδιοι με 'κείνους που έκαναν το πραξικόπημα. Όμως οι αξιωματικοί αυτοί δεν ενήργησαν με δική τους πρωτοβουλία, αλλά κατόπιν εντολής των Αθηνών, και η αντικατάστασή τους θα γίνει πάλι με εντολή της ελληνικής κυβέρνησης. Κατ'αυτόν τον τρόπο, η εθνοφρουρά θα παραμείνει για πάντα όργανο του ελληνικού στρατιωτικού καθεστώτος. Είμαι βέβαιος, ότι τα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας αντιλαμβάνονται το τέχνασμα αυτό.
Μπορεί να λεχθεί, πως η κυπριακή κυβέρνηση ήταν αυτή που ζήτησε από τους Έλληνες αξιωματικούς να επανδρώσουν την εθνοφρουρά. Μετά λύπης μου ομολογώ, ότι ήταν λάθος μου να τους εμπιστευθώ τόσο πολύ, διότι έκαναν κατάχρηση της εμπιστοσύνης μου αυτής και, αντί να βοηθήσουν στην προάσπιση της ανεξαρτησίας, της κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας της Κύπρου, έγιναν οι ίδιοι εισβολείς.
Επί μακρό χρονικό διάστημα διεξήχθησαν συνομιλίες μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, με σκοπό την εξεύρεση ειρηνικής λύσης για το Κυπριακό, πράγμα που επανειλημμένως έχει απασχολήσει το Συμβούλιο Ασφαλείας και την ολομέλεια των Ηνωμένων Εθνών. Ο αντιπρόσωπος του Γενικού Γραμματέα και δύο συνταγματολόγοι από την Ελλάδα και την Τουρκία παρακολούθησαν τις συνομιλίες αυτές. Το Συμβούλιο Ασφαλείας δύο φορές το χρόνο ανανέωσε τη θητεία της ειρηνευτικής δύναμης του Ο.Η.Ε. στην Κύπρο, εκφράζοντας κάθε φορά την ελπίδα του για τη σύντομη εξεύρεση λύσεως του προβλήματος. Δεν μπορούμε να πούμε, ότι μέχρι σήμερα σημειώθηκε ικανοποιητική πρόοδος στις συνομιλίες. Πώς μπορούσε, όμως, να υπάρξει πρόοδος, όταν η πολιτική της Αθήνας για την Κύπρο ήταν διπρόσωπη; Όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη είχαν συμφωνήσει, πως οι συνομιλίες διεξήγοντο με βάση την ανεξαρτησία. Το καθεστώς των Αθηνών συμφώνησε σ'αυτό, και επανειλημμένα ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών δήλωσε, ότι η θέση της Ελλάδας στο ζήτημα είναι σαφής.
Αν αυτό ήταν αλήθεια, γιατί τότε το στρατιωτικό καθεστώς της Ελλάδας δημιούργησε και υποστήριξε την τρομοκρατική οργάνωση "ΕΟΚΑ Β", που είχε στόχο την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα και της οποίας τα μέλη αυτοαποκαλούντο "ενωτικοί"; Στα στρατόπεδα της εθνοφρουράς, οι Έλληνες αξιωματικοί με κατηγορούσαν συνεχώς πως, ενώ η Ένωση ήταν δυνατή, εγώ υπονόμευα την πραγματοποίησή της. Όταν κάποιος τούς υπενθύμιζε πως η Ελλάδα είχε ξεκαθαρίσει τη θέση της πάνω σ'αυτό το θέμα, και ότι υποστήριζε την ανεξαρτησία, η απάντησή τους ήταν ότι δεν πρέπει να δίνει κανείς σημασία στα λόγια των διπλωματικών. Υπό τοιαύτας συνθήκας, πώς μπορούσαν οι συνομιλίες να φθάσουν σε θετικό αποτέλεσμα; Η διπρόσωπη πολιτική του ελληνικού καθεστώτος ήταν ένα από τα σημαντικότερα εμπόδια στην πρόοδο των συνομιλιών.
Υπό τις παρούσες συνθήκες, που επικρατούν στην Κύπρο, δεν δύναμαι να προβλέψω το μέλλον των συνομιλιών. Θα έλεγα, μάλλον, πως δεν υπάρχει μέλλον. Οποιαδήποτε συμφωνία που θα μπορούσε να επιτευχθεί δεν θα ήταν έγκυρη, διότι δεν υπάρχει εκλεγμένη ηγεσία για να χειρισθεί το θέμα. Το πραξικόπημα του στρατιωτικού καθεστώτος της Ελλάδας αποτελεί ανάσχεση της πορείας των συνομιλιών προς μία λύση. Επίσης, θα δημιουργήσει μία μόνιμη πηγή ανωμαλίας στην Κύπρο, οι συνέπειες της οποίας θα είναι βαθύτατες και μακρόχρονες, εάν επιτραπεί η κατάσταση αυτή να συνεχισθεί έστω και για βραχύ χρονικό διάστημα.
Καλώ τα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας να καταβάλουν κάθε δυνατή προσπάθεια, ώστε να τεθεί ένα τέλος στην αφύσικη αυτή κατάσταση, που δημιουργήθηκε με το πραξικόπημα των Αθηνών. Καλώ το Συμβούλιο Ασφαλείας να κάνει χρήση όλων των τρόπων και μέσων που διαθέτει, ώστε να αποκατασταθούν χωρίς καθυστέρηση η συνταγματική τάξη και τα δημοκρατικά δικαιώματα του λαού της Κύπρου.
Όπως ανέφερα ήδη, τα γεγονότα της Κύπρου δεν αποτελούν εσωτερική υπόθεση των Ελληνοκυπρίων. Αφορούν και επηρεάζουν και τους Τουρκοκυπρίους. Το πραξικόπημα της ελληνικής χούντας αποτελεί εισβολή, και οι συνέπειές του πλήττουν ολόκληρο τον κυπριακό λαό, Έλληνες και Τούρκους.
Τα Ηνωμένα Έθνη έχουν εγκαταστήσει μία ειρηνευτική δύναμη στην Κύπρο. Η παρουσία της δεν μπορεί να είναι αποτελεσματική υπό συνθήκες πραξικοπήματος. Το Συμβούλιο Ασφαλείας πρέπει να καλέσει το ελληνικό στρατιωτικό καθεστώς να αποσύρει τους Έλληνες αξιωματικούς, που υπηρετούν στην κυπριακή εθνοφρουρά, και να θέσει τέλος στην εισβολή τους στην Κύπρο.
Κύριε πρόεδρε. Πιστεύω, με όσα στοιχεία παρέθεσα ενώπιόν σας, να σάς έδωσα μία ολοκληρωμένη εικόνα της κατάστασης. Δεν έχω ουδεμία αμφιβολία, πως μία αρμόζουσα απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας θα θέσει τέλος στην εισβολή, και θα αποκαταστήσει την παραβιασμένη ανεξαρτησία της Κύπρου και τα δημοκρατικά δικαιώματα του κυπριακού λαού".-
Καλώ τα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας να καταβάλουν κάθε δυνατή προσπάθεια, ώστε να τεθεί ένα τέλος στην αφύσικη αυτή κατάσταση, που δημιουργήθηκε με το πραξικόπημα των Αθηνών. Καλώ το Συμβούλιο Ασφαλείας να κάνει χρήση όλων των τρόπων και μέσων που διαθέτει, ώστε να αποκατασταθούν χωρίς καθυστέρηση η συνταγματική τάξη και τα δημοκρατικά δικαιώματα του λαού της Κύπρου.
Όπως ανέφερα ήδη, τα γεγονότα της Κύπρου δεν αποτελούν εσωτερική υπόθεση των Ελληνοκυπρίων. Αφορούν και επηρεάζουν και τους Τουρκοκυπρίους. Το πραξικόπημα της ελληνικής χούντας αποτελεί εισβολή, και οι συνέπειές του πλήττουν ολόκληρο τον κυπριακό λαό, Έλληνες και Τούρκους.
Τα Ηνωμένα Έθνη έχουν εγκαταστήσει μία ειρηνευτική δύναμη στην Κύπρο. Η παρουσία της δεν μπορεί να είναι αποτελεσματική υπό συνθήκες πραξικοπήματος. Το Συμβούλιο Ασφαλείας πρέπει να καλέσει το ελληνικό στρατιωτικό καθεστώς να αποσύρει τους Έλληνες αξιωματικούς, που υπηρετούν στην κυπριακή εθνοφρουρά, και να θέσει τέλος στην εισβολή τους στην Κύπρο.
Κύριε πρόεδρε. Πιστεύω, με όσα στοιχεία παρέθεσα ενώπιόν σας, να σάς έδωσα μία ολοκληρωμένη εικόνα της κατάστασης. Δεν έχω ουδεμία αμφιβολία, πως μία αρμόζουσα απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας θα θέσει τέλος στην εισβολή, και θα αποκαταστήσει την παραβιασμένη ανεξαρτησία της Κύπρου και τα δημοκρατικά δικαιώματα του κυπριακού λαού".-
Οι Τούρκοι εισβολείς γνώριζαν και περίμεναν τον Αρχιεπίσκοπο να πραγματοποιήσει την ομιλία του, για να κατηγορήσει την Ελλάδα ότι «έκανε εισβολή» όπως είχε συμφωνήσει με τον βρετανό πρωθυπουργό Χάρολτ Γουίλσον και έτσι ξεκίνησαν την «επιχείρηση» της πρώτης εισβολής τους. (Κώστας Χατζηκωστής « Έξι Προεδρικά Πορτραίτα» και Φ.Α «Διζωνική vs Δημοκρατία 1955-2019»).
Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος εκφώνησε την ομιλία του στις 19/7/1974 στον ΟΗΕ στις 4.00 μ,μ. ώρα Νέας Υόρκης, 11 μ.μ. ώρα Λευκωσίας. Λίγα λεπτά μετά την λήξη της ομιλίας του, σύμφωνα με τον Δρ. Μουσταφά Ταρακσί 11.30 μ.μ. ώρα Λευκωσίας τα τουρκικά πολεμικά σκάφη πήραν διαταγή και αποχώρησαν από το λιμάνι της Μερσίνας. (Σελ. 186 βιβλίου «Διζωνική vs Δημοκρατία 1955-2019»). Για την ακρίβεια αναφέρει: «Αυτή η περίοδος αναμονής συνέχισε μέχρι τις 11.15 και ο Διοικητής των Μονάδων Ανάθεσης διέταξε την έναρξη της επιχείρησης … Από τις 11.30 μ.μ. ξεκίνησε η επιχείρηση.»
Ο Τουρκοκύπριος βουλευτής του ΑΚΕΛ κ. Νιαζί Κιζίλγιουρεκ έγραψε στο Sigmalive στις 20.7.2020
«Καθώς ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος ολοκλήρωνε την καταγγελτική εναντίον της χούντας ομιλία του στο Συμβούλιο Ασφαλείας την Παρασκευή 19 Ιουλίου, στο νησί η ώρα έδειχνε 22:30. Η τουρκική στρατιωτική επιχείρηση αναμενόταν να αρχίσει τις πρωινές ώρες της 20ης Ιουλίου του 1974, δηλαδή έξι-επτά ώρες μετά την ομιλία του ανατραπέντος προέδρου».
Λίγο μετά την 5η πρωϊνή στις 20 του μηνός, οι Τούρκοι με ναυτική απόβαση 40.000 στρατιωτών και με αεροπορική επιδρομή, άρχισαν την εξόντωση του ελληνικού πληθυσμού.
Οι μονάδες της Εθνικής Φρουράς και της ΕΛΔΥΚ αριθμούσαν γύρω στους 12.000 άνδρες, δεν διέθεταν σύγχρονα όπλα και το κυριότερο δεν είχαν αεροπορική κάλυψη.
Δυστυχώς ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος είχε πιστέψει ότι ο Ετσεβίτ και η Τουρκία ως εγγυήτρια δύναμη θα τον αποκαθι-στούσαν ως τον νόμιμο Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας συμφωνώντας μαζί του για την εκδίωξη όλων των Ελλήνων αξιωματικών. Παρόλο ότι γνώριζε πολύ καλά (ο Μακάριος) , η κυπριακή κυβέρνηση είχε πληροφορηθεί ένα χρόνο ενωρίτερα περιέργως με κάθε λεπτομέρεια για τα σχέδια της Τουρκίας για εισβολή στην Κύπρο από τον τότε Βρετανό Στρατιωτικό Ακόλουθο στην Βρετανική Ύπατη Αρμοστεία. (Χριστόδουλος Βενιαμίν «Τα δύσκολα Χρόνια. Αναμνήσεις μιας ζωής»).
«Όπως ο Ετσεβίτ δεν είχε πρόθεση να φέρει την ειρήνη στην Κύπρο, έτσι και ο Ντενκτάς δεν νοιαζόταν για τη διαφύλαξη της εδαφικής ακεραιότητας του νησιού» έγραψε ο κ. Κιζίλγιουρεκ.
Όχι μόνο δεν είχε πρόθεση να φέρει την ειρήνη αλλά είχε ενημερώσει τους Βρετανούς στις 17.7.1974 μέχρι που θα έφτανε η «γραμμή Αττίλα» που θα τραβούσε με τις αιματηρές βάρβαρες εισβολές του και σε τι αποσκοπούσε. Δηλαδή τον γεωγραφικό διαχωρισμό της Κυπριακής Δημοκρατίας σε δύο ομόσπονδες οντότητες (σχέδιο Δρ. Νιχάτ Ερίμ 1956). Τις οποίες είχε απορρίψει από το 1964/65 ο Γκάλο Πλάζα του ΟΗΕ.
Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος εκφώνησε την ομιλία του στις 19/7/1974 στον ΟΗΕ στις 4.00 μ,μ. ώρα Νέας Υόρκης, 11 μ.μ. ώρα Λευκωσίας. Λίγα λεπτά μετά την λήξη της ομιλίας του, σύμφωνα με τον Δρ. Μουσταφά Ταρακσί 11.30 μ.μ. ώρα Λευκωσίας τα τουρκικά πολεμικά σκάφη πήραν διαταγή και αποχώρησαν από το λιμάνι της Μερσίνας. (Σελ. 186 βιβλίου «Διζωνική vs Δημοκρατία 1955-2019»). Για την ακρίβεια αναφέρει: «Αυτή η περίοδος αναμονής συνέχισε μέχρι τις 11.15 και ο Διοικητής των Μονάδων Ανάθεσης διέταξε την έναρξη της επιχείρησης … Από τις 11.30 μ.μ. ξεκίνησε η επιχείρηση.»
Ο Τουρκοκύπριος βουλευτής του ΑΚΕΛ κ. Νιαζί Κιζίλγιουρεκ έγραψε στο Sigmalive στις 20.7.2020
«Καθώς ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος ολοκλήρωνε την καταγγελτική εναντίον της χούντας ομιλία του στο Συμβούλιο Ασφαλείας την Παρασκευή 19 Ιουλίου, στο νησί η ώρα έδειχνε 22:30. Η τουρκική στρατιωτική επιχείρηση αναμενόταν να αρχίσει τις πρωινές ώρες της 20ης Ιουλίου του 1974, δηλαδή έξι-επτά ώρες μετά την ομιλία του ανατραπέντος προέδρου».
Λίγο μετά την 5η πρωϊνή στις 20 του μηνός, οι Τούρκοι με ναυτική απόβαση 40.000 στρατιωτών και με αεροπορική επιδρομή, άρχισαν την εξόντωση του ελληνικού πληθυσμού.
Οι μονάδες της Εθνικής Φρουράς και της ΕΛΔΥΚ αριθμούσαν γύρω στους 12.000 άνδρες, δεν διέθεταν σύγχρονα όπλα και το κυριότερο δεν είχαν αεροπορική κάλυψη.
Δυστυχώς ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος είχε πιστέψει ότι ο Ετσεβίτ και η Τουρκία ως εγγυήτρια δύναμη θα τον αποκαθι-στούσαν ως τον νόμιμο Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας συμφωνώντας μαζί του για την εκδίωξη όλων των Ελλήνων αξιωματικών. Παρόλο ότι γνώριζε πολύ καλά (ο Μακάριος) , η κυπριακή κυβέρνηση είχε πληροφορηθεί ένα χρόνο ενωρίτερα περιέργως με κάθε λεπτομέρεια για τα σχέδια της Τουρκίας για εισβολή στην Κύπρο από τον τότε Βρετανό Στρατιωτικό Ακόλουθο στην Βρετανική Ύπατη Αρμοστεία. (Χριστόδουλος Βενιαμίν «Τα δύσκολα Χρόνια. Αναμνήσεις μιας ζωής»).
«Όπως ο Ετσεβίτ δεν είχε πρόθεση να φέρει την ειρήνη στην Κύπρο, έτσι και ο Ντενκτάς δεν νοιαζόταν για τη διαφύλαξη της εδαφικής ακεραιότητας του νησιού» έγραψε ο κ. Κιζίλγιουρεκ.
Όχι μόνο δεν είχε πρόθεση να φέρει την ειρήνη αλλά είχε ενημερώσει τους Βρετανούς στις 17.7.1974 μέχρι που θα έφτανε η «γραμμή Αττίλα» που θα τραβούσε με τις αιματηρές βάρβαρες εισβολές του και σε τι αποσκοπούσε. Δηλαδή τον γεωγραφικό διαχωρισμό της Κυπριακής Δημοκρατίας σε δύο ομόσπονδες οντότητες (σχέδιο Δρ. Νιχάτ Ερίμ 1956). Τις οποίες είχε απορρίψει από το 1964/65 ο Γκάλο Πλάζα του ΟΗΕ.
Μετά την έναρξη της Τουρκικής εισβολής η άμυνα της Κύπρου ήταν σε δύσκολη θέση. Η προσπάθεια αναχαίτισης των τουρκικών δυνάμεων από ένοπλα τμήματα της ελληνοκυπριακής πλευράς, είχε αρνητική εξέλιξη. Παρ' όλα αυτά, οι στρατιωτικές δυνάμεις της ΕΛΔΥΚ και της Εθνικής Φρουράς Κύπρου είχαν περιορίσει τα αρχικά σχέδια του Τουρκικού στρατού.
Την 21η Ιουλίου του 1974, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στρατιωτική επιχείρηση ενίσχυσης της άμυνας του αεροδρομίου της Λευκωσίας με την κωδική ονομασία "ΝΙΚΗ".
20 αεροπλάνα Noratlas και 10 Dacota θα μετέφεραν στο αεροδρόμιο της Λευκωσίας την Α' Μοίρα Καταδρομών κατά τη διάρκεια της νύχτας - σε απόλυτη σιγή ασυρμάτου - πτήση σε χαμηλό ύψος - χωρίς συνοδεία μαχητικών - προσγείωση - αποβίβαση καταδρομέων - επιστροφή στη Σούδα.
Αυθημερόν και ώρα 22:40 ξεκίνησε η απογείωση των αεροπλάνων, με χρονικό περιορισμό τα μεσάνυκτα της ίδιας μέρας. Μόνο όμως τα 15 αεροσκάφη Noratlas από τα 20 απογειώθηκαν στο χρονικό περιθώριο το οποίο προέβλεπε το σχέδιο. Τα υπόλοιπα αεροσκάφη (5 Noratlas και 10 C-47) παρέμειναν στο αεροδρόμιο της Σούδας. Αμέσως μετά το πέρας απογειώσεων των Noratlas από τη Σούδα στις 24:00 σύμφωνα με τον περιορισμό, δόθηκε σήμα από το Κέντρο επιχειρήσεων προς το Γ.Ε.Ε.Φ. Λευκωσίας με τη φράση «Έρχονται τα 15 πορτοκάλια».
Οι προσγειώσεις στο αεροδρόμιο της Λευκωσίας ξεκίνησαν στις 01:52 της 22ης Ιουλίου. Πρώτο προσγειώθηκε το "ΝΙΚΗ 2" στις 01:52, μετά το "ΝΙΚΗ 1" στις 01:55. Λόγω μη έγκαιρης ενημέρωσης των αμυνομένων στο αεροδρόμιο, τα αεροπλάνα χαρακτηρίστηκαν εχθρικά και άρχισαν να τα βάλουν με τα αντιαεροπορικά, με αποτέλεσμα το "ΝΙΚΗ 4" το οποίο βρισκόταν στο στάδιο προσγείωσης, να αρπάξει φωτιά και να συντριβεί 3 χιλιόμετρα πριν τον διάδρομο προσγείωσης. Τρίτο προσγειώθηκε το "ΝΙΚΗ 7" στις 02:18. Μετά προσγειώθηκε το "ΝΙΚΗ 3", το οποίο λόγω βλάβης στον έναν κινητήρα έφυγε από το ίχνος πτήσης του "ΝΙΚΗ 4" που καταρρίφθηκε και έφτασε στην τελική μετά και το "ΝΙΚΗ 7". Το "ΝΙΚΗ 6" εβλήθη σε πολλαπλά σημεία της ατράκτου και σχεδόν χωρίς μηχανές, χάρη στις προσπάθειες των πιλότων κατάφερε να προσγειωθεί.
Την 21η Ιουλίου του 1974, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στρατιωτική επιχείρηση ενίσχυσης της άμυνας του αεροδρομίου της Λευκωσίας με την κωδική ονομασία "ΝΙΚΗ".
20 αεροπλάνα Noratlas και 10 Dacota θα μετέφεραν στο αεροδρόμιο της Λευκωσίας την Α' Μοίρα Καταδρομών κατά τη διάρκεια της νύχτας - σε απόλυτη σιγή ασυρμάτου - πτήση σε χαμηλό ύψος - χωρίς συνοδεία μαχητικών - προσγείωση - αποβίβαση καταδρομέων - επιστροφή στη Σούδα.
Αυθημερόν και ώρα 22:40 ξεκίνησε η απογείωση των αεροπλάνων, με χρονικό περιορισμό τα μεσάνυκτα της ίδιας μέρας. Μόνο όμως τα 15 αεροσκάφη Noratlas από τα 20 απογειώθηκαν στο χρονικό περιθώριο το οποίο προέβλεπε το σχέδιο. Τα υπόλοιπα αεροσκάφη (5 Noratlas και 10 C-47) παρέμειναν στο αεροδρόμιο της Σούδας. Αμέσως μετά το πέρας απογειώσεων των Noratlas από τη Σούδα στις 24:00 σύμφωνα με τον περιορισμό, δόθηκε σήμα από το Κέντρο επιχειρήσεων προς το Γ.Ε.Ε.Φ. Λευκωσίας με τη φράση «Έρχονται τα 15 πορτοκάλια».
Οι προσγειώσεις στο αεροδρόμιο της Λευκωσίας ξεκίνησαν στις 01:52 της 22ης Ιουλίου. Πρώτο προσγειώθηκε το "ΝΙΚΗ 2" στις 01:52, μετά το "ΝΙΚΗ 1" στις 01:55. Λόγω μη έγκαιρης ενημέρωσης των αμυνομένων στο αεροδρόμιο, τα αεροπλάνα χαρακτηρίστηκαν εχθρικά και άρχισαν να τα βάλουν με τα αντιαεροπορικά, με αποτέλεσμα το "ΝΙΚΗ 4" το οποίο βρισκόταν στο στάδιο προσγείωσης, να αρπάξει φωτιά και να συντριβεί 3 χιλιόμετρα πριν τον διάδρομο προσγείωσης. Τρίτο προσγειώθηκε το "ΝΙΚΗ 7" στις 02:18. Μετά προσγειώθηκε το "ΝΙΚΗ 3", το οποίο λόγω βλάβης στον έναν κινητήρα έφυγε από το ίχνος πτήσης του "ΝΙΚΗ 4" που καταρρίφθηκε και έφτασε στην τελική μετά και το "ΝΙΚΗ 7". Το "ΝΙΚΗ 6" εβλήθη σε πολλαπλά σημεία της ατράκτου και σχεδόν χωρίς μηχανές, χάρη στις προσπάθειες των πιλότων κατάφερε να προσγειωθεί.
Από ελληνοκυπριακά πυρά εβλήθη και το "ΝΙΚΗ 12" αλλά οι πιλότοι κατόρθωσαν να το προσγειώσουν χωρίς ανθρώπινες απώλειες. Τα υπόλοιπα αεροσκάφη κατάφεραν και αυτά να προσγειωθούν με λιγότερες ζημιές. Δύο αεροπλάνα δεν έφτασαν ποτέ στην Κύπρο και προσγειώθηκαν στην Ρόδο.
Σε αυτό το φιάσκο 4 αεροπόροι και 27 καταδρομείς του ΝΙΚΗ 4 έχασαν την ζωή τους κατά την πτώση.
Ο μοναδικός που επέζησε ήταν ο Θανάσης Ζαφειρίου, ο οποίος πήδηξε από το φλεγόμενο αεροσκάφος σε ένα χωράφι χωρίς αλεξίπτωτο. Όπως ο ίδιος ανέφερε πολλά χρόνια αργότερα: «Οι χειριστές ήταν νεκροί και το αεροσκάφος ακυβέρνητο δεχόταν πυρά. Είχαν πάρει φωτιά τα κασόνια με τις χειροβομβίδες δίπλα μου και ένιωθα να καίγομαι, κοίταζα για αλεξίπτωτο, αλλά δεν βρήκα πουθενά. Άνοιξα τη πόρτα του αεροσκάφους και πήδηξα στο κενό. Οι γονείς μου έκαναν την κηδεία και τα εννιάμερα, ενώ ήμουν ζωντανός».
Συγκλονιστική είναι η μαρτυρία του Κυριάκου Λάρκου ο οποίος το 1974 ήταν χειριστής στα κυπριακά αντιαεροπορικά πυροβόλα. «Μας είχαν δώσει διαταγή να είμαστε συνεχώς πάνω στο αντιαεροπορικό και όταν ακούσουμε βόμβο αεροπλάνου να ρίξουμε. Στη συνέχεια ήρθε μια δεύτερη διαταγή που έλεγε ότι αν δείτε πράσινη φωτοβολίδα να βάλλετε, αν δείτε κόκκινη να δεσμεύσετε τα πυροβόλα. Τα μεσάνυχτα ακούσαμε τις μηχανές των αεροσκαφών, είδαμε την πράσινη φωτοβολίδα και αρχίσαμε και ρίχναμε. Χτυπήσαμε ένα αεροπλάνο, έπεσε, αλλά εμείς δεν το είδαμε. Ήρθε ένας αξιωματικός και με οργισμένα ύφος μας είπε: ‘Ρε σεις, τι κάνατε, χτυπήσατε δικό μας αεροπλάνο; Έχω τύψεις γι’ αυτό που κάναμε. Εμείς εκτελούσαμε διαταγές και για μια διαταγή που δεν εκτελέσαμε, κοντέψανε να μας εκτελέσουν».
Ο Γιώργος Καλογήρου ο άνθρωπος που άθελά του κατέρριψε το Noratlas, διηγείται:
“Λίγο πριν νυχτώσει ήρθε κάποιος και μου είπε ότι η σημερινή νύχτα είναι επικίνδυνη. Υπάρχουν πληροφορίες ότι τη νύχτα ενδέχεται να έρθουν τούρκικα αεροπλάνα και ζήτησε να έχουμε τα μάτια μας δεκατέσσερα και να μην αφήσουμε να προσγειωθεί κανένα. Όταν άκουσα τον βόμβο του αεροπλάνου δεν μπόρεσα να το δω, είχε όλα τα φώτα σβηστά και ήμουν έτοιμος να το καταρρίψω. Μόλις πλησίασε, το σκόπευσα, του έριξα και αυτό ήταν. Το αεροπλάνο κατερρίφθη”.
Πάλι η κακοπιστία μου με οδηγεί σε αμφιβολίες όσον αφορά την ενημέρωση των υπερασπιστών του αεροδρομίου.
Όταν ξημέρωσε, ο τουρκικός σταθμός «Μπαΐράκ» μετέδιδε: «Τις πρώτες πρωινές σήμερα, 2.000 ημιάγριοι Κρητικοί Κομάντος κατέβηκαν στο αεροδρόμιο της Λευκωσίας κάτω από περιπετειώδεις συνθήκες…». Ο τότε Έφεδρος Ανθυπολο-χαγός Αποστολάκης που άκουσε στο ραδιόφωνο την είδηση, αναρωτιέται: «Αλήθεια από ποια πηγή πληροφόρησης γνώριζε το «Μπαϊράκ» ότι στα αεροσκάφη επέβαιναν Κρήτες καταδρομείς, τους οποίους μάλιστα χαρακτήριζε ημιάγριους;».
Στις 14 Αυγούστου, οι συνομιλίες της Γενεύης κατέρρευσαν και μόλις 1 ώρα μετά η Τουρκία ξεκίνησε δεύτερη επιχείρηση («Αττίλας ΙΙ»), κατά την οποία μέσα σε 3 ημέρες κατέλαβε το 36,2% του νησιού και εκτόπισε 120 χιλιάδες Ελληνοκύπριους, άλλες 20 χιλιάδες παρέμειναν εγκλωβισμένοι, ενώ συνολικά σκοτώθηκαν περίπου 3 χιλιάδες ελληνόφωνοι Κύπριοι.
Αμέσως μετά οι εισβολείς ξεκινούν τον εποικισμό του νησιού. Η πολιτική αυτή («πληθυσμιακή μηχανική») για αύξηση του τουρκικού στοιχείου ήταν μέρος σχεδίου του Δρ. Νιχάτ Ερίμ του 1956. Η διαρκής διοχέτευση πάσης προελεύσεως παράνομων λαθρομεταναστών συνεχίζεται.
Σε αυτό το φιάσκο 4 αεροπόροι και 27 καταδρομείς του ΝΙΚΗ 4 έχασαν την ζωή τους κατά την πτώση.
Ο μοναδικός που επέζησε ήταν ο Θανάσης Ζαφειρίου, ο οποίος πήδηξε από το φλεγόμενο αεροσκάφος σε ένα χωράφι χωρίς αλεξίπτωτο. Όπως ο ίδιος ανέφερε πολλά χρόνια αργότερα: «Οι χειριστές ήταν νεκροί και το αεροσκάφος ακυβέρνητο δεχόταν πυρά. Είχαν πάρει φωτιά τα κασόνια με τις χειροβομβίδες δίπλα μου και ένιωθα να καίγομαι, κοίταζα για αλεξίπτωτο, αλλά δεν βρήκα πουθενά. Άνοιξα τη πόρτα του αεροσκάφους και πήδηξα στο κενό. Οι γονείς μου έκαναν την κηδεία και τα εννιάμερα, ενώ ήμουν ζωντανός».
Συγκλονιστική είναι η μαρτυρία του Κυριάκου Λάρκου ο οποίος το 1974 ήταν χειριστής στα κυπριακά αντιαεροπορικά πυροβόλα. «Μας είχαν δώσει διαταγή να είμαστε συνεχώς πάνω στο αντιαεροπορικό και όταν ακούσουμε βόμβο αεροπλάνου να ρίξουμε. Στη συνέχεια ήρθε μια δεύτερη διαταγή που έλεγε ότι αν δείτε πράσινη φωτοβολίδα να βάλλετε, αν δείτε κόκκινη να δεσμεύσετε τα πυροβόλα. Τα μεσάνυχτα ακούσαμε τις μηχανές των αεροσκαφών, είδαμε την πράσινη φωτοβολίδα και αρχίσαμε και ρίχναμε. Χτυπήσαμε ένα αεροπλάνο, έπεσε, αλλά εμείς δεν το είδαμε. Ήρθε ένας αξιωματικός και με οργισμένα ύφος μας είπε: ‘Ρε σεις, τι κάνατε, χτυπήσατε δικό μας αεροπλάνο; Έχω τύψεις γι’ αυτό που κάναμε. Εμείς εκτελούσαμε διαταγές και για μια διαταγή που δεν εκτελέσαμε, κοντέψανε να μας εκτελέσουν».
Ο Γιώργος Καλογήρου ο άνθρωπος που άθελά του κατέρριψε το Noratlas, διηγείται:
“Λίγο πριν νυχτώσει ήρθε κάποιος και μου είπε ότι η σημερινή νύχτα είναι επικίνδυνη. Υπάρχουν πληροφορίες ότι τη νύχτα ενδέχεται να έρθουν τούρκικα αεροπλάνα και ζήτησε να έχουμε τα μάτια μας δεκατέσσερα και να μην αφήσουμε να προσγειωθεί κανένα. Όταν άκουσα τον βόμβο του αεροπλάνου δεν μπόρεσα να το δω, είχε όλα τα φώτα σβηστά και ήμουν έτοιμος να το καταρρίψω. Μόλις πλησίασε, το σκόπευσα, του έριξα και αυτό ήταν. Το αεροπλάνο κατερρίφθη”.
Πάλι η κακοπιστία μου με οδηγεί σε αμφιβολίες όσον αφορά την ενημέρωση των υπερασπιστών του αεροδρομίου.
Όταν ξημέρωσε, ο τουρκικός σταθμός «Μπαΐράκ» μετέδιδε: «Τις πρώτες πρωινές σήμερα, 2.000 ημιάγριοι Κρητικοί Κομάντος κατέβηκαν στο αεροδρόμιο της Λευκωσίας κάτω από περιπετειώδεις συνθήκες…». Ο τότε Έφεδρος Ανθυπολο-χαγός Αποστολάκης που άκουσε στο ραδιόφωνο την είδηση, αναρωτιέται: «Αλήθεια από ποια πηγή πληροφόρησης γνώριζε το «Μπαϊράκ» ότι στα αεροσκάφη επέβαιναν Κρήτες καταδρομείς, τους οποίους μάλιστα χαρακτήριζε ημιάγριους;».
Στις 14 Αυγούστου, οι συνομιλίες της Γενεύης κατέρρευσαν και μόλις 1 ώρα μετά η Τουρκία ξεκίνησε δεύτερη επιχείρηση («Αττίλας ΙΙ»), κατά την οποία μέσα σε 3 ημέρες κατέλαβε το 36,2% του νησιού και εκτόπισε 120 χιλιάδες Ελληνοκύπριους, άλλες 20 χιλιάδες παρέμειναν εγκλωβισμένοι, ενώ συνολικά σκοτώθηκαν περίπου 3 χιλιάδες ελληνόφωνοι Κύπριοι.
Αμέσως μετά οι εισβολείς ξεκινούν τον εποικισμό του νησιού. Η πολιτική αυτή («πληθυσμιακή μηχανική») για αύξηση του τουρκικού στοιχείου ήταν μέρος σχεδίου του Δρ. Νιχάτ Ερίμ του 1956. Η διαρκής διοχέτευση πάσης προελεύσεως παράνομων λαθρομεταναστών συνεχίζεται.
Η Τουρκία υποστηρίζει πως οι επιχειρήσεις ΑΤΤΙΛΑΣ Ι & ΙΙ αποτελούν ειρηνευτική επέμβαση νομιμοποιημένη από το άρθρο 4 της Συνθήκης Εγγυήσεων (συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου). Τόσο τα Ηνωμένα Έθνη όσο και το Συμβούλιο της Ευρώπης αλλά και πολλές χώρες χαρακτηρίζουν το αποτέλεσμα της εισβολής ως παράνομη στρατιωτική κατοχή.
Για την εμπλοκή του Ελληνόφθονος Υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ Χένρι Κίσινγκερ στην υπόθεση της Κύπρου, ο διεθνολόγος Χρήστος Ιακώβου αναφέρει μιλώντας στο Κυπριακό Πρακτορείο Ειδήσεων: «Γνώριζε για την Τουρκική εισβολή, την οποία παρασκηνιακώς ενεθάρρυνε ή τουλάχιστον δεν απέτρεψε, γιατί θεωρούσε ότι η μακρά διάρκεια του Κυπριακού θα μπορούσε να λυθεί μέσω μιας ελεγχόμενης κρίσης, χωρίς οι ΗΠΑ να χάσουν τον γεωστρατηγικό έλεγχο» και καταλήγει, «Σε όλο αυτό το διάστημα παρέμεινε πιστός σε αυτό που υποστήριξε με τη διατριβή του τη δεκαετία του 1950, ότι πρέπει να υπάρχει ένα ισοζύγιο δυνάμεων για να υπάρξει σταθερότητα και ειρήνη και πως η άσκηση πολιτικής από μια μεγάλη δύναμη πρέπει να είναι νόμιμη αλλά όχι κατ’ ανάγκη και δίκαιη ή συμβιβασμένη με το διεθνές δίκαιο, το οποίο ενίοτε θεωρούσε ως πεδίο που θα μπορούσε να παραβλέψει ή να προσαρμόσει στις ηγεμονικές σκοπιμότητες και αξιώσεις των ΗΠΑ».
Για την εμπλοκή του Ελληνόφθονος Υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ Χένρι Κίσινγκερ στην υπόθεση της Κύπρου, ο διεθνολόγος Χρήστος Ιακώβου αναφέρει μιλώντας στο Κυπριακό Πρακτορείο Ειδήσεων: «Γνώριζε για την Τουρκική εισβολή, την οποία παρασκηνιακώς ενεθάρρυνε ή τουλάχιστον δεν απέτρεψε, γιατί θεωρούσε ότι η μακρά διάρκεια του Κυπριακού θα μπορούσε να λυθεί μέσω μιας ελεγχόμενης κρίσης, χωρίς οι ΗΠΑ να χάσουν τον γεωστρατηγικό έλεγχο» και καταλήγει, «Σε όλο αυτό το διάστημα παρέμεινε πιστός σε αυτό που υποστήριξε με τη διατριβή του τη δεκαετία του 1950, ότι πρέπει να υπάρχει ένα ισοζύγιο δυνάμεων για να υπάρξει σταθερότητα και ειρήνη και πως η άσκηση πολιτικής από μια μεγάλη δύναμη πρέπει να είναι νόμιμη αλλά όχι κατ’ ανάγκη και δίκαιη ή συμβιβασμένη με το διεθνές δίκαιο, το οποίο ενίοτε θεωρούσε ως πεδίο που θα μπορούσε να παραβλέψει ή να προσαρμόσει στις ηγεμονικές σκοπιμότητες και αξιώσεις των ΗΠΑ».
Ο Μακάριος επέστρεψε στην Κύπρο τον Δεκέμβριο του ’74. Τρία χρόνια αργότερα, υπέγραψε με τον Ραούφ Ντενκτάς τη συμφωνία για διζωνική-δικοινοτική ομοσπονδία.
Τα παλληκάρια της 1ης ΜΑΛ ανδραγάθησαν στο μακελειό της Τουρκικής εισβολής. Χαρακτηριστική είναι η μορφή του θρύλου Μανώλη Μπικάκη καταδρομέα – αλεξιπτωτιστή. Γεννήθηκε το 1954 στο χωριό Ασή Γωνιά Χανίων, ένα δυσπρόσιτο τόπο στις απολήξεις των Λευκών Ορέων.
Ο Μανώλης Μπικάκης, 20 χρονών παλικάρι οπλισμένος με ένα ΠΑΟ 90 χιλ.(Πυροβόλο Άνευ Οπισθοδρομήσεως) και 8 βλήματα, βρέθηκε μαζί με άλλον ένα καταδρομέα στο πεδίο της μάχης. Κάτω από μια βροχή όλμων, βομβών και ριπές πολυβόλων, χάνονται μεταξύ τους. Ο ένας νομίζει τον άλλο νεκρό. Ο φίλος του Μπικάκη βρίσκει τους υπόλοιπους καταδρομείς και αναφέρει την απώλεια του. Ο Μανώλης κάποια στιγμή βρίσκεται αντιμέτωπος με μια Ίλη Τουρκικών αρμάτων που πίσω τους ακολουθούσε ένα τάγμα πεζικού, αλλά δεν οπισθοχώρησε. Ταμπουρώθηκε και όταν το πρώτο πλησίασε έριξε την πρώτη βολή και το κατέστρεψε, το δε πλήρωμα του το εγκατέλειψε πανικόβλητο. Άλλαξε θέση κουβαλώντας το ΠΑΟ και ακόμα 7 βλήματα. Το δεύτερο άρμα είχε χειρότερη τύχη. Δεν έζησε κανένας. Δημιουργήθηκε σύγχυση και τα επόμενα δύο τουρκικά άρματα άλλαξαν κατεύθυνση. Ο Μανώλης στόχευσε το επόμενο το οποίο επίσης κατέστρεψε. Ακολούθησε η καταστροφή ακόμα τριών τουρκικών αρμάτων και η επέλαση τους προς τη Λευκωσία σταμάτησε. Όταν είδε τους τούρκους στρατιώτες να τρέχουν να καλυφθούν σε ένα κτήριο, όπλισε και πάλι το ΠΑΟ. Τα δύο τελευταία βλήματα χτύπησαν το κτήριο στο οποίο είχε καλυφθεί το τουρκικό τάγμα πεζικού. Κανείς δεν ξέρει πόσοι σκοτώθηκαν. Κατάφερε μόνος του να αποτρέψει την τουρκική επίθεση η οποία στόχευε στη κατάληψη του Αγίου Δομετίου κάτι που θα σήμαινε περικύκλωση της Λευκωσίας και την αποκοπή πρόσβασης στο αεροδρόμιο. Μέσα στο κατακαλόκαιρο ο Μανώλης Μπικάκης κουβαλώντας ένα πολυβόλο που βρήκε στο ύψωμα και μετά από τριήμερη περιπλάνηση μέσα στην κόλαση, συνάντησε την μονάδα του.
Παρά το ότι ο διοικητής της 1ης Μοίρας Καταδρομών Ταγματάρχης Γιώργος Παπαμελετίου, υπέβαλε αναφορά για να παρασημοφορηθεί ο Μπικάκης, το ελληνικό κράτος εκώφευσε. Η πατρίδα τον άφησε να ξεχαστεί όπως ξεχάστηκαν και όλοι οι άλλοι που μάτωσαν ή άφησαν την ζωή τους στα Κυπριακά χώματα.
Ο Μανώλης παντρεύτηκε και έκανε οικογένεια εργαζόμενος ως οικοδόμος στη Κρήτη. Δεν διεκδίκησε ούτε δάφνες ούτε τιμές. Το 1994 βρήκε τραγικό θάνατο σε τροχαίο δυστύχημα στον δρόμο Κορίνθου – Πατρών. Πολλά χρόνια μετά το θάνατο του, όταν πλέον ήταν αργά για τον ίδιο, ο Μανώλης, ο ήρωας που τσάκισε τον Αττίλα, τιμήθηκε από το Ελληνικό Κράτος.
Τα παλληκάρια της 1ης ΜΑΛ ανδραγάθησαν στο μακελειό της Τουρκικής εισβολής. Χαρακτηριστική είναι η μορφή του θρύλου Μανώλη Μπικάκη καταδρομέα – αλεξιπτωτιστή. Γεννήθηκε το 1954 στο χωριό Ασή Γωνιά Χανίων, ένα δυσπρόσιτο τόπο στις απολήξεις των Λευκών Ορέων.
Ο Μανώλης Μπικάκης, 20 χρονών παλικάρι οπλισμένος με ένα ΠΑΟ 90 χιλ.(Πυροβόλο Άνευ Οπισθοδρομήσεως) και 8 βλήματα, βρέθηκε μαζί με άλλον ένα καταδρομέα στο πεδίο της μάχης. Κάτω από μια βροχή όλμων, βομβών και ριπές πολυβόλων, χάνονται μεταξύ τους. Ο ένας νομίζει τον άλλο νεκρό. Ο φίλος του Μπικάκη βρίσκει τους υπόλοιπους καταδρομείς και αναφέρει την απώλεια του. Ο Μανώλης κάποια στιγμή βρίσκεται αντιμέτωπος με μια Ίλη Τουρκικών αρμάτων που πίσω τους ακολουθούσε ένα τάγμα πεζικού, αλλά δεν οπισθοχώρησε. Ταμπουρώθηκε και όταν το πρώτο πλησίασε έριξε την πρώτη βολή και το κατέστρεψε, το δε πλήρωμα του το εγκατέλειψε πανικόβλητο. Άλλαξε θέση κουβαλώντας το ΠΑΟ και ακόμα 7 βλήματα. Το δεύτερο άρμα είχε χειρότερη τύχη. Δεν έζησε κανένας. Δημιουργήθηκε σύγχυση και τα επόμενα δύο τουρκικά άρματα άλλαξαν κατεύθυνση. Ο Μανώλης στόχευσε το επόμενο το οποίο επίσης κατέστρεψε. Ακολούθησε η καταστροφή ακόμα τριών τουρκικών αρμάτων και η επέλαση τους προς τη Λευκωσία σταμάτησε. Όταν είδε τους τούρκους στρατιώτες να τρέχουν να καλυφθούν σε ένα κτήριο, όπλισε και πάλι το ΠΑΟ. Τα δύο τελευταία βλήματα χτύπησαν το κτήριο στο οποίο είχε καλυφθεί το τουρκικό τάγμα πεζικού. Κανείς δεν ξέρει πόσοι σκοτώθηκαν. Κατάφερε μόνος του να αποτρέψει την τουρκική επίθεση η οποία στόχευε στη κατάληψη του Αγίου Δομετίου κάτι που θα σήμαινε περικύκλωση της Λευκωσίας και την αποκοπή πρόσβασης στο αεροδρόμιο. Μέσα στο κατακαλόκαιρο ο Μανώλης Μπικάκης κουβαλώντας ένα πολυβόλο που βρήκε στο ύψωμα και μετά από τριήμερη περιπλάνηση μέσα στην κόλαση, συνάντησε την μονάδα του.
Παρά το ότι ο διοικητής της 1ης Μοίρας Καταδρομών Ταγματάρχης Γιώργος Παπαμελετίου, υπέβαλε αναφορά για να παρασημοφορηθεί ο Μπικάκης, το ελληνικό κράτος εκώφευσε. Η πατρίδα τον άφησε να ξεχαστεί όπως ξεχάστηκαν και όλοι οι άλλοι που μάτωσαν ή άφησαν την ζωή τους στα Κυπριακά χώματα.
Ο Μανώλης παντρεύτηκε και έκανε οικογένεια εργαζόμενος ως οικοδόμος στη Κρήτη. Δεν διεκδίκησε ούτε δάφνες ούτε τιμές. Το 1994 βρήκε τραγικό θάνατο σε τροχαίο δυστύχημα στον δρόμο Κορίνθου – Πατρών. Πολλά χρόνια μετά το θάνατο του, όταν πλέον ήταν αργά για τον ίδιο, ο Μανώλης, ο ήρωας που τσάκισε τον Αττίλα, τιμήθηκε από το Ελληνικό Κράτος.
Απολογισμός Αττίλα Ι & ΙΙ: 1871 πεσόντες και 1619 αγνοούμενοι, Ελλαδίτες και Ελληνοκύπριοι
O Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ' γεννήθηκε στις 13 Αυγούστου 1913.
Σε νεαρή ηλικία γίνεται δόκιμος μοναχός στη Μονή Κύκκου.
Στις 7 Αυγούστου 1938 χειροτονήθηκε διάκονος και μετονομάστηκε από Μιχάλης σε Μακάριο.
Στις 8 Απριλίου 1948 εκλέχθηκε μητροπολίτης Κιτίου και στις 13 Ιουνίου χειροτονήθηκε επίσκοπος.
Στις 20 Οκτωβρίου 1950 εκλέχθηκε Αρχιεπίσκοπος και εθνάρχης, διαδεχόμενος τον Μακάριο Β'.
Στις 9 Μαρτίου 1956 εξορίζεται από την Αγγλική διοίκηση στις Σεϋχέλλες.
Στις 16 Αυγούστου του 1960 η Κύπρος ανακηρύσεται ανεξάρτητη δημοκρατία και ο Μακάριος αναλαμβάνει καθήκοντα Προέδρου, αφού κέρδισε τις εκλογές της 13ης Δεκεμβρίου 1959 με ποσοστό 66,29%.
Τον Φεβρουάριο του 1968 επανεκλέγεται Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Τον Φεβρουάριο του 1973 επανεκλέγεται για τρίτη φορά Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας
Στις 3 Αυγούστου του 1977 πέθανε από έμφραγμα.
Ο Εθνάρχης Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ΄ συμμεριζόμενος το παλλαϊκό αίσθημα, με μια εμπνευσμένη ομιλία κι ένα βαρύ όρκο, «Θα παραμείνωμεν πιστοί έως θανάτου εις το εθνικόν μας αίτημα», αναπτέρωσε και εδραίωσε τον λαϊκό πόθο για Ένωση με την Ελλάδα. Έως θανάτου είπε. Αργότερα, προϊόντος του χρόνου υπαναχώρησε πατώντας τον όρκο του, με αποτέλεσμα τον αλληλοσπαραγμό.
Ένα γινάτι, ένας εγωϊσμός ενός ανθρώπου της καταλλαγής, ενός εκπροσώπου του θεού που ήθελε να είναι Πρόεδρος και όχι Νομάρχης, έγραψε μια από τις πιο θλιβερές σελίδες στην Ελληνική Ιστορία.
O Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ' γεννήθηκε στις 13 Αυγούστου 1913.
Σε νεαρή ηλικία γίνεται δόκιμος μοναχός στη Μονή Κύκκου.
Στις 7 Αυγούστου 1938 χειροτονήθηκε διάκονος και μετονομάστηκε από Μιχάλης σε Μακάριο.
Στις 8 Απριλίου 1948 εκλέχθηκε μητροπολίτης Κιτίου και στις 13 Ιουνίου χειροτονήθηκε επίσκοπος.
Στις 20 Οκτωβρίου 1950 εκλέχθηκε Αρχιεπίσκοπος και εθνάρχης, διαδεχόμενος τον Μακάριο Β'.
Στις 9 Μαρτίου 1956 εξορίζεται από την Αγγλική διοίκηση στις Σεϋχέλλες.
Στις 16 Αυγούστου του 1960 η Κύπρος ανακηρύσεται ανεξάρτητη δημοκρατία και ο Μακάριος αναλαμβάνει καθήκοντα Προέδρου, αφού κέρδισε τις εκλογές της 13ης Δεκεμβρίου 1959 με ποσοστό 66,29%.
Τον Φεβρουάριο του 1968 επανεκλέγεται Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Τον Φεβρουάριο του 1973 επανεκλέγεται για τρίτη φορά Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας
Στις 3 Αυγούστου του 1977 πέθανε από έμφραγμα.
Ο Εθνάρχης Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ΄ συμμεριζόμενος το παλλαϊκό αίσθημα, με μια εμπνευσμένη ομιλία κι ένα βαρύ όρκο, «Θα παραμείνωμεν πιστοί έως θανάτου εις το εθνικόν μας αίτημα», αναπτέρωσε και εδραίωσε τον λαϊκό πόθο για Ένωση με την Ελλάδα. Έως θανάτου είπε. Αργότερα, προϊόντος του χρόνου υπαναχώρησε πατώντας τον όρκο του, με αποτέλεσμα τον αλληλοσπαραγμό.
Ένα γινάτι, ένας εγωϊσμός ενός ανθρώπου της καταλλαγής, ενός εκπροσώπου του θεού που ήθελε να είναι Πρόεδρος και όχι Νομάρχης, έγραψε μια από τις πιο θλιβερές σελίδες στην Ελληνική Ιστορία.
Πηγές:
https://cyprustimes.com www.mixanitouxronou.gr www.tovima.gr https://users.sch.gr https://typos-i.gr www.sigmalive.com www.defence-point.gr www.protothema.gr https://el.wikipedia.org www.philenews.com https://enromiosini.gr www.in.gr
http://autochthonesellhnes.blogspot.gr www.presidentialcommissioner.gov.cy https://youtu.be/kc_Jy4SqBTQ www.youtube.com/watch?v=kc_Jy4SqBTQ
Ήταν μια συνοπτική αναφορά στο μεγάλο θέμα που απασχολεί τον Ελληνισμό. Αν βρείτε ανακρίβεια συγχωρέστε με δεν είναι υστερόβουλη. Προσπάθησα μέσα από διασταυρώσεις των γεγονότων, να είμαι ακριβής. Δεν ξεχνώ βέβαια πως το ίχνος της γραφίδας, αφήνει στο κείμενο την οσμή του γράφοντος.
Αθήνα 5 Μαρτίου 2025 Ε Θ Α Ι Ο Σ
https://cyprustimes.com www.mixanitouxronou.gr www.tovima.gr https://users.sch.gr https://typos-i.gr www.sigmalive.com www.defence-point.gr www.protothema.gr https://el.wikipedia.org www.philenews.com https://enromiosini.gr www.in.gr
http://autochthonesellhnes.blogspot.gr www.presidentialcommissioner.gov.cy https://youtu.be/kc_Jy4SqBTQ www.youtube.com/watch?v=kc_Jy4SqBTQ
Ήταν μια συνοπτική αναφορά στο μεγάλο θέμα που απασχολεί τον Ελληνισμό. Αν βρείτε ανακρίβεια συγχωρέστε με δεν είναι υστερόβουλη. Προσπάθησα μέσα από διασταυρώσεις των γεγονότων, να είμαι ακριβής. Δεν ξεχνώ βέβαια πως το ίχνος της γραφίδας, αφήνει στο κείμενο την οσμή του γράφοντος.
Αθήνα 5 Μαρτίου 2025 Ε Θ Α Ι Ο Σ