Νερά στο χωριό. ΚΟΥΤΟΥΤΑ & άλλες ΠΗΓΕΣ 1955 -1980
Σύμφωνα με τους αρχαίους το νερό είναι ένα από τα τέσσερα βασικά στοιχεία της φύσης για την επιβίωση χλωρίδας και πανίδας (φωτιά, αέρας, γη, νερό). Τον καιρό που ήμουν παιδί αφθονούσε.
Σπάνια χρειαζόταν να πάρουμε μαζί μας νερό όταν πηγαίναμε στην εξοχή. Το καλοκαίρι στον τρύγο της σουλτανίνας στον Άγ. Νικόλαο, μας έστελναν με τον αδελφό μου με παγούρια και μπουκάλια στα κουτούτα του Ζουράρη στα Λειβαδάκια, σε μια απόσταση εκατό μέτρων από το αμπέλι. Τα κουτούτα ήσαν ανοίγματα στον δάμακα* διαστάσεων 1x1 περίπου, πήγαιναν μέσα οριζόντια περί τα δύο+ μέτρα, ενώ μπροστά άφηναν ανέπαφο τον δάμακα στο κάτω μισό ώστε να συγκρατεί το νερό, με ανοιχτό το άνω ημικύκλιο της πρόσοψης. Αφού ανακατεύαμε την επιφάνεια να φύγουν οι υδροβάτες, αυτά τα έντομα σαν μύγες με μακριά πόδια (δεν θυμάμαι πως τα λέγαμε στο χωριό), βουτούσαμε τα χρειασίδια* και τα γεμίζαμε. Το νερό στην δική μας στέρνα από την οποία ποτίζαμε τον παρακείμενο στο αμπέλι κήπο, είχε αβδέλλες και δεν το πίναμε. Η στέρνα ήταν αυτοτροφοδοτούμενη με πηγές στον πυθμένα της. Εκεί πιο μέσα σε ένα λιόφυτό μας, περνούσε το παλιό μονοπάτι το οποίο ήταν πάντα λασπουριά λόγω του νερού που περνούσε κάτω από την επιφάνεια. Όταν τρυγούσαμε το κρασάμπελο στην Λατσίδα είχαμε άλλη πηγή. Στα βράχια της κορυφής του λόφου πάνω σε μια επίπεδη εξέχουσα του βράχου πέτρα, έβγαινε νερό. Βάζαμε χώμα γύρω για να συγκρατείται και εκεί σκύβαμε και πίναμε.
Στα Κλιμάτσα η χωμάτινη στον δάμακα στέρνα μας από την οποία ποτίζαμε τον κήπο, ήταν γεμάτη βατράχια και γυρίνους. Στις Κουμαρτές τον νερό έτρεχε όλο το καλοκαίρι στο ρυάκι αλλά δεν πίναμε από εκεί. Πηγαίναμε πιο πίσω στην στέρνα του Λαμπούζου και πίναμε από την σωλήνα που την γέμιζε (με το νερό του ρυακιού). Για να ποτίσουμε αυτόν τον κήπο φεύγαμε νύχτα από το σπίτι ώστε το χάραμα να είμαστε εκεί. Αν πήγαινε άλλος να ποτίσει κήπο πιο πάνω από τον δικό μας, έκοβε το νερό και μέναμε απότιστοι. Όσο χαμηλότερα στην ρεματιά, τόσο ενωρίτερα το ξεκίνημα. Στο Πλατάνι ήταν η στέρνα του Καψάλη. Στον μέσα Δραϊμάνο με την μεγάλη κοινόχρηστη χτιστή στέρνα και τον τσιμεντένιο καταπότη δεν πίναμε. Πιο πέρα στον έξω Δραϊμάνο με όμοια στέρνα, ξεδιψούσαμε τα ζώα στο ρυάκι της υπερχείλισης μέσα από το οποίο περνούσαμε. |
Στον Τζενεράλιδο η ομώνυμη πηγή κάτω από τον Αϊ Γιώργη, με μεγάλη ροή πότιζε όλους τους κήπους της ρεματιάς και αργότερα άρχισε να υδρεύει γειτονικό χωριό.
Η Λίμνη με τα γεράνια στα αμέτρητα πηγάδια της, καταλάμβανε μια τεράστια έκταση με κήπους. Στις Βρυσίδες, στην Αγ. Παρασκευή (μέσα στο ιερό υπήρχε πηγή), στην Μίτσηβρύση στον Καραβάνο στέρνες με πηγές, στο Καβούσι, στον Πεύκο, στο Καρυδάκι πηγάδια, στις ρεματιές ρυάκια στα οποία ζούσαν πληθυσμοί καβρών* και άλλα που δεν θυμάμαι ή δεν ήξερα. Στο Σπυριδιανό, άχ το Σπυριδιανό! Τρεχούμενο ιαματικό νερό που διαλύει όπως λέγεται την πέτρα. Από τις άκρες της Κρήτης ερχόντουσαν με το λεωφορείο και γέμιζαν κανίστρες. Άλλοι γέμιζαν δοχεία τα μετέφεραν στην πόλη και το πουλούσαν σε μπουκάλια ως ιαματικό. Ακόμα σήμερα έρχονται και παίρνουν αυτό το νερό. ‘Ηταν η βόλτα μας κάποιες καλοκαιρινές αργίες αφού, ακριβώς εκεί ήταν το παρασκευαστήριο αεριούχων ποτών Σπυριδιανού, το λεμονατζίδικο του Καρούζου, του οποίου οι γκαζόζες μας ξεδιψούσαν. Τα σπίτια δεν είχαν ύδρευση. Υπήρχαν δύο δεξαμενές, μία προς τον Άλωνα και μία στους Αγίους Αναργύρους (δεν θυμάμαι πως γέμιζαν νερό) με κοινόχρηστες βρύσες, από τις οποίες υδρεύονταν το χωριό με στάμνες. Αργότερα η κοινότητα με υποχρεωτικά μεροκάματα των κατοίκων έφερε το νερό από την πηγή του Άϊ Αντώνη σε μια νέα δεξαμενή στον Άλωνα (στο πάνω μέρος του χωριού) και μετά ακολούθησε το δίκτυο πάλι με τον ίδιο τρόπο, που έφερε το νερό στα σπίτια. Νερά, παντού νερά ! Εκείνα τα χρόνια θυμάμαι είχαμε δυό και τρείς χιονιές κάθε χειμώνα. Χιονιές που το ύψος κάποιες φορές ξεπερνούσε το μισό μέτρο και κρατούσαν μια εβδομάδα. Νέοι και μεγαλύτεροι επιδίδονταν σε χιονοπόλεμο ενώ τα παιδιά φτιάχναμε υποχιόνιους διαδρόμους και περάσματα. Πολλές φορές δημιουργούνταν κρύσταλλα εκεί που έτρεχε ή έσταζε νερό. Χιόνια λοιπόν και πολλές βροχές, κρατούσαν γεμάτα τα ντεπόζιτα της Γης και εκείνη μας το επέστρεφε γενναιόδωρα στην επιφάνεια.
Λαχανικά κάθε είδους, εσπεριδοειδή, φρούτα κάθε είδους, αμπέλια, ελιές, σπαρτά, κάθε είδους δένδρα και φυτά σε αφθονία. Πολλές κληματαριές σκαρφαλωμένες σε κυπαρίσσια και άλλα δένδρα έδιναν χωρίς φροντίδα τα σταφύλια τους. Πολλά αφρόντιστα και ακαλλιέργητα δένδρα μέσα σε αγριάδες, έδιναν καρπούς. Όπου δεν φρόντιζε ο άνθρωπος, φρόντιζε η φύση μόνη της. Αλλά τότε δεν υπήρχαν αγγουανά*, ούτε ραντίσματα. Τότε λίγο απύρι* ρίχναμε στα φύλλα των αμπελιών και στάχτη στους κήπους, όσο για λίπασμα μόνο κοπριές των ζώων. Αυτός λέγεται ευλογημένος τόπος. *δάμακας = πρανές εδάφους μικρού ύψους *χρειασίδια = χρειαζούμενα σκεύη *αγγουανά = λιπάσματα *απύρι = θειάφι *καβροί = καβούρια Αθήνα 5 Φεβρουαρίου 2025 ΕΘΑΙΟΣ |