Κολύμπι στον αέρα
|
Από τα πολύ μικράτα, ο ύπνος μου κάθε βράδυ κατακλυζόταν από όνειρα.
Όνειρα εφιάλτες που με ανάγκαζαν να κοιμάμαι κουκουλωμένος. Υπήρχαν δωμάτια στο σπίτι που τα απέφευγα και την ημέρα, λόγω των συμβάντων του ύπνου. Την μια νύχτα με μια μορφή, την άλλη αλλιώς, πάντα το ίδιο όν στοίχειωνε τα όνειρα μου. Αναγκαζόμουν σε διαρκή πάλη στην οποία μειονεκτούσα, αλλά κάθε φορά κάτι συνέβαινε, κάτι εμφανιζόταν και ο εφιάλτης μου αποχωρούσε εγκαταλείποντας την μάχη. Ως το επόμενο βράδυ που ήξερα πλέον και περίμενα. Δεν με ξεγελούσε με όποια μορφή κι αν εμφανιζόταν. Και κράτησε πολλά χρόνια αυτός ο βραχνάς, κατά τον οποίο δεν ξεχώριζε το όναρ από το ύπαρ. Ποτέ δεν εξέλιπε. Σπανιώτατα πλέον μεν, αλλά δεν.
Δωδεκάχρονος πια ή κάπου εκεί, συνέβη η μεγάλη αλλαγή. Ήταν τόσο έντονο που όλα τα άλλα ξεθώριασαν μεμιάς και σιγά σιγά άρχισαν να αραιώνουν οι εφιάλτες.
Όνειρα εφιάλτες που με ανάγκαζαν να κοιμάμαι κουκουλωμένος. Υπήρχαν δωμάτια στο σπίτι που τα απέφευγα και την ημέρα, λόγω των συμβάντων του ύπνου. Την μια νύχτα με μια μορφή, την άλλη αλλιώς, πάντα το ίδιο όν στοίχειωνε τα όνειρα μου. Αναγκαζόμουν σε διαρκή πάλη στην οποία μειονεκτούσα, αλλά κάθε φορά κάτι συνέβαινε, κάτι εμφανιζόταν και ο εφιάλτης μου αποχωρούσε εγκαταλείποντας την μάχη. Ως το επόμενο βράδυ που ήξερα πλέον και περίμενα. Δεν με ξεγελούσε με όποια μορφή κι αν εμφανιζόταν. Και κράτησε πολλά χρόνια αυτός ο βραχνάς, κατά τον οποίο δεν ξεχώριζε το όναρ από το ύπαρ. Ποτέ δεν εξέλιπε. Σπανιώτατα πλέον μεν, αλλά δεν.
Δωδεκάχρονος πια ή κάπου εκεί, συνέβη η μεγάλη αλλαγή. Ήταν τόσο έντονο που όλα τα άλλα ξεθώριασαν μεμιάς και σιγά σιγά άρχισαν να αραιώνουν οι εφιάλτες.
Κολυμπούσα. Κολυμπούσα με απλωτές αλλά όχι στην θάλασσα. Ούτε σε λίμνη, σε στέρνα ή ποτάμι, ήμουνα έξω από το νερό. Στον αέρα κολυμπούσα. Ναι στον αέρα, με τις κινήσεις που κάνουμε στην θάλασσα και έβλεπα κάτω την αυλή του σπιτιού μας. Πρόσφατα είχε έρθει το ηλεκτρικό ρεύμα στο χωριό και τα σύρματα περνούσαν ακριβώς πάνω από την αυλόπορτα. Θυμάμαι που κολύμπησα πιο γρήγορα και δυνατά, για να ανέβω ψηλότερα και να τα αποφύγω. Ήταν μια όαση στις ταραγμένες μου νύχτες. Ένα σπουδαίο γεγονός έτσι μου φάνηκε, που με μέρεψε και άρχισα δειλά δειλά, να βγάζω το κεφάλι έξω από τα σκεπάσματα.
Από τότε ακολούθησαν κι άλλες πτήσεις, κατά τις οποίες το όνειρο με τον ίδιο ή άλλους τρόπους με έκανε κολυμβητή του αέρα. Τα πρωϊνά μου μετά από κάθε τέτοια νυχτερινή εμπειρία ήσαν πάντα υπέροχα. Χαρούμενος άνοιγα τα μάτια και ξεκινούσα την ημέρα με διάθεση να κατακτήσω τον κόσμο. Αυτή η πρώτη κολυμβητική πτήση σημάδεψε την ζωή μου. Το κολύμπι θέλει νερό και η πτήση αέρα μα εγώ τα συγκέρασα. Κολυμπούσα στον αέρα. Ανόητο λέτε; Εγώ λέω, υπέροχο.
Από τότε ακολούθησαν κι άλλες πτήσεις, κατά τις οποίες το όνειρο με τον ίδιο ή άλλους τρόπους με έκανε κολυμβητή του αέρα. Τα πρωϊνά μου μετά από κάθε τέτοια νυχτερινή εμπειρία ήσαν πάντα υπέροχα. Χαρούμενος άνοιγα τα μάτια και ξεκινούσα την ημέρα με διάθεση να κατακτήσω τον κόσμο. Αυτή η πρώτη κολυμβητική πτήση σημάδεψε την ζωή μου. Το κολύμπι θέλει νερό και η πτήση αέρα μα εγώ τα συγκέρασα. Κολυμπούσα στον αέρα. Ανόητο λέτε; Εγώ λέω, υπέροχο.
Μάϊος, 18άρης τελειόφοιτος του τότε Γυμνασίου και δεν είχα αποφασίσει ακόμα τι ήθελα να γίνω. Μαζεύτηκε το σόϊ, ήρθαν και συγγενείς που ζούσαν μακριά, για να κουβεντιάσουμε και να με συμβουλέψουν. Άρχισα να νοιώθω πιεσμένος και αποτυχών, γιατί δεν είχα ακόμα επιλέξει ένα δρόμο. Για να δώσω λύση στο πρόβλημα και διέξοδο στον κλοιό, αποφάσισα. Επέλεξα το πρώτο που αβίαστα βγήκε στην επιφάνεια του μυαλού μου. Χωρίς σκέψη, χωρίς έρευνα, συμβουλές ειδικών ή ότι άλλο. «Ικάρων». Αυθόρμητα και χωρίς να είναι ούτε κρυφό μου θέλω, ούτε ιδιαίτερη επιθυμία. Όλοι ικανοποιήθηκαν και αποχώρησαν δικαιωμένοι.
Τότε η πολεμική αεροπορία είχε τα F84F και τα F5 τα οποία ποτέ δεν είχα δει από κοντά, ούτε ήξερα πως είναι ένα μαχητικό αεροπλάνο. Τα έβλεπα που περνούσαν ψηλά αφού έμενα κοντά σε στρατιωτικό αεροδρόμιο άμεσης απογείωσης και αναχαίτισης, αλλά μέχρι εκεί.
Τότε η πολεμική αεροπορία είχε τα F84F και τα F5 τα οποία ποτέ δεν είχα δει από κοντά, ούτε ήξερα πως είναι ένα μαχητικό αεροπλάνο. Τα έβλεπα που περνούσαν ψηλά αφού έμενα κοντά σε στρατιωτικό αεροδρόμιο άμεσης απογείωσης και αναχαίτισης, αλλά μέχρι εκεί.
Τελικά δεν πέρασα στην Ικάρων, αλλά δεν στεναχωρήθηκα πολύ. Αμέσως πήρα δεύτερη απόφαση που σαν να την είχα και αυτή κρυμμένη μέσα μου σε μια ανείπωτη σκέψη, επέπλευσε μόλις την χρειάστηκα. «Εμποροπλοιάρχων». Δεν ήξερα μπάνιο αφού στην θάλασσα είχα μπεί όχι περισσότερο από δύο φορές. Κι εδώ άσχετος. Έδωσα εξετάσεις και πέρασα. Φόρεσα την μαύρη στολή του δοκίμου Πλοιάρχου (τότε την φορούσαμε υποχρεωτικά και καθημερινά) αλλά, αλλού πατούσα και αλλού βρισκόμουνα. Κατέβασα την επιφάνεια της θάλασσας κάτω από την σχολή περί τους δέκα πόντους, μέχρι να μάθω να επιπλέω. Γιατί τα λέω όλα αυτά; Για να γίνει αντιληπτό ότι όχι μόνο δεν είχα σχέση ούτε μεράκι για τα επαγγέλματα που διάλεξα, αλλά ήσαν τελείως αντίθετα με τον μέχρι τότε τρόπο ζωής μου.
Πλην του ονείρου. Με αυτό ήσαν και τα δύο σχετικά.
Πλην του ονείρου. Με αυτό ήσαν και τα δύο σχετικά.
Έγινα ναυτικός λοιπόν και έμαθα πιά να κολυμπώ στο νερό, που ήμουν αμάθητος. Σ΄ αυτό βοήθησαν και οι αχινοί που με ανάγκαζαν να σηκώνω τα πόδια μου από τον βυθό.
Ταξίδεψα και ήταν όμορφα. Τα πλοία είχαν τότε φιλικές σχέσεις με τις προβλήτες και έμεναν καιρό στα λιμάνια.
Γνώρισα τους Βίκινγκς πάνω από το Σκαγεράκι, τα στενά που μαλώνουν δυό θάλασσες. Σε αγκυροβόλιο της περιοχής το καταχείμωνο, ο Λοστρόμος υπακούοντας στην εντολή της γέφυρας «φούντο», έπιασε το φρένο της άγκυρας και το δέρμα του κόλλησε πάνω στο σίδερο. Τόσο ψύχος.
Πιο ψηλά στα μαγευτικά φιόρδ, η φύση κρατώντας τραχύ πινέλο παίζει με τον φλοιό της Γής και δημιουργεί ατίμητους πίνακες.
Κοιτάζοντας προς το μέρος που ο ήλιος κοιμάται, δεν χρειάστηκε πολύ να αναδυθούν από τον ορίζοντα οι Κασσιτερίδες νήσοι γηραιά Αλβιώνα και Ιέρνη της ύδρας που κρύβεται πίσω της. Στο θάμπος του δειλινού βλέπαμε βορειοδυτικά τα χιόνια που λαμπίριζαν πάνω στα βουνά της Θούλης του Πυθέα.
Ένας Ατλαντικός με κύμα που κοσκίνιζε την πρύμνη, μας οδήγησε στις εκβολές του Αγ. Λαυρεντίου, τις πύλες για τις μεγάλες λίμνες. Μόλις είχαν ανοίξει για φέτος αφού δεν προσφέρονταν πλέον για πατινάζ. Πλεύσαμε λοιπόν αντίθετα το ποτάμι και φτάσαμε μέχρι την μεγάλη λίμνη την Superior, που μας φιλοξένησε 27 ήμέρες. Από εδώ φορτώσαμε χαλκό, όσον βέβαια άφησε πίσω του ο μυθικός Ηρακλής, όταν έφτασε στην Εσπερία για να πάρει τα μήλα.
Με το βίρα την άγκυρα πήραμε πορεία προς τον Νότο. Κατηφορίζοντας θα ’ταν αγένεια να μην χαιρετίσουμε με σφυρίγματα της μπουρού, την μεγάλη Γαλλίδα πυρφόρο κυρία που μας καμάρωνε από την νησίδα Λίμπερτι.
Ταξίδεψα και ήταν όμορφα. Τα πλοία είχαν τότε φιλικές σχέσεις με τις προβλήτες και έμεναν καιρό στα λιμάνια.
Γνώρισα τους Βίκινγκς πάνω από το Σκαγεράκι, τα στενά που μαλώνουν δυό θάλασσες. Σε αγκυροβόλιο της περιοχής το καταχείμωνο, ο Λοστρόμος υπακούοντας στην εντολή της γέφυρας «φούντο», έπιασε το φρένο της άγκυρας και το δέρμα του κόλλησε πάνω στο σίδερο. Τόσο ψύχος.
Πιο ψηλά στα μαγευτικά φιόρδ, η φύση κρατώντας τραχύ πινέλο παίζει με τον φλοιό της Γής και δημιουργεί ατίμητους πίνακες.
Κοιτάζοντας προς το μέρος που ο ήλιος κοιμάται, δεν χρειάστηκε πολύ να αναδυθούν από τον ορίζοντα οι Κασσιτερίδες νήσοι γηραιά Αλβιώνα και Ιέρνη της ύδρας που κρύβεται πίσω της. Στο θάμπος του δειλινού βλέπαμε βορειοδυτικά τα χιόνια που λαμπίριζαν πάνω στα βουνά της Θούλης του Πυθέα.
Ένας Ατλαντικός με κύμα που κοσκίνιζε την πρύμνη, μας οδήγησε στις εκβολές του Αγ. Λαυρεντίου, τις πύλες για τις μεγάλες λίμνες. Μόλις είχαν ανοίξει για φέτος αφού δεν προσφέρονταν πλέον για πατινάζ. Πλεύσαμε λοιπόν αντίθετα το ποτάμι και φτάσαμε μέχρι την μεγάλη λίμνη την Superior, που μας φιλοξένησε 27 ήμέρες. Από εδώ φορτώσαμε χαλκό, όσον βέβαια άφησε πίσω του ο μυθικός Ηρακλής, όταν έφτασε στην Εσπερία για να πάρει τα μήλα.
Με το βίρα την άγκυρα πήραμε πορεία προς τον Νότο. Κατηφορίζοντας θα ’ταν αγένεια να μην χαιρετίσουμε με σφυρίγματα της μπουρού, την μεγάλη Γαλλίδα πυρφόρο κυρία που μας καμάρωνε από την νησίδα Λίμπερτι.
Νοτιότερα, στην κεντρική Αμερική βάλθηκα να επισκέπτομαι τους Αζτέκους, και λίγο παρακάτω τα ερείπια των Μάγια. Στο Πόρτο Λα Κρούζ της Βενεζουέλα τα ελλιμενιζόμενα πλοία φτιάξαμε ποδοσφαιρικές ομάδες και κάναμε πρωτάθλημα. Πιο πέρα στην ίδια χώρα, τύχη καλή ευλόγησε να πλεύσω τον Ορινόκο, με ένα πλοίο γενικού φορτίου με μπίγες και διπλά καταστρώματα (κουραδόρους). Στο δέλτα του ο Κολόμβος το 1498 διαπίστωνε, «εάν υπάρχει παράδεισος τότε μόλις τον ανακάλυψα». Οργιώδης η βλάστηση και σε κάποια σημεία τόσο στενός, που οι μαϊμούδες πηδούσαν από τα τεράστια δένδρα στα κατάρτια του πλοίου και τανάπαλιν. Στις όχθες του διάσπαρτοι καταυλισμοί των ιθαγενών Γουαράο.
Στην χώρα αυτή γνώρισα την Ιζαμπέλα, μια μιγάδα με σοκολατένιο δέρμα που με το αυτοκίνητο της σχεδόν κάθε μέρα για τρείς μήνες, με ταξίδεψε με αξέχαστες εκδρομές στην άγρια φύση. Επισκευθήκαμε το Ροϊράμα, το βουνό με την κομμένη κορυφή και τις κάθετες πλευρές που ξεπροβάλει πάνω από τα γιγάντια δένδρα του δάσους και στην συνέχεια χάνεται μέσα στα σύννεφα. Εκεί γνωρίσαμε τους Ινδιάνους Πεμόν και είδαμε τον υψηλότερο καταρράκτη του κόσμου. Αυτόν του Αγγέλου (Angel falls ή Kerepakupai Vena στην τοπική διάλεκτο) που πέφτει από τα 980 μέτρα και βουτά στο κενό από τα 807. Όταν έχει συννεφιά τα νερά του μοιάζει να τρέχουν απ’ τον ουρανό.
Στην χώρα αυτή γνώρισα την Ιζαμπέλα, μια μιγάδα με σοκολατένιο δέρμα που με το αυτοκίνητο της σχεδόν κάθε μέρα για τρείς μήνες, με ταξίδεψε με αξέχαστες εκδρομές στην άγρια φύση. Επισκευθήκαμε το Ροϊράμα, το βουνό με την κομμένη κορυφή και τις κάθετες πλευρές που ξεπροβάλει πάνω από τα γιγάντια δένδρα του δάσους και στην συνέχεια χάνεται μέσα στα σύννεφα. Εκεί γνωρίσαμε τους Ινδιάνους Πεμόν και είδαμε τον υψηλότερο καταρράκτη του κόσμου. Αυτόν του Αγγέλου (Angel falls ή Kerepakupai Vena στην τοπική διάλεκτο) που πέφτει από τα 980 μέτρα και βουτά στο κενό από τα 807. Όταν έχει συννεφιά τα νερά του μοιάζει να τρέχουν απ’ τον ουρανό.
Μετά απ’ αυτό βρέθηκα στην Κόπα Καμπάνα, να θαυμάζω τα μικροσκοπικά μπικίνι που ήδη είχαν κάνει την εμφάνιση τους στις παραλίες της Βραζιλίας, με τον Χριστό εκεί ψηλά στο Κορκοβάντο να απλώνει τα χέρια αγανακτισμένος από τα συμβάντα.
Όταν κουραστήκαμε από την περιπέτεια, ο Ινδός μαρκόνης έφερε τηλεγράφημα και το πλοίο άνοιξε πανιά. Κατηφορίσαμε προς την Γη του Πυρός, κουνήσαμε μαντίλι στο Μουένος Άϋρες, προσπεράσαμε τον πορθμό του Μαγγελάνου με τις ανείπωτης ομορφιάς απόκρημνες ακτές και παραπλεύσαμε το ακρωτήριο Χόρν. Το Βαλπαραϊσο δεν το ‘δαμε αλλά το χαιρετίσαμε από το ραντάρ, αφού το πούσι που έπεσε έκρυβε μέχρι και την πλώρη του πλοίου, για να φτάσουμε έτσι μέχρι την Λίμα. Το λιμάνι που άγρυπνα φρουρούν οι Περουβιανές Άνδεις.
Στεναχωρήθηκα που τελικά δεν κατάφερα να ανέβω στο Μάτσου Πίτσου, ούτε να επισκεφτώ την λίμνη Τιτικάκα για να έχω μια γνωριμία με τον Μάνκο Κάπακ τον βασιλιά των Ίνκας.
Κι αφού χορτάσαν οι αισθήσεις αλλά πριν βαρεθούμε, ήρθε το άλλο ταξίδι που μας έφερνε αντιμέτωπους με τον Μπίλ και τους Ινδιάνους στην άγρια Δύση.
Την προηγούμενη φορά με ένα πλοίο Bulk Carrier Panamax κόψαμε δρόμο, περνώντας απ' την διώρυγα του Παναμά. Τι εμπειρία! Μπαίνει το πλοίο σε μια δεξαμενή, δένεται σε τρία μικρά τραινάκια από κάθε πλευρά, κλείνει η πόρτα πίσω και αρχίζει να ανεβαίνει η στάθμη μέχρι να φτάσει αυτήν της επόμενης δεξαμενής. Στην συνέχεια ανοίγει η πόρτα μπροστά και τα τραινάκια τραβώντας, το βάζουν στην επόμενη. Κλείνει η πόρτα πίσω και επαναλαμβάνεται η ίδια διαδικασία. Αυτό συμβαίνει διότι η στάθμη της τεχνητής λίμνης Gatun που παρεμβάλλεται, είναι 26 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θαλάσσης. Στην άλλη άκρη της διώρυγας τα ίδια, μόνο που εκεί γίνεται με κάθοδο της στάθμης.
Όταν κουραστήκαμε από την περιπέτεια, ο Ινδός μαρκόνης έφερε τηλεγράφημα και το πλοίο άνοιξε πανιά. Κατηφορίσαμε προς την Γη του Πυρός, κουνήσαμε μαντίλι στο Μουένος Άϋρες, προσπεράσαμε τον πορθμό του Μαγγελάνου με τις ανείπωτης ομορφιάς απόκρημνες ακτές και παραπλεύσαμε το ακρωτήριο Χόρν. Το Βαλπαραϊσο δεν το ‘δαμε αλλά το χαιρετίσαμε από το ραντάρ, αφού το πούσι που έπεσε έκρυβε μέχρι και την πλώρη του πλοίου, για να φτάσουμε έτσι μέχρι την Λίμα. Το λιμάνι που άγρυπνα φρουρούν οι Περουβιανές Άνδεις.
Στεναχωρήθηκα που τελικά δεν κατάφερα να ανέβω στο Μάτσου Πίτσου, ούτε να επισκεφτώ την λίμνη Τιτικάκα για να έχω μια γνωριμία με τον Μάνκο Κάπακ τον βασιλιά των Ίνκας.
Κι αφού χορτάσαν οι αισθήσεις αλλά πριν βαρεθούμε, ήρθε το άλλο ταξίδι που μας έφερνε αντιμέτωπους με τον Μπίλ και τους Ινδιάνους στην άγρια Δύση.
Την προηγούμενη φορά με ένα πλοίο Bulk Carrier Panamax κόψαμε δρόμο, περνώντας απ' την διώρυγα του Παναμά. Τι εμπειρία! Μπαίνει το πλοίο σε μια δεξαμενή, δένεται σε τρία μικρά τραινάκια από κάθε πλευρά, κλείνει η πόρτα πίσω και αρχίζει να ανεβαίνει η στάθμη μέχρι να φτάσει αυτήν της επόμενης δεξαμενής. Στην συνέχεια ανοίγει η πόρτα μπροστά και τα τραινάκια τραβώντας, το βάζουν στην επόμενη. Κλείνει η πόρτα πίσω και επαναλαμβάνεται η ίδια διαδικασία. Αυτό συμβαίνει διότι η στάθμη της τεχνητής λίμνης Gatun που παρεμβάλλεται, είναι 26 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θαλάσσης. Στην άλλη άκρη της διώρυγας τα ίδια, μόνο που εκεί γίνεται με κάθοδο της στάθμης.
Ανοιχτήκαμε στον Ειρηνικό και ταξιδέψαμε πέντε ημέρες με συννεφιά. Κατά το λυκόφως της έκτης, σε ένα άνοιγμα του ουρανού κατεβάσαμε τον Βέγα, τον Βασιλίσκο, τον Αρκτούρο και κάναμε στίγμα. Βρεθήκαμε 11 ναυτικά μίλια νότια της πορείας που χαράξαμε στον χάρτη.
Διορθώσαμε και παραπλέοντες τα παγωμένα Αλεούτια, μια σπιθαμή θάλασσα πιο 'κεί εμφανίστηκαν τα βουνά της χώρας των Σαμουράϊ. Της χώρας που εντυπωσιάζει τον επισκέπτη πρώτα με την απαράμιλλης ομορφιάς φύση και ύστερα με την ευγένεια που είναι ριζωμένη στο DNA των ανθρώπων της. Την ερωτεύτηκα αυτήν τη χώρα του ανατέλλοντος ηλίου. Κι είχα την τύχη να την γνωρίσω απ΄άκρη σ΄άκρη.
Από το Χοκάϊντο και την Χονσού μέχρι το Κιούσου και την Οκινάουα, περιμετρικά.
Στην Φουκουγιάμα 47 ημέρες εκφόρτωση, και μετά στο Κόμπε, στην Οζάκα, στην Γιοκοχάμα (με τις Ισεζάκι τσό και Ακεμπόνο τσό), στο Ισινομάκι, στην Χακοντάτα, στην Νιγκάτα, στην Τακαόκα, στο Μότζι και τόσες άλλες που πλέον δεν θυμάμαι, στολίδια πάνω στο χαλί μιας πανέμορφης γης. Μου άρεσε να κάθομαι με τις ώρες σε κάποιο ύψωμα παρακολουθώντας και καμαρώνοντας το Χικάρι, το ταχύτερο τραίνο της εποχής.
Στην αγορά τους μας πουλούσαν calculators δηλαδή ηλεκτρονικές αριθμομηχανές, αλλά οι ίδιοι έκαναν τους λογαριασμούς τους μ΄ένα περίεργο αριθμητήριο. Τα Seiko 5 θρυλικά ρολόγια πλέον, τότε είχαν την τιμητική τους, όπως και η τηλεόραση Sanyo, το ηχοσύστημα Pioneer, το βίντεο Akai, η φωτογραφική μηχανή Sony. Αυτός ο τόπος που τον αγκαλιάζει και τον ζεσταίνει το Κούρο Σίβο, έγινε δεύτερη πατρίδα μου.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ την Μιτσούι, μια κυρία που γνώρισα στην χώρα των Σαμουράϊ και η οποία το τελευταίο πριν τον απόπλου βράδυ που δεν μπόρεσα να βγω, εκείνη κόντρα στα στοιχεία της φύσης, έφτασε πεζή στο καράβι ξημερώματα, διανύοντας μια απόσταση 10 χιλιομέτρων στην ερημιά. Και όπως κάθισε αποκαμωμένη στο καπνιστήριο του πλοίου, το νερό της βροχής που έτρεχε από πάνω της ανάγκασε τον Βατσιμάνη να φέρει την μάπα για να στεγνώσει την λίμνη που η ροή του δημιούργησε.
Ξημέρωσε και η Μιτσούι δεν ήθελε να βγεί από την καμπίνα μου. Της πήγα πρωινό και μετά της είπα ευγενικά πως έπρεπε τώρα να φύγει γιατί το πλοίο έλυνε κάβους.
Περίπου στις 10:00 έτοιμοι να σαλπάρουμε, με τον πιλότο στην γέφυρα κρατιόμασταν σ΄ένα κάβο κι ένα σπρίνγκ πλώρα πρύμα. Ο γκάνγουέης ακόμα κάτω στην προβλήτα, περίμενε εκείνη να κατέβει. Τελικά την πήραν δυό ναύτες μαζί κι εγώ και την οδηγήσαμε στον ντόκο. Στο κεφαλόσκαλο σταμάτησε έβγαλε μια αλυσίδα από τον λαιμό της στην οποία κρεμόταν ένα ασημένιο κλειδί. Γύρισε σε μένα, μου το κρέμασε στο λαιμό και είπε, "φόρα το είναι το κλειδί της καρδιάς μου, αν θελήσεις ποτέ γύρισε πίσω. Θα περιμένω".
Την κατέβασαν σχεδόν σηκωτή από το πλοίο.
Ο Καπετάνιος δήλωσε ότι θα διώξει κι εμένα από το επόμενο λιμάνι λόγω της αναστάτωσης που προκλήθηκε εξαιτίας μου. Μια γνωριμία εβδομάδος με μια κυρία, κυρία μάλιστα κι ας δούλευε σε μπαρ, που παρ΄ ολίγο να δημιουργήσει σοβαρότερα προβλήματα έμελλε να με καθορίσει αισθηματικά.
Όπως έφευγε το πλοίο, την έβλεπα καθισμένη στην δέστρα που πριν από λίγο κρατούσε τον πρυμιό κάβο, με την πλάτη στην θάλασσα και το κορμί της να συγκλονίζεται, προφανώς από αναφιλητά. Ήταν εκεί σκυμμένη με το πρόσωπο κρυμμένο στα δυο της χέρια μέχρι που χάθηκε από τα μάτια μου, μέχρι που ούτε με τα κιάλια φαινόταν πλέον.
Κι έμεινε στην μνήμη η εικόνα αυτή χαραγμένη ανεξίτηλα να συντροφεύει την ζήση μου. Και με δίδαξε τι θα πει αγάπη και την κράτησα στην θαλπωρή της καρδιάς και πολλαπλασιάστηκε και γέμισε το είναι μου.
Να ‘ναι καλά, σήμερα θα περνά τα 65. Δεν ξέρω αν περιμένει ακόμα αφού δεν ξαναγύρισα, όμως το ασημένιο κλειδί της καρδιάς της κοσμεί ακόμα τα δικά μου κλειδιά.
Από αυτήν την ανεξάντλητη, την αστείρευτη και άδολη αγάπη που δέχτηκα, νομίζω μοίρασα απλόχερα σ΄όλα τα κορίτσια που ονειρεύτηκα, σόλες τις γυναίκες που μ΄ακούμπησαν τρυφερά. Και τις κράτησα μέσα μου όλες, ΟΛΕΣ, στην γλυκιά αγκαλιά του ονείρου, μέχρι το σήμερα μέχρι το πάντα κι αν μετά το τέλος υπάρχει κάτι άλλο, θα είναι εκεί να με συντροφεύουν χωρίς οι περισσότερες να το ξέρουν.
Διορθώσαμε και παραπλέοντες τα παγωμένα Αλεούτια, μια σπιθαμή θάλασσα πιο 'κεί εμφανίστηκαν τα βουνά της χώρας των Σαμουράϊ. Της χώρας που εντυπωσιάζει τον επισκέπτη πρώτα με την απαράμιλλης ομορφιάς φύση και ύστερα με την ευγένεια που είναι ριζωμένη στο DNA των ανθρώπων της. Την ερωτεύτηκα αυτήν τη χώρα του ανατέλλοντος ηλίου. Κι είχα την τύχη να την γνωρίσω απ΄άκρη σ΄άκρη.
Από το Χοκάϊντο και την Χονσού μέχρι το Κιούσου και την Οκινάουα, περιμετρικά.
Στην Φουκουγιάμα 47 ημέρες εκφόρτωση, και μετά στο Κόμπε, στην Οζάκα, στην Γιοκοχάμα (με τις Ισεζάκι τσό και Ακεμπόνο τσό), στο Ισινομάκι, στην Χακοντάτα, στην Νιγκάτα, στην Τακαόκα, στο Μότζι και τόσες άλλες που πλέον δεν θυμάμαι, στολίδια πάνω στο χαλί μιας πανέμορφης γης. Μου άρεσε να κάθομαι με τις ώρες σε κάποιο ύψωμα παρακολουθώντας και καμαρώνοντας το Χικάρι, το ταχύτερο τραίνο της εποχής.
Στην αγορά τους μας πουλούσαν calculators δηλαδή ηλεκτρονικές αριθμομηχανές, αλλά οι ίδιοι έκαναν τους λογαριασμούς τους μ΄ένα περίεργο αριθμητήριο. Τα Seiko 5 θρυλικά ρολόγια πλέον, τότε είχαν την τιμητική τους, όπως και η τηλεόραση Sanyo, το ηχοσύστημα Pioneer, το βίντεο Akai, η φωτογραφική μηχανή Sony. Αυτός ο τόπος που τον αγκαλιάζει και τον ζεσταίνει το Κούρο Σίβο, έγινε δεύτερη πατρίδα μου.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ την Μιτσούι, μια κυρία που γνώρισα στην χώρα των Σαμουράϊ και η οποία το τελευταίο πριν τον απόπλου βράδυ που δεν μπόρεσα να βγω, εκείνη κόντρα στα στοιχεία της φύσης, έφτασε πεζή στο καράβι ξημερώματα, διανύοντας μια απόσταση 10 χιλιομέτρων στην ερημιά. Και όπως κάθισε αποκαμωμένη στο καπνιστήριο του πλοίου, το νερό της βροχής που έτρεχε από πάνω της ανάγκασε τον Βατσιμάνη να φέρει την μάπα για να στεγνώσει την λίμνη που η ροή του δημιούργησε.
Ξημέρωσε και η Μιτσούι δεν ήθελε να βγεί από την καμπίνα μου. Της πήγα πρωινό και μετά της είπα ευγενικά πως έπρεπε τώρα να φύγει γιατί το πλοίο έλυνε κάβους.
Περίπου στις 10:00 έτοιμοι να σαλπάρουμε, με τον πιλότο στην γέφυρα κρατιόμασταν σ΄ένα κάβο κι ένα σπρίνγκ πλώρα πρύμα. Ο γκάνγουέης ακόμα κάτω στην προβλήτα, περίμενε εκείνη να κατέβει. Τελικά την πήραν δυό ναύτες μαζί κι εγώ και την οδηγήσαμε στον ντόκο. Στο κεφαλόσκαλο σταμάτησε έβγαλε μια αλυσίδα από τον λαιμό της στην οποία κρεμόταν ένα ασημένιο κλειδί. Γύρισε σε μένα, μου το κρέμασε στο λαιμό και είπε, "φόρα το είναι το κλειδί της καρδιάς μου, αν θελήσεις ποτέ γύρισε πίσω. Θα περιμένω".
Την κατέβασαν σχεδόν σηκωτή από το πλοίο.
Ο Καπετάνιος δήλωσε ότι θα διώξει κι εμένα από το επόμενο λιμάνι λόγω της αναστάτωσης που προκλήθηκε εξαιτίας μου. Μια γνωριμία εβδομάδος με μια κυρία, κυρία μάλιστα κι ας δούλευε σε μπαρ, που παρ΄ ολίγο να δημιουργήσει σοβαρότερα προβλήματα έμελλε να με καθορίσει αισθηματικά.
Όπως έφευγε το πλοίο, την έβλεπα καθισμένη στην δέστρα που πριν από λίγο κρατούσε τον πρυμιό κάβο, με την πλάτη στην θάλασσα και το κορμί της να συγκλονίζεται, προφανώς από αναφιλητά. Ήταν εκεί σκυμμένη με το πρόσωπο κρυμμένο στα δυο της χέρια μέχρι που χάθηκε από τα μάτια μου, μέχρι που ούτε με τα κιάλια φαινόταν πλέον.
Κι έμεινε στην μνήμη η εικόνα αυτή χαραγμένη ανεξίτηλα να συντροφεύει την ζήση μου. Και με δίδαξε τι θα πει αγάπη και την κράτησα στην θαλπωρή της καρδιάς και πολλαπλασιάστηκε και γέμισε το είναι μου.
Να ‘ναι καλά, σήμερα θα περνά τα 65. Δεν ξέρω αν περιμένει ακόμα αφού δεν ξαναγύρισα, όμως το ασημένιο κλειδί της καρδιάς της κοσμεί ακόμα τα δικά μου κλειδιά.
Από αυτήν την ανεξάντλητη, την αστείρευτη και άδολη αγάπη που δέχτηκα, νομίζω μοίρασα απλόχερα σ΄όλα τα κορίτσια που ονειρεύτηκα, σόλες τις γυναίκες που μ΄ακούμπησαν τρυφερά. Και τις κράτησα μέσα μου όλες, ΟΛΕΣ, στην γλυκιά αγκαλιά του ονείρου, μέχρι το σήμερα μέχρι το πάντα κι αν μετά το τέλος υπάρχει κάτι άλλο, θα είναι εκεί να με συντροφεύουν χωρίς οι περισσότερες να το ξέρουν.
Παρακάτω, λίγο μετά τις εκβολές του Γαλάζιου ποταμού η Σαγκάη, με τα μεταξωτά και τα κλοαζονέ, αλλά και τα Seamen’s club με το τηγανιτό ρύζι (φράϊ ράϊς) και τις υπέροχες γαρίδες πρώτου μεγέθους.
Να αφήσω αμνημόνευτη την Μπανκόνγκ ή την Πατάγια; Και να ήθελα δεν θα μ΄άφηνε η σκέψη μου, που τριγυρνάει χρόνια τώρα με τις πουλμανίες στα λιμάνια και στις πλατείες τους.
Αλλά ήρθε η ώρα για την μεγάλη, την ασύγκριτη, την πανύψηλη Σιγκαπούρη με την Μπούκι στρήτ. Τον σταθμό όλων των πλοίων. Για μπόνκερ ή για στόρια, για πλήρωμα ή για φορτίο, όλα θα σταματήσουν, ή θα αγκυροβολήσουν για λίγο στα νερά της.
Η πόλις κράτος που μεγαλώνει καθ’ ύψος, γιατί δεν υπάρχει άλλος χώρος να επεκταθεί. Η πόλις με την τεράστια αφορολόγητη αγορά που δεν ξέρεις που να πρωτοκοιτάξεις. Η πόλις που το 1977 μου έβαλε πρόστιμο 10 δολάρια για ένα αποτσίγαρο στον δρόμο.
Να αφήσω αμνημόνευτη την Μπανκόνγκ ή την Πατάγια; Και να ήθελα δεν θα μ΄άφηνε η σκέψη μου, που τριγυρνάει χρόνια τώρα με τις πουλμανίες στα λιμάνια και στις πλατείες τους.
Αλλά ήρθε η ώρα για την μεγάλη, την ασύγκριτη, την πανύψηλη Σιγκαπούρη με την Μπούκι στρήτ. Τον σταθμό όλων των πλοίων. Για μπόνκερ ή για στόρια, για πλήρωμα ή για φορτίο, όλα θα σταματήσουν, ή θα αγκυροβολήσουν για λίγο στα νερά της.
Η πόλις κράτος που μεγαλώνει καθ’ ύψος, γιατί δεν υπάρχει άλλος χώρος να επεκταθεί. Η πόλις με την τεράστια αφορολόγητη αγορά που δεν ξέρεις που να πρωτοκοιτάξεις. Η πόλις που το 1977 μου έβαλε πρόστιμο 10 δολάρια για ένα αποτσίγαρο στον δρόμο.
Αφού βγούμε από τα στενά με τον ύφαλο της μιας οργιάς (one fathom bank) που τα φορτωμένα super tankers περνούν με υπολογισμούς μικρομετρικής ναυτιλίας, εμφανίζεται ο κόλπος της Βεγγάλης, με την Καλκούτα και το Βιζαχαπατνάμ. Με τα μεγάλα διαλυτήρια πλοίων της Τσιτακόνγκ.
Μετά μπαίνοντας για τα καλά στον Ινδικό με τους μουσώνες εξασθενημένους στα τελειώματα τους, παραπλέουμε το Κολόμπο, περνάμε την Βομβάη, και φτάνουμε στον Περσικό, με το Μπατάρ Αμπάς, την Ραστανούρα, το Ντουμπάϊ, και στην Ερυθρά θάλασσα με το Τζιμπουτί, την Άκαμπα, το Σουέζ, και από εκεί στην Μομπάσα, στο Ντάρμπαν, στο ακρωτήριο της καλής Ελπίδος, στο Κέηπ τάουν.
Ωραίο ταξίδι. Κατεβήκαμε το κανάλι της Μοζαμβίκης κουρασμένοι απ΄ την μπουνάτσα. Οκτώ το βράδυ και τα φώτα του Ντάρμπαν αχνοφέγγαν δεξιά πέρα από μια γαλήνια θάλασσα. Όσο βλέπαμε φώτα το σκηνικό παρέμενε ίδιο. Μέχρι που χάθηκαν. Θα ’ταν δεν θα ’ταν δέκα το βράδυ όταν αισθάνθηκα να σηκώνεται μια κουρτίνα και οι δαίμονες της φύσης ξεχύθηκαν να μας κατασπαράξουν. Σε μισή ώρα το ήρεμο σκηνικό είχε μεταβληθεί και είχε γίνει τρομακτικό. Ο Άντυ ο Ινδονησιάνος σκάπουλος με φώναξε από την αριστερή άκρη της γέφυρας. Καπτα Γιώγο λούκ λέφτ. Και κοίταξα, τι το ήθελα; Ήταν η άβυσσος, που άνοιξε στα καλά καθούμενα θέλοντας να μας καταπιεί.
Ένα φορτωμένο πλοίο super tanker (ULCC - Ultra Large Crude oil Carrier) μήκους 344,4 μέτρων υποκλίθηκε. Έσκυψε την πλώρη του, κι άλλο, κι άλλο, σε μια κλίση τουλάχιστον 45 μοιρών, δηλώνοντας υποταγή στις παραξενιές του Ποσειδώνα. Η προπέλα ξενέρισε στριγγά και τότε ακούστηκε αυτός ο υπόκωφος, ο απόκοσμος ήχος της κόλασης.
Ήταν η στιγμή που το κοράκι ήρθε σε επαφή με το νερό. Οι λαμαρίνες αντέδρασαν με ένα τρομακτικό τρίξιμο που προκάλεσε ανατριχίλα. Μα δεν τα είχα δει ακόμα όλα.
Καθώς υποκλινόταν το θηρίο, το γιγάντιο κύμα ξεχύθηκε πάνω του. Χιλιάδες τόνοι νερού, με ταχύτητα προσέκρουσαν στον καθρέπτη. Τι χτύπος! Οι νομείς, οι τραβέρσες, οι διαδοκίδες, οι βραχίονες, οι αγκώνες, οι φρακτές, τα καταστρώματα, οι υπερκατασκευές και κάθε σημείο του πλοίου διαμαρτυρήθηκε στον εισβολέα.
Μα που είναι το πλοίο; Δεν έβλεπα τίποτα κάτω από την γέφυρα, μόνο θάλασσα. Το πλοίο μας ξαφνικά έγινε υποβρύχιο και έπλεε κάτω από την επιφάνεια. Έπλεε;
Θα βγεί άραγε ή το βάρος του νερού που το κουκούλωσε είναι μεγαλύτερο από την άντωση; Με τρεμάμενα γόνατα και στομάχι περιστρεφόμενο περίμενα. Και να, ο πρωραίος ιστός άρχισε να ξενερίζει, σιγά αλλά αποφασιστικά. Οσονούπω πλέαμε πάλι στην επιφάνεια. Ούφ !!! Τα μισά εξαρτήματα, μηχανήματα και άλλες κατασκευές του καταστρώματος, τα ξύρισε η θάλασσα σ΄αυτή την βουτιά.
Μετά μπαίνοντας για τα καλά στον Ινδικό με τους μουσώνες εξασθενημένους στα τελειώματα τους, παραπλέουμε το Κολόμπο, περνάμε την Βομβάη, και φτάνουμε στον Περσικό, με το Μπατάρ Αμπάς, την Ραστανούρα, το Ντουμπάϊ, και στην Ερυθρά θάλασσα με το Τζιμπουτί, την Άκαμπα, το Σουέζ, και από εκεί στην Μομπάσα, στο Ντάρμπαν, στο ακρωτήριο της καλής Ελπίδος, στο Κέηπ τάουν.
Ωραίο ταξίδι. Κατεβήκαμε το κανάλι της Μοζαμβίκης κουρασμένοι απ΄ την μπουνάτσα. Οκτώ το βράδυ και τα φώτα του Ντάρμπαν αχνοφέγγαν δεξιά πέρα από μια γαλήνια θάλασσα. Όσο βλέπαμε φώτα το σκηνικό παρέμενε ίδιο. Μέχρι που χάθηκαν. Θα ’ταν δεν θα ’ταν δέκα το βράδυ όταν αισθάνθηκα να σηκώνεται μια κουρτίνα και οι δαίμονες της φύσης ξεχύθηκαν να μας κατασπαράξουν. Σε μισή ώρα το ήρεμο σκηνικό είχε μεταβληθεί και είχε γίνει τρομακτικό. Ο Άντυ ο Ινδονησιάνος σκάπουλος με φώναξε από την αριστερή άκρη της γέφυρας. Καπτα Γιώγο λούκ λέφτ. Και κοίταξα, τι το ήθελα; Ήταν η άβυσσος, που άνοιξε στα καλά καθούμενα θέλοντας να μας καταπιεί.
Ένα φορτωμένο πλοίο super tanker (ULCC - Ultra Large Crude oil Carrier) μήκους 344,4 μέτρων υποκλίθηκε. Έσκυψε την πλώρη του, κι άλλο, κι άλλο, σε μια κλίση τουλάχιστον 45 μοιρών, δηλώνοντας υποταγή στις παραξενιές του Ποσειδώνα. Η προπέλα ξενέρισε στριγγά και τότε ακούστηκε αυτός ο υπόκωφος, ο απόκοσμος ήχος της κόλασης.
Ήταν η στιγμή που το κοράκι ήρθε σε επαφή με το νερό. Οι λαμαρίνες αντέδρασαν με ένα τρομακτικό τρίξιμο που προκάλεσε ανατριχίλα. Μα δεν τα είχα δει ακόμα όλα.
Καθώς υποκλινόταν το θηρίο, το γιγάντιο κύμα ξεχύθηκε πάνω του. Χιλιάδες τόνοι νερού, με ταχύτητα προσέκρουσαν στον καθρέπτη. Τι χτύπος! Οι νομείς, οι τραβέρσες, οι διαδοκίδες, οι βραχίονες, οι αγκώνες, οι φρακτές, τα καταστρώματα, οι υπερκατασκευές και κάθε σημείο του πλοίου διαμαρτυρήθηκε στον εισβολέα.
Μα που είναι το πλοίο; Δεν έβλεπα τίποτα κάτω από την γέφυρα, μόνο θάλασσα. Το πλοίο μας ξαφνικά έγινε υποβρύχιο και έπλεε κάτω από την επιφάνεια. Έπλεε;
Θα βγεί άραγε ή το βάρος του νερού που το κουκούλωσε είναι μεγαλύτερο από την άντωση; Με τρεμάμενα γόνατα και στομάχι περιστρεφόμενο περίμενα. Και να, ο πρωραίος ιστός άρχισε να ξενερίζει, σιγά αλλά αποφασιστικά. Οσονούπω πλέαμε πάλι στην επιφάνεια. Ούφ !!! Τα μισά εξαρτήματα, μηχανήματα και άλλες κατασκευές του καταστρώματος, τα ξύρισε η θάλασσα σ΄αυτή την βουτιά.
Στον ναυτικό χάρτη της περιοχής υπήρχε σημείωση: «Το θερμό θαλάσσιο ρεύμα του Αγκούλχας, κινούμενο Νοτιοδυτικά παράλληλα της ακτής με ταχύτητα 4-5 κόμβων, συναντά το αντίθετα κινούμενο παγωμένο ρεύμα του Μπενγκουέλα 1,5 κόμβων. Η διαφορά θερμοκρασίας δημιουργεί ατμοσφαιρικές συνθήκες που ευνοούν την γέννηση καταιγίδων. Ισχυροί νότιοι άνεμοι ενισχύουν το Μενγκουέλα, με αποτέλεσμα να σχηματίζονται στην ισοβαθή των 200m κύματα τέρατα που φτάνουν τα 30 μέτρα ύψος» (όπως την θυμάμαι).
Ουάου! Σε εμάς φύλαγε την επαλήθευση;
Ουάου! Σε εμάς φύλαγε την επαλήθευση;
Αφού καβαντζάραμε το ακρωτήριο της Καλής Ελπίδος και καμαρώσαμε το τραπεζοειδές βουνό, ηρέμησε πάλι η θάλασσα. Με τα άλμπαντρος να μας συνοδεύουν κρώζοντας και κτυπώντας τα φτερά τους, ανηφορίσαμε προς το Λάγος, στου οποίου την ράδα τα δύστυχα καράβια κοιλοπονούσαν στην προσμονή της προβλήτας. Σε κάποια που στέρευαν οι προμήθειες, τα πληρώματα έριχναν την βάρκα και επισκέπτονταν άλλα πλοία που είχαν ακόμα τρόφιμα στα ψυγεία τους. Οι Έλληνες αλληλέγγυοι και όχι μόνο μεταξύ τους, γιατί η πείνα δεν έχει γεωγραφικές ή χρωματικές προτιμήσεις. Υπήρχαν πλοία που η παραμονή τους στο αγκυροβόλιο αυτό χωρίς ανεφοδιασμό έφτασε τους 15 μήνες! Ήταν εκεί, που ο προξενικός Λιμενάρχης μάζευε περιοδικά και τρόφιμα, για κάποιους Έλληνες ναυτικούς που κρατούνταν στις τοπικές φυλακές χωρίς λόγο.
Μα εμείς δεν σταματήσαμε. Ο καπετάνιος μας ψημένος απ΄ την αλμύρα ήξερε πότε να αλλάζει πορεία και το άλλο πρωί έβαλε πλώρη για το Ντακάρ. Εκεί που σαν είσαι άμαθος στην γέφυρα, σαλεύει το μυαλό. Δεν βλέπεις θάλασσα, μόνο μεγάλα ψαράδικα επί το έργον το’ να δίπλα στ’ άλλο και εύχεσαι να ’χε φτερά το καράβι σου να πετάξει. Μόνο με προσευχή περνούσες από τα ξύλινα τείχη.
Μα εμείς δεν σταματήσαμε. Ο καπετάνιος μας ψημένος απ΄ την αλμύρα ήξερε πότε να αλλάζει πορεία και το άλλο πρωί έβαλε πλώρη για το Ντακάρ. Εκεί που σαν είσαι άμαθος στην γέφυρα, σαλεύει το μυαλό. Δεν βλέπεις θάλασσα, μόνο μεγάλα ψαράδικα επί το έργον το’ να δίπλα στ’ άλλο και εύχεσαι να ’χε φτερά το καράβι σου να πετάξει. Μόνο με προσευχή περνούσες από τα ξύλινα τείχη.
Αμέσως μετά, βλέπαμε τον Άτλαντα να σηκώνει στους ώμους του τον θόλο τ΄ ουρανού, κατά πως πρόσταξε ο μέγας Ζήνας και μας παρακαλούσε να τον κρατήσουμε λίγο, να πιεί νερό.
Όμως εμείς προτιμήσαμε να πάμε πιο πέρα, στην Μπαρμαριά, για να ακούσουμε το σαγηνευτικό τραγούδι του καμηλιέρη και να τραβήξουμε την μαντίλα που σκέπαζε το πρόσωπο της Λεϊλά κρύβοντας τα σμαραγδένια της μάτια.
Μετά από τόσα ταξίδια, σε όλα αυτά τα μέρη υπάρχει κι από μία εικόνα μου. Όλες ταξιδεύουν στο άπειρο με οδηγό τον χρόνο, μα δεν σταμάτησε ποτέ καμιά από αυτές, να μου στέλνει με την σκέψη μηνύματα στο σήμερα.
Αλλοτινές μου εποχές … Θεέ μου τι ομορφιά!
Όμως εμείς προτιμήσαμε να πάμε πιο πέρα, στην Μπαρμαριά, για να ακούσουμε το σαγηνευτικό τραγούδι του καμηλιέρη και να τραβήξουμε την μαντίλα που σκέπαζε το πρόσωπο της Λεϊλά κρύβοντας τα σμαραγδένια της μάτια.
Μετά από τόσα ταξίδια, σε όλα αυτά τα μέρη υπάρχει κι από μία εικόνα μου. Όλες ταξιδεύουν στο άπειρο με οδηγό τον χρόνο, μα δεν σταμάτησε ποτέ καμιά από αυτές, να μου στέλνει με την σκέψη μηνύματα στο σήμερα.
Αλλοτινές μου εποχές … Θεέ μου τι ομορφιά!
Τελικά στην ρότα μου συνάντησα το νόστιμον ήμαρ. Τα χρόνια πέρασαν, δουλειές άλλαξα σε τόπους μετακόμισα, ακολουθώντας προστάγματα υπουργικά, δημόσιος γαρ υπάλληλος πλέον.
Εδώ που είμαι τώρα για κάποιο ανεξήγητο λόγο, τα ενδιαφέροντα μου άρχισαν να κινούνται σε μια ανοδική κλίμακα με πολλαπλές κατευθύνσεις. Δεν ξέρω τι φταίει, ίσως η ηλικία, ίσως ο τόπος, ίσως συναισθηματική φόρτιση ή κάποιου είδους διπολική διαταραχή, ποιος μπορεί να πει με σιγουριά; Ξαφνικά άρχισα να περπατώ, να ψάχνω, να ρωτώ, να ερευνώ, να φωτογραφίζω, να γράφω. Σε μια παρέα κάναμε κουβέντα για τα μαχητικά αεροπλάνα που κουρνιάζουν εδώ δίπλα και κάθε τόσο ξεχύνονται στον ουρανό ξερνώντας φωτιά. Από αυτά πήγε στα μικρότερα και κάποια στιγμή μιλούσαμε για αερολέσχη.
Μια φίλη από την παρέα είχε ένα αριθμό τηλεφώνου.
Εδώ που είμαι τώρα για κάποιο ανεξήγητο λόγο, τα ενδιαφέροντα μου άρχισαν να κινούνται σε μια ανοδική κλίμακα με πολλαπλές κατευθύνσεις. Δεν ξέρω τι φταίει, ίσως η ηλικία, ίσως ο τόπος, ίσως συναισθηματική φόρτιση ή κάποιου είδους διπολική διαταραχή, ποιος μπορεί να πει με σιγουριά; Ξαφνικά άρχισα να περπατώ, να ψάχνω, να ρωτώ, να ερευνώ, να φωτογραφίζω, να γράφω. Σε μια παρέα κάναμε κουβέντα για τα μαχητικά αεροπλάνα που κουρνιάζουν εδώ δίπλα και κάθε τόσο ξεχύνονται στον ουρανό ξερνώντας φωτιά. Από αυτά πήγε στα μικρότερα και κάποια στιγμή μιλούσαμε για αερολέσχη.
Μια φίλη από την παρέα είχε ένα αριθμό τηλεφώνου.
Έτσι γνώρισα τον Σπύρο. Ένα θρύλο των κουρσάρων (Α7) της εποχής των Ίμια, που έφτασε μέχρι την κόκκινη μηλιά ακολουθώντας με απόλυτο τρόπο το σύνθημα «πέτα χαμηλά χτύπα γερά». Ο Σπύρος λοιπόν με πήρε μαζί του σε μια πτήση εθισμού, δηλαδή μια βόλτα είκοσι λεπτών. Κάθισα στην θέση του συγκυβερνήτη και με τρεμάμενα χέρια φόρεσα την ζώνη. Μόνο δεν κατουρήθηκα από τον φόβο μου. Που μπήκα εδώ μέσα; σκέφτηκα. Πως θα χωρέσουμε δύο άνθρωποι; Η ντροπή με κράτησε δεμένο στο κάθισμα. Άρχισε να γυρίζει η έλικα με ένα περίεργο στην αρχή θόρυβο, που έκανε όπως στα εφιαλτικά όνειρα τα μέλη του σώματος μου να αρνούνται υπακοή στις εντολές του εγκεφάλου.
Ξαφνικά βρεθήκαμε να τρέχουμε, με το πουλί που καβαλούσαμε να καταπίνει όλο και πιο γρήγορα τον διάδρομο. Κοίτα έξω, με προέτρεψε σε λίγο ο κυβερνήτης, αλλά που να κοιτάξω και τι να δώ. Η εικόνα του Κώστα Χατζή πέρασε έξω από τα ματόκλαδα και μου τραγουδούσε, «όταν κοιτάς από ψηλά μοιάζει ο κόσμος ζωγραφιά».
Ξαφνικά βρεθήκαμε να τρέχουμε, με το πουλί που καβαλούσαμε να καταπίνει όλο και πιο γρήγορα τον διάδρομο. Κοίτα έξω, με προέτρεψε σε λίγο ο κυβερνήτης, αλλά που να κοιτάξω και τι να δώ. Η εικόνα του Κώστα Χατζή πέρασε έξω από τα ματόκλαδα και μου τραγουδούσε, «όταν κοιτάς από ψηλά μοιάζει ο κόσμος ζωγραφιά».
Με την αδρεναλίνη να σπάει τα κοντέρ, γύρισα πίσω στον χρόνο και με έβλεπα μέσα σ’ ένα βρυχώμενο F 84 να παριστάνω τον συγκυβερνήτη του Σπύρου. «Σούδα, Σιέρα Εξρέϊ Γιούνιφορμ Τσάρλι Μάϊκ, αριστερό βασικό είκοσι εννέα».
Τι μαγικά ήταν αυτά τα λόγια του κυβερνήτη. Στα ακουστικά μου ηχούσαν όπως το τραγούδι των Σειρήνων στον Οδυσσέα. Μόνο δεμένος θα μπορούσα κι εγώ πλέον να αντισταθώ στην αίγλη των αιθέρων. «Σιέρα Τσάρλι Μάϊκ, ελεύθερος για προσγείωση είκοσι εννέα, Βορειοδυτικοί …» ακούστηκε ο πύργος, που μας έδωσε άδεια προσγείωσης. Σε μια αρμονική κάθοδο ξαφνικά το θηρίο σήκωσε το ρύγχος του και ένοιωσα τους πίσω τροχούς να ακουμπούν γλυκά στον διάδρομο. «Σούδα, Σιέρα Τσάρλι Μάϊκ, διάδρομος ελεύθερος». Και φτάσαμε στην πίστα και σταματήσαμε και ξύπνησα και κατέβηκα . Βλέποντας το απ’ έξω, καθόλου δεν έμοιαζε με θηρίο. Ένα μικρό διθέσιο υπερελαφρό Tecnam ήταν, μα για μένα ήταν ο ουρανός με τ΄άστρα.
Τι μαγικά ήταν αυτά τα λόγια του κυβερνήτη. Στα ακουστικά μου ηχούσαν όπως το τραγούδι των Σειρήνων στον Οδυσσέα. Μόνο δεμένος θα μπορούσα κι εγώ πλέον να αντισταθώ στην αίγλη των αιθέρων. «Σιέρα Τσάρλι Μάϊκ, ελεύθερος για προσγείωση είκοσι εννέα, Βορειοδυτικοί …» ακούστηκε ο πύργος, που μας έδωσε άδεια προσγείωσης. Σε μια αρμονική κάθοδο ξαφνικά το θηρίο σήκωσε το ρύγχος του και ένοιωσα τους πίσω τροχούς να ακουμπούν γλυκά στον διάδρομο. «Σούδα, Σιέρα Τσάρλι Μάϊκ, διάδρομος ελεύθερος». Και φτάσαμε στην πίστα και σταματήσαμε και ξύπνησα και κατέβηκα . Βλέποντας το απ’ έξω, καθόλου δεν έμοιαζε με θηρίο. Ένα μικρό διθέσιο υπερελαφρό Tecnam ήταν, μα για μένα ήταν ο ουρανός με τ΄άστρα.
Δεν έμεινα εκεί, πως θα μπορούσα άλλωστε. Το πεπρωμένο….
Έγινα μέλος της Λέσχης και μαθητής της και τελείωσα το σχολείο εδάφους και έδωσα εξετάσεις στην Αθήνα και συνέχισα τα μαθήματα πτήσης.
Με τον Κοσμά πλέον, να μου λέει τράβα το πίσω, σιγά, τράβα κι’ άλλο, κι’ άλλο… το σήκωσες!!! εσύ το σήκωσες μόνος σου. Μήπως πέθανα και πήγα στον παράδεισο;
Ήμουνα στην αυλή του Θεού και σεργιάνιζα. Κι έπαιρνα κλίση δεξιά 50 μοίρες και μετά αριστερά. Και μου έμαθε να κάνω στροφές ανόδου και καθόδου, να αυξομοιώνω την ταχύτητα, αλλά να μην βγάζω ποτέ το χέρι μου από αυτό που στο αυτοκίνητο θα το λέγαμε γκάζι.
Μιλώντας για τον Κοσμά, πρόκειται για ένα ερασιτέχνη, αδιόρθωτο εραστή των αιθέρων. Δεν ξέρω πόσα ημερολόγια έχει γεμίσει αφού έχει ξεπεράσει τις 3.500 ώρες πτήση. Συνηθίζω να τον περιγράφω ως τον χειριστή που αφού απογειωθεί και ανέβει ψηλά, κατεβαίνει από το αεροπλανάκι το παίρνει στους ώμους του και κάνει βόλτες στον ουρανό. Τέτοια οικειότητα με τα αεροπλάνα και τους αιθέρες. Αυτός σκέφτεται και το αεροπλάνο υπακούει.
Έγινα μέλος της Λέσχης και μαθητής της και τελείωσα το σχολείο εδάφους και έδωσα εξετάσεις στην Αθήνα και συνέχισα τα μαθήματα πτήσης.
Με τον Κοσμά πλέον, να μου λέει τράβα το πίσω, σιγά, τράβα κι’ άλλο, κι’ άλλο… το σήκωσες!!! εσύ το σήκωσες μόνος σου. Μήπως πέθανα και πήγα στον παράδεισο;
Ήμουνα στην αυλή του Θεού και σεργιάνιζα. Κι έπαιρνα κλίση δεξιά 50 μοίρες και μετά αριστερά. Και μου έμαθε να κάνω στροφές ανόδου και καθόδου, να αυξομοιώνω την ταχύτητα, αλλά να μην βγάζω ποτέ το χέρι μου από αυτό που στο αυτοκίνητο θα το λέγαμε γκάζι.
Μιλώντας για τον Κοσμά, πρόκειται για ένα ερασιτέχνη, αδιόρθωτο εραστή των αιθέρων. Δεν ξέρω πόσα ημερολόγια έχει γεμίσει αφού έχει ξεπεράσει τις 3.500 ώρες πτήση. Συνηθίζω να τον περιγράφω ως τον χειριστή που αφού απογειωθεί και ανέβει ψηλά, κατεβαίνει από το αεροπλανάκι το παίρνει στους ώμους του και κάνει βόλτες στον ουρανό. Τέτοια οικειότητα με τα αεροπλάνα και τους αιθέρες. Αυτός σκέφτεται και το αεροπλάνο υπακούει.
Ώσπου έφασαν τα δύσκολα. «Σούδα, Σιέρα Εξρέϊ Γιούνιφορμ Τσάρλι Μάϊκ, Μάλεμε 2000, άδεια ελεγχόμενης απώλειας στήριξης». Αφού πήραμε έγκριση μου είπε μην φοβηθείς, τώρα θα στολάρουμε και μου εξήγησε τι είναι αυτό.
Σταματάμε την μηχανή, το αεροπλάνο χάνει ταχύτητα, οπότε η πίεση του αέρα κάτω από τις πτέρυγες ελαττώνεται, ώσπου δεν μπορεί να κρατηθεί πλέον και πέφτει.
Το δικό μας επειδή έχει το κέντρο βάρους μπροστά, έβαλε το ρύγχος κάτω και σαν βολίδα ξεχύθηκε προς το έδαφος. Μου έφυγαν να πώ; Έ όχι ακριβώς αλλά παρά λίγο. Και διαπίστωσα αυτό που δεν μου περνούσε από το μυαλό.
Βάζοντας κάτω το ρύγχος αποκτά ταχύτητα, η οποία δημιουργεί την απαιτούμενη πίεση και το επαναφέρει σε πλωϊμότητα με ένα τράβηγμα στο χειριστήριο. Αν συνεχίσει να μην έχει μηχανή θα περιέλθει πάλι σε απώλεια στήριξης, θα βουτήξει, θα αποκτήσει ταχύτητα, θα ξαναρχίσει να πετά κ.ο.κ. μέχρι να καρφωθεί ή να κάτσει στο έδαφος. Χρειάζεται προσοχή μου λέει ο Κοσμάς, να μην πέσει σε περιδίνηση το αεροπλάνο γιατί είναι δύσκολη η επαναφορά του. Βέβαια μετά το πρώτο στολάρισμα εμείς ξαναδώσαμε στροφές στην μηχανή και συνεχίσαμε την εκπαίδευση.
Σταματάμε την μηχανή, το αεροπλάνο χάνει ταχύτητα, οπότε η πίεση του αέρα κάτω από τις πτέρυγες ελαττώνεται, ώσπου δεν μπορεί να κρατηθεί πλέον και πέφτει.
Το δικό μας επειδή έχει το κέντρο βάρους μπροστά, έβαλε το ρύγχος κάτω και σαν βολίδα ξεχύθηκε προς το έδαφος. Μου έφυγαν να πώ; Έ όχι ακριβώς αλλά παρά λίγο. Και διαπίστωσα αυτό που δεν μου περνούσε από το μυαλό.
Βάζοντας κάτω το ρύγχος αποκτά ταχύτητα, η οποία δημιουργεί την απαιτούμενη πίεση και το επαναφέρει σε πλωϊμότητα με ένα τράβηγμα στο χειριστήριο. Αν συνεχίσει να μην έχει μηχανή θα περιέλθει πάλι σε απώλεια στήριξης, θα βουτήξει, θα αποκτήσει ταχύτητα, θα ξαναρχίσει να πετά κ.ο.κ. μέχρι να καρφωθεί ή να κάτσει στο έδαφος. Χρειάζεται προσοχή μου λέει ο Κοσμάς, να μην πέσει σε περιδίνηση το αεροπλάνο γιατί είναι δύσκολη η επαναφορά του. Βέβαια μετά το πρώτο στολάρισμα εμείς ξαναδώσαμε στροφές στην μηχανή και συνεχίσαμε την εκπαίδευση.
Αφού προχωρήσαμε γράφοντας ώρες πτήσεων στο ημερολόγιο μου και αφού ο εκπαιδευτής αισθάνθηκε ικανοποιημένος από την απόδοση, φτάσαμε στον κύκλο του αεροδρομίου. Εδώ σε μικρό χρόνο ο εκπαιδευόμενος πρέπει να δείξει τι έχει μάθει. Τσέκ λίστ, τροχοδρόμιση ευθυγράμμιση, τσέκ λίστ, απογείωση. Ανεβαίνω με 120, στρίβω με 130, ταξιδεύω με 140 Km/h, είναι η εντολή του Κοσμά που την έχει γράψει και στο check list. Διαρκής επαφή με τον πύργο, παρατήρηση οργάνων με ιδιαίτερη προσοχή στο ταχύμετρο και το ύψόμετρο, πλεύση αντίθετα, στροφή καθόδου, ευθυγράμμιση, touch and go και συνεχίζουμε πάλι απ’ την αρχή. Πολλές φορές, πολλές ώρες.
Εδώ θα μάθουμε και το σάλτο μορτάλε. Πως δηλαδή κάνουμε αναγκαστική προσγείωση. Στην άκρη του διαδρόμου, αφού ξεπεράσουμε τα 1000 πόδια, με άδεια του πύργου σβήνει η μηχανή και ακολουθούμε διαδικασίες προσγείωσης χωρίς προωθητική δύναμη. Ρύγχος κάτω, πηδάλια κλίσεως σε θέση για κλειστή στροφή, αντιστροφή κατεύθυνσης, ευθυγράμμιση, κάθοδος, επίπλευση και προσγείωση.
Εδώ θα μάθουμε και το σάλτο μορτάλε. Πως δηλαδή κάνουμε αναγκαστική προσγείωση. Στην άκρη του διαδρόμου, αφού ξεπεράσουμε τα 1000 πόδια, με άδεια του πύργου σβήνει η μηχανή και ακολουθούμε διαδικασίες προσγείωσης χωρίς προωθητική δύναμη. Ρύγχος κάτω, πηδάλια κλίσεως σε θέση για κλειστή στροφή, αντιστροφή κατεύθυνσης, ευθυγράμμιση, κάθοδος, επίπλευση και προσγείωση.
Στον κύκλο ξανά και ξανά και ξανά μέχρι που, μετά από κάποιες ακόμα εκπαιδευτικές ώρες, ξαφνικά επιστέφοντας στην πίστα θα κατέβει ο εκπαιδευτής και θα πεί, «κάνε ένα κύκλο μόνος σου». Το περίφημο solo των υποψηφίων πιλότων. Το πρώτο solo. Είναι τότε που κάθε ίνα του κορμιού και κάθε ψυχικό απόθεμα κουρνιάζουν στην σκιά της μεγαλοσύνης εκείνου.
Ακολούθησα την διαδικασία ελέγχων και μετά κάλεσα τον πύργο. Σούδα. Σιέρα Έξρέϊ Γιούνιφορμ Τσάρλι Μάϊκ, Πίστα ελαφρών, Οδηγίες τροχοδρόμησης, Πρώτο σόλο». Κάποια στιγμή με την άδεια του πύργου, βρέθηκα να τροχοδρομώ και στην συνέχεια να τρέχω στον διάδρομο.
Μόλις το ταχύμετρο έδειξε 100 τράβηξα ελαφρά πίσω το χειριστήριο και σε ένα άνοιγμα των νεφών εκεί μακριά στην προέκταση του 29 προς την Σπάθα, είδα από ύψος 800 ποδών τον ταξίαρχο Μιχαήλ να μου χαμογελά πονηρά και να μου γνέφει με νόημα, «άντε προσγειώσου». Γύρισα στο υπήνεμο οριζοντιώθηκα και ακολουθώντας με ευλάβεια τις οδηγίες, διατήρησα ταχύτητα 140 και ύψος 1000 ώσπου έφτασα σε παράλλαξη με το κατώφλι του 29.
Κατεβάζω στροφές, ανάβω landing light, βάζω on την αντλία καυσίμων και στρίβω. Σούδα, Σιέρα Τσάρλι Μάϊκ, αριστερό βασικό, είκοσι εννέα. Εδώ αρχίζουν τα δύσκολα. Θα τα καταφέρω ή θα φωνάξω στον πύργο «go around»;
Ακολούθησα την διαδικασία ελέγχων και μετά κάλεσα τον πύργο. Σούδα. Σιέρα Έξρέϊ Γιούνιφορμ Τσάρλι Μάϊκ, Πίστα ελαφρών, Οδηγίες τροχοδρόμησης, Πρώτο σόλο». Κάποια στιγμή με την άδεια του πύργου, βρέθηκα να τροχοδρομώ και στην συνέχεια να τρέχω στον διάδρομο.
Μόλις το ταχύμετρο έδειξε 100 τράβηξα ελαφρά πίσω το χειριστήριο και σε ένα άνοιγμα των νεφών εκεί μακριά στην προέκταση του 29 προς την Σπάθα, είδα από ύψος 800 ποδών τον ταξίαρχο Μιχαήλ να μου χαμογελά πονηρά και να μου γνέφει με νόημα, «άντε προσγειώσου». Γύρισα στο υπήνεμο οριζοντιώθηκα και ακολουθώντας με ευλάβεια τις οδηγίες, διατήρησα ταχύτητα 140 και ύψος 1000 ώσπου έφτασα σε παράλλαξη με το κατώφλι του 29.
Κατεβάζω στροφές, ανάβω landing light, βάζω on την αντλία καυσίμων και στρίβω. Σούδα, Σιέρα Τσάρλι Μάϊκ, αριστερό βασικό, είκοσι εννέα. Εδώ αρχίζουν τα δύσκολα. Θα τα καταφέρω ή θα φωνάξω στον πύργο «go around»;
Έγκριση πύργου, ρύγχος κάτω, αυξομείωση στροφών κινητήρα για διατήρηση της ταχύτητας στα 140 Km/h, στροφή αριστερά με κλίση 30 μοιρών που γίνονται 50 πάνω από τον 29, ευθυγράμμιση, κάθοδος.
Καθώς πλησιάζει ο διάδρομος, αυτά τα δευτερόλεπτα της απόφασης, όλα τα νεύρα δένονται κόμπο. Δίπλα στην έξοδο Μπράβο, με ένα τράβηγμα στο χειριστήριο το F84 άρχισε επίπλευση. Δηλαδή άρχισε να πετά με σηκωμένο το ρύγχος, πολύ κοντά πάνω από την άσφαλτο χωρίς να την ακουμπάει. Κόβω τελείως την μηχανή. Η ταχύτητα πέφτει, ένα ελαφρό τράνταγμα και τα βασικά σκέλη ακουμπούν κάτω. Κρατώ με το χειριστήριο το ριναίο σκέλος σηκωμένο και συνεχίζω, ώσπου η επιβράδυνση το κατεβάζει κι’ αυτό. Και τροχοδρομώ και «Σούδα, Σιέρα Τσάρλι Μάϊκ, διάδρομος ελεύθερος» Για να πάρω την απάντηση, «Σιέρα Τσάρλι Μάϊκ, Σούδα, ευχαριστούμε για την συνεργασία, καλώς όρισες στην αεροπορική οικογένεια».
Καθώς πλησιάζει ο διάδρομος, αυτά τα δευτερόλεπτα της απόφασης, όλα τα νεύρα δένονται κόμπο. Δίπλα στην έξοδο Μπράβο, με ένα τράβηγμα στο χειριστήριο το F84 άρχισε επίπλευση. Δηλαδή άρχισε να πετά με σηκωμένο το ρύγχος, πολύ κοντά πάνω από την άσφαλτο χωρίς να την ακουμπάει. Κόβω τελείως την μηχανή. Η ταχύτητα πέφτει, ένα ελαφρό τράνταγμα και τα βασικά σκέλη ακουμπούν κάτω. Κρατώ με το χειριστήριο το ριναίο σκέλος σηκωμένο και συνεχίζω, ώσπου η επιβράδυνση το κατεβάζει κι’ αυτό. Και τροχοδρομώ και «Σούδα, Σιέρα Τσάρλι Μάϊκ, διάδρομος ελεύθερος» Για να πάρω την απάντηση, «Σιέρα Τσάρλι Μάϊκ, Σούδα, ευχαριστούμε για την συνεργασία, καλώς όρισες στην αεροπορική οικογένεια».
Όταν γυρίζεις από το σόλο, δεν είσαι πια ο ίδιος. Δεν είσαι ο προχωρημένος μαθητής που τον άφησαν στο πιλοτήριο να κάνει την πρώτη του μοναχική πτήση. Δεν είσαι ο άνθρωπος που θέλησε να πετάξει.
Εκεί ψηλά κάνεις κουβέντα με τον Θεό, σου δίδει απ΄ το κουράγιο του, παίρνεις από την δύναμη του και τώρα πρέπει, όχι πια να μάθεις να πετάς, μα να ανακαλύψεις μια άλλη ζωή, μια άλλη φιλοσοφία σ΄ένα δρόμο άγνωστο μα φιλικό που περιμένει να προστρέξεις. Στην πραγματικότητα δεν πετάς μόνον εσύ αλλά και ο φόβος. Αυτός όμως για τα καλά γιατί πετά μακριά και για πάντα.
Και επληρώθη η αποκάλυψη.
Ένα ζωντανό όνειρο ήταν, ολοζώντανο. «Κολύμπι στον αέρα».
Εκεί ψηλά κάνεις κουβέντα με τον Θεό, σου δίδει απ΄ το κουράγιο του, παίρνεις από την δύναμη του και τώρα πρέπει, όχι πια να μάθεις να πετάς, μα να ανακαλύψεις μια άλλη ζωή, μια άλλη φιλοσοφία σ΄ένα δρόμο άγνωστο μα φιλικό που περιμένει να προστρέξεις. Στην πραγματικότητα δεν πετάς μόνον εσύ αλλά και ο φόβος. Αυτός όμως για τα καλά γιατί πετά μακριά και για πάντα.
Και επληρώθη η αποκάλυψη.
Ένα ζωντανό όνειρο ήταν, ολοζώντανο. «Κολύμπι στον αέρα».
Όναρ : Όνειρο
Ύπαρ : Οπτασία σε εγρήγορση – Όραμα
Γηραιά Αλβιώνα : Αγγλία.
Ιέρνη : Ιρλανδία.
Θούλη : Ισλανδία.
Γαλλίδα πυρφόρος κυρία : Το άγαλμα της ελευθερίας.
Πουλμανίες : Ανοιχτά τρίκυκλα ή τετράκυκλα ταξί.
Βατσιμάνης : Νυχτοφύλακας (από την Αγγλική Watchman)
Μάπα: Σφουγγαρίστρα (από την Αγγλική Mop).
Μπουρού : Σφυρίχτρα πλοίου που λειτουργεί με αέρα.
Στόρια : Τρόφιμα και άλλα εφόδια (από την Αγγλική Stores).
Μπόνκερ : Καύσιμα (από την Αγγλική Bunker) .
Μικρομετρική ναυτιλία : Παρακολούθηση στίγματος ανά 300 περίπου μέτρα.
Κοράκι : Το ακρόπρωρο (παλιά στολιζόταν με ξυλόγλυπτα)
Σκάπουλος : Ναύτης της βάρδιας, αντικαταστάτης του τιμονιέρη.
Καθρέπτης : Η εμπρός πλευρά των χώρων ενδιαίτησης. Αυτή κάτω από την γέφυρα.
Πούσι : Ομίχλη.
Ράδα : Αγκυροβόλιο.
Ρότα : Πορεία.
Γκάνγουέης : Η κύρια σκάλα επιβίβασης (gangway).
Νόστιμον ήμαρ : Ημέρα επιστροφής.
Διπολική διαταραχή: Ψυχική νόσος.
Α7 (Κουρσάροι) : Μαχητικά αεροπλάνα.
Σιέρα Εξρέϊ Γιούνιφορμ Τσάρλι Μάϊκ (SXUCM) : Το όνομα του αεροπλάνου μας στα ερτζιανά. Σε συντομία Σιέρα Τσάρλι Μάϊκ
Τροχοδρόμιση: Η μετάβαση από το σημείο στάθμευσης στο σημείο ευθυγράμμισης του διαδρόμου και η μετά την προσγείωση επιστροφή στην πίστα.
Touch and go : Κάθοδος, επαφή διαδρόμου, άνοδος.
Go around : Αποτυχία προσγείωσης, πάω για κύκλο.
Σόλο : Πτήση χωρίς άλλο επιβαίνοντα.
Χανιά 28 Μαίου 2017
Ε Θ Α Ι Ο Σ