ΤΟ ΒΡΑΧΙΟΛΙ
|
Προχθές που ξυριζόμουνα βλέποντας στον καθρέπτη
ένα παππού αντίκρυσα να με κοιτά με θλίψη. Πολύ μου ΄πε εξέθρεψες τα μη σου και τα πρέπει και τη ζωή σου έζησες μ΄ ανία και σε πλήξη. Δυό μέρες τώρα στην σειρά τα λόγια συλλογούμαι. Κι αναρωτιέμαι αν ποτέ δεν ήμουνα δεμένος, στις κοινωνίας τις χορδές που γύρω μου θυμούμαι, με νόμους και με έθιμα, να είμαι μπερδεμένος. Σήκωσα το κεφάλι μου ψηλά στον ουρανό. Να ανασάνω θέλησα αμόλυντο αέρα μα ένα μπίπ ακούστηκε να βγαίνει απ΄ το κενό, ένδειξη απ΄ τα όρια πως είχα φύγει πέρα. Με ειδοποίησε λοιπόν πως είχα κάνει λάθος. Ήταν η πρώτη μου φορά και δεν με τιμωρούσε Αλλά να βάλω όρια σε κάθε νέο πάθος γιατί το ανεξέλεγκτο κακό το θεωρούσε. Μόνο αέρα καθαρό και διαπιστευμένο να ανασάνω διέταξαν, να ‘χει τα σήματα της, η εταιρεία τον πωλεί σε φιάλη σφραγισμένο, και θέλει να προστατευθούν τα δικαιώματα της. Μήνες και χρόνους προσπαθώ να βγάλω το βραχιόλι που θα φορούν μελλοντικά όλοι οι φυλακισμένοι. Δεν μ΄ άφηναν να λυτρωθώ κι όχι μου λέγαν όλοι, γύρνα και κοίτα γύρω σου, είν΄ όλοι ευτυχισμένοι. Μα μια του κλέφτη δυό και τρείς, έσπασε το βραχιόλι, και βγήκα απ΄ την περίμετρο του ασφαλούς μου βίου. Πάω σε μέρη άγνωστα, πιά φεύγω από την πόλη, εκτεθειμένος ως βορά του κάθε μικροβίου. Θέλω ψηλά στον ουρανό ν΄αγγίξω τους αιθέρες
ισως εκεί με τον θεό να πιάσουμε κουβέντα. Θέλω να χαίρω ξέχωρα όλες μου τις ημέρες να ζήσω χωρίς ενοχές, όλα τ΄ αναβληθέντα. Θέλω να δω τ΄ απύθμενου ωκεανού τα βάθη, στα σκοτεινά του τα νερά την σκέψη κατανέμω, εκεί που σβήνει η ομορφιά και χάνονται τα πάθη, να έχω θέλω την χαρά να δω τον κάπτεν Νέμο. Θέλω να νοιώθω μυρωδιές της μέντας της γαρδένιας, λεβάντας, αμπαρόριζας, βασιλικού και δυόσμου, να οσφραίνομαι όλα τα φυτά χωρίς το βάρος έγνοιας, γιατί ΄ναι μες τις ευωδιές ο κόσμος ο δικός μου. Τα πρέπει μου τελειώσανε, τα μη δεν με αγγίζουν, κουράστηκα να τα τιμώ να ΄μαι καλό παιδί, τα θέλω έχουνε σειρά που την ψυχή φροντίζουν αυτήν που είχα επί μακρόν κλεισμένη με κλειδί. ΄Ολοι μου λέτε τι ΄ν αυτά μαζέψου, είσαι μεγάλος, ροπή σε τέτοια λέγεται και παλιμπαιδισμός, δεν είμ΄ εγώ σας απαντώ θα ΄ναι κανένας άλλος, μες τον καθρέπτη γίνεται αντικατοπτρισμός. Τι λέω τώρα βλέπετε; Δύναμη της συνήθειας. Μα πλέον δεν νοιώθω ντροπή ούτε κάτι φοβάμαι, ήρθε η ώρα του φωτός και όλης της αλήθειας, τα θέλω μου ακολουθώ κι ευτυχισμένος θα ΄μαι. Ε Θ Α Ι Ο Σ |