Μεγαλοβδομάδα: Ντελόγο από την Κυριακή των Βαγιώ το βράδυ που βγαίνει ο Νυμφίος με τον μυροβόλο στολισμό τσι εικόνας, αρχίξανε οι αγρυπνιές. Έτσα τσι λέγαμε τσι βραδινές ακολουθίες των ημερών αυτών. Από τη Μεγάλη Τετάρτη μαλώνουνε οι μυρωδιές στσι γειτονιές και στα σοκάκια. Αλλού μυρίζεις πιο πολύ τα καλιτσούνια, αλλού τα τσουρέκια κι αλλού τα γαλατερά. Κιανέ ξανοίξετε τσι κουτσούνες για τα μικιά κοπέλια με το κόκκινο αυγό απάνω, δα θαμάξετε τη ομορφιάντωνε. Τα κόκκινα αυγά βάφουνται τη Μεγάλη Πέφτη. Τα Ντελικανιδάκια που όλη τη Μεγάλη Σαρακοστή κουβαλούνε τα ξύλα για τη Φουνάρα, τη Μ. Παρασκή πρωί πρωί ξαμολούνται να φέρουνε λεμονόβεργες για να στήσουνε τσι αψίδες απάνω στον επιτάφιο. Την ιδιαμένη ώρα τα κορασοπούλια γυρίζουνε στσι γειτονιές και κορφολογούνε γλάστρες και μπαξέδες, επισκέπτονται λεμονιές και μαζώνουνε τα κρίνα, τσι βιολέτες και τ΄άλλα λουλούδια που δα τα πάνε να τονε στολίσουνε. Κι ίδια εκεινιά την ώρα που οι κοπελιές δα στολίζουνε, τα ντελικανιδάκια κάθουνται στα αναλόγια και ψάλουνε τα εγκώμια.
Κι απόει; Μεγάλο μου Σαββάτο και πώς δα σε περάσω, απούχεις πέντε ταχινές και πέντε μεσημέρια και πέντε απομεσήμερα κι ακόμη έχεις μέρα. Τούτηνια τη μέρα δα κρεμαστεί κι ο Ιούδας απάνω στα ξύλα για να τονε κάψει η Φουνάρα. Κι όντε δα βάλουνε τον πυρόβολο και την ανάψουνε στο Χριστός ανέστη, δα γλακούνε γύρω γύρω ίσαμε το πρωί να παντούνε για να μη φουναρίσει πράμα άλλο. Εκειά τσουγκρίζουνε και τα κόκκινα αυγά ντως. Το ξημέρωμα δα τηνε κάμουνε βουρίδι για να σβήσουνε όλα τα κάρβουνα κι απόει δα πάνε να θέσουνε.