Επειδή τα κότσια μου δεν είναι για την Σαμαριά, ούτε για τον δρόμο της Ρέας που καβαλά το Αιγαίον όρος, επέλεξα το Αυλάκι Καθολικού. Εδώ στην Κρήτη δεν χρειάζεται να ψάξουμε για να βρούμε φαράγγια. Αφήσαμε το αυτοκίνητο έξω από την Κυρία των Αγγέλων στην μονή Γουβερνέτου. Το πέρασμα όπως φαίνεται ανήκει στην μονή διότι, υπάρχει πόρτα που μπαίνουμε και πόρτα που βγαίνουμε από την ιδιοκτησία της μονής για να βρεθούμε στο γρανιτένιο μονοπάτι. Αμέσως έξω από την βόρεια πόρτα, συναντάμε ένα μονόλιθο στημένο όρθιο, που πάνω του είναι γραμμένα τα ονόματα των Ακρωτηριανών πεσόντων κατά τον Β΄ Π.Π.
Το ρολόι έδειχνε 09:30. Δυό βήματα παρακάτω ξεδιπλώνεται μπροστά μας το μονοπάτι που οδηγεί στην κοίτη του φαραγγιού. Δεν βιαζόμασταν. Κατηφορίζαμε παρατηρώντας, συζητώντας και φωτογραφίζοντας. Πιο κάτω βρήκαμε την Αρκουδοσπηλιά που πήρε το όνομα της από ένα σταλαγμίτη με την μορφή αυτού του ζώου. Εδώ υπήρχε ιερό της θεάς Αρτέμιδος. Φαίνεται η περιοχή από την αρχαιότητα έβριθε άγριας πανίδας. Ερχόμενοι με το αυτοκίνητο σ΄όλη την ορεινή διαδρομή συναντήσαμε παρκαρισμένα στην άκρη του δρόμου μονοκάμπινα και διπλοκάμπινα που τα περισσότερα είχαν στην καρότσα το σκυλόσπιτο. Ξανά φωτογραφίες. Στην έξοδό ξαποστάσαμε για λίγο και συνεχίσαμε τον δρόμο μας.
Το τοπίο γινόταν ομορφότερο καθώς αφήναμε όλο και περισσότερο πίσω μας την κορυφή. Η παρέα μου που είχε ξανάρθει πριν είκοσι χρόνια, κοιτούσε το στρωμένο με πέτρες δρομάκι και μουρμούριζε, κοίτα πως το έφτιαξαν το μονοπάτι! τότε δεν υπήρχε τίποτα, δρόμος για κατσίκες ήταν, τώρα είναι πολύ καλύτερα και πολύ πιο εύκολα. Εγώ συλλογισμένος ακολουθούσα, ενώ ένα μεγάλο ερωτηματικό που γινόταν φόβος με απασχολούσε. Θα τα καταφέρω στη επιστροφή; Αθλητής του καναπέ γαρ, με άπειρες προπονήσεις και άλλους τόσους αγώνες στους οποίους πρώτευσα, τώρα άρχισα να χάνω το θάρρος μου. Βέβαια η ντροπή (ο εγωϊσμός δηλαδή) δεν επιτρέπει την εξωτερίκευση τέτοιων αδυναμιών. Είμαι κι εγώ μεγαλωμένος με το, «κατέχεις ποιος είμ΄ εγώ ρέ;». Τρείς, ή τέσσερεις φορές αναζητήσαμε πεζούλι. Κάποια στιγμή το λιθόστρωτο τελείωσε και το δρομάκι χάθηκε. Ένα μέρος της διαδρομής πάνω από τον γκρεμό δεν είχε φτιαχτεί, σημαδεμένο όμως από τα περάσματα των ανθρώπων εκατοντάδες τουλάχιστον χρόνια, δεν άφηνε αμφιβολία για την κατεύθυνση. Σε πολύ λίγο ήμασταν στο χείλος του γκρεμού, πάνω από την κοίτη. Από εκεί οδηγούσαν τα ίχνη.
Μόλις άρχισε η απότομη κατηφόρα εμφανί-στηκαν σκολοπάτια σκαμμένα & χτισμένα στον βράχο με τοιχίο στην εξωτερική πλευρά. Ασφαλή αλλά λίγο ψηλά και δύσκολα στην κάθοδο. Μπροστά μας χαμηλά μια γέφυρα ένωνε τις δυό πλευρές του φαραγγιού. Στο τελευταίο κομμάτι της σκάλας βρεθήκαμε έξω από την σπηλιά του Οσίου Ιωάννου του Ερημίτη. Χρειάζεται οπωσδήποτε καλός φακός και επιπλέον μπαταρίες. Κάποιοι φρόντισαν και άπλωσαν σχοινάκια που παίζουν τον ρόλο του μίτου της Αριάδνης. Το βάθος του σπηλαίου κατά πώς διαβάζω είναι 135 ή κατ΄άλλους 151 μέτρα, σε μορφή οριζόντιας γαλαρίας. Εμείς δεν πρέπει να ξεπεράσαμε τα δεκαπέντε.
Λίγο πιο κάτω, σαράντα μέτρα πάνω από την κοίτη, ο σπηλαιώδης ναός λαξευμένος στον βράχο, με χτισμένη την μία μόνο πλευρά του. Κοντά, δύο πετρόκτιστα κτίρια στέγαζαν τα κελιά των μοναχών ενώ η γέφυρα αποτελούσε την αυλή της μονής. Ιδρύθηκε τον 6ο ή 7ο μ.Χ. αιώνα και ονομάστηκε Καθολικό, ενώ θεωρείται η πρώτη μονή της Κρήτης, εορτάζουσα την 7η Οκτωβρίου.
Μέχρι αυτό το σημείο κατάφερα να φτάσω. Από την γέφυρα μέχρι την κοίτη δεν υπάρχει μονοπάτι και η απότομη καθοδος γίνεται γλιστρώντας καθιστά, (ολισθαίνοντας) στον βράχο. Δεν το τόλμησα γιατί δεν είχα προετοιμαστεί ενδυματολογικά, διαβάζω όμως πως η απόσταση από την γέφυρα μέχρι την θάλασσα είναι διάρκειας 20 λεπτών. Εκεί κοντά στην έξοδο του φαραγγιού υπάρχουν σπηλιές ασκητών και στην συνέχεια το φαράγγι τελειώνει σε μια στενή βραχώδη σχισμή που η θάλασσα εισχωρεί προς την κοίτη.
Ώρα επιστροφής. Βλέπω την σκάλα και αμφιταλαντεύομαι, αλλά δεν μπορώ να μείνω για πάντα εκεί. Το παίρνω απόφαση λοιπόν και ξεκινώ. Στα 30 σκαλοπάτια ένοιωσα να μου κόβονται τα γόνατα. Στάση, κάθισμα, ανάσες. Πέντε λεπτά και πάλι στην άνοδο και πάλι τα γόνατα και πάλι διάλλειμα. Στην Τρίτη προσπάθεια έφτασα στην κορυφή της και ξεθαρρεμένος άρχισα να διακωμωδώ τις δυνάμεις μου. Μετά από αυτό, στο γρανιτένιο μονοπάτι μόνο μια φορά κάναμε στάση. Συναντήσαμε ένα ζευγάρι Ισπανών και κουβεντιαστά βρεθήκαμε στην βόρεια πόρτα του αυλόγυρου της μονής Γουβερνέτου σε υψόμετρο 260 μέτρα. Η ώρα ήταν 12:20.