Τα πάντα είναι παντοτινά (Omnia Aeterna)
Κρυμμένος σε μια πτυχή του χρόνου βλέπει να ξεδιπλώνεται η ζωή. Παρελθόν και μέλλον εκεί, ανεμίζουν παντιέρες τα βήματά του. Άγουρο αγόρι και τρομαγμένο την γενέθλια Γη πίσω άφησε , με τα όνειρα παραμάσχαλα και την ελπίδα στο καρσί σαλπάρισε για τόπους άγνωστους. Στο λιμανάκι της αυγής του είδε οπτασία να περνά, μα στου χεριού το άγγιγμα ΄κείνη τραβήχτηκε μ΄ ενόχληση. Όταν στον ίδιο δρόμο πάλι σιμά βρεθήκανε, σαν τ΄ακροδάχτυλα ακουμπήσαν τρυφερά, γοργά ξεμάκρυνε κι εχάθει. Σ΄ αυτή την δεύτερη, την ύστατη στιγμή κολλήσανε οι μνήμες πάνω σ΄ αρνητικό ασπρόμαυρης φωτογραφίας. Ύστερα ήρθε το τίποτα του όλου και το μηδέν του απείρου να μπερδέψουν τις σκέψεις, που νεκροζώντανες κρυμμένες στα σύννεφα του χάους με αιώνια προσμονή καιροφυλαχτούν. Όσο η πτυχή του χρόνου ξετυλίγεται να καλύψει το επόμενο κενό τόσο οι εικόνες επιστρέφουν πάνω σε φόντο ξεθωριασμένο να μαλώσουν με την θέληση και να διεκδικήσουν τα θέλω. Εκεί στον γκρεμό της σκέψης που αντικρύζει την άβυσσο σαν δεν πηδήξεις, δεν θα μάθεις αν πετάς. |