ΦΑΓΟΠΟΤΙ - ΤΣΙΡΙΤΡΟ Μία μέρα που καθόμουν σπίτι και βαριόμουνα πολύ, σκέφτηκα να βρω παρέα μ’ ενδιαφέρον, στο γυαλί. Δύο κανάλια είχαν σειρές, σ' ένα παίζανε παιγνίδια και στο τέταρτο κουδούνια από ένα κοπάδι γίδια. Όπως έψαχνα να βρω εκπομπή να μου αρέσει, στάθηκα σε μιά εικόνα, μ΄ αμφιθέατρο στη μέση. Είχε κάτω που πατούσαν, ένα κόκκινο χαλί κι' έμεινα να την χαζεύω γιατί μ' άρεσε πολύ. Ένας άνδρας με γραβάτα απ' την έδρα εμιλούσε, το κοινό ενθουσιασμένο, όρθιο χειροκροτούσε. Μίλαγε με παρρησία και ο λόγος του μεστός, μα δεν είχα καταλάβει κι αισθανόμουνα κουτός. Όταν πρόσεξα τι λέει και για ποιο πράγμα μιλούσε εκατάλαβα πως κάποιους από ‘κει κατηγορούσε. Έλεγε για Βατοπέδι, που ξεπούλησαν την γη και εκάλεσε τον κόσμο να ψηφίσει αλλαγή. Τα ομόλογα του κράτους είχαν τώρα δομηθεί, και με μίζες πούχαν πάρει, κάποιοι είχαν βολευτεί. Θύμωσα μ΄ αυτούς τους κάποιους που ΄σανε διεφθαρμένοι, είπα τώρα θα ψηφίσω όσους είναι τιμημένοι. Ύστερα ανέβηκε άλλος κατηφής και θυμωμένος, που εμίλησε ο πρώτος, ως ο μη εκτεθειμένος. Άρχισε λοιπόν να λέει όπως κούναγε το χέρι, πως στα σκάνδαλα θα βάλει, ως το κόκκαλο μαχαίρι. Μετά στράφηκε στους άλλους, τους δικούς του κατηγόρους και τους είπε μην μιλάτε, παραβήκατε τους όρους. Τι να θυμηθούμε πρώτα, μήπως το χρηματιστήριο; που στη φτώχεια του πολίτη στέκεται πρώτο πειστήριο. Μήπως να θυμίσω Ζήμενς, ση φορ άϊ κι άλλα κόλπα ή το σκάνδαλο εκείνο που αγοράσατε τα όπλα. Σεις για μίζες μη μιλάτε γιατί είστε μολυσμένοι, έχετε και την φωλιά σας από χρόνια λερωμένη. Έμεινα να τους ακούω, με το στόμα ανοιχτό που έλεγε ένας στον άλλο, εσείς κάνατε κακό. Θυμωμένος πια με όλους ήρθε ώρα νάμαι εγώ, που θαρρούσαν πως θα κάνω, για εκείνους το λαγό. Είδα τώρα την αλήθεια, πως τρωγόπιναν οι φίλοι, σαν σπουργίτια σε μια ρόγα από κόκκινο σταφύλι. Δεν χορταίνουν με το λίγο, θέλουν όλο το ψητό και θα μένουν πάντα φίλοι, τσιριτρί τσιριτρό. |