Το έθιμο του Λαζάρου στον Ξιδά (Λύττος) και την ευρύτερη περιοχή.
Το θυμάμαι ζωντανό μέχρι τα μέσα της 8ης δεκαετίας του 20στού αιώνα. Μια λυγισμένη λεμονόβεργα (φρέσκο κλαδί λεμονιάς) ντυμένη με περδικούλια και κεφαλάδες (άγρια ζουμπούλια), λουλούδια που στολίζουν τα χωράφια αυτή την εποχή, συνέθεταν ένα πανέμορφο στεφάνι. Την όλη κατασκευή στερεώναμε στην άκρη ενός καλαμιού μήκους ενός περίπου μέτρου. Στο καλάμι ανάμεσα στα χέρια κρεμόταν το καλαθάκι για τα αυγά που μας έδιναν οι νοικοκυρές του χωριού. Φορώντας τα καλά μας και κρατώντας τον Λάζαρο καμαρώνοντας την ομορφιά του, μπαίναμε στα σπίτια και τραγουδούσαμε, |
[Σήμερον έρχετ’ ο Χριστός
ο επουράνιος Θεός, εν πόλει Βηθανία Μάρθα κλαίει και Μαρία. Λάζαρον τον αδερφό τους τον γλυκύ καρδιακό τους. Τον μοιρολογούν και λένε τον μοιρολογούν και κλαίνε. Τρεις ημέρες τον θρηνούσαν και τονε μοιρολογούσαν. Την ημέρα την τετάρτη κίνησε ο Χριστός για να’ ρθει και εβγήκεν η Μαρία έξω από την Βηθανία. και εμπρός το γόνυ κλει και τα πόδια του φιλεί. Αν εδώ ήσουν Χριστέ μου, δεν θα πέθαιν΄ αδερφός μου. Μα και τώρα εγώ πιστεύω και καλότατα ηξεύρω, πως μπορείς αν το θελήσεις και νεκρούς να αναστήσεις. Λέγε, πίστευε Μαρία άγομεν εις τα μνημεία Τότε ο Χριστός δακρύζει και τον Άδη φοβερίζει: Άδη, Τάρταρε και Χάρο Λάζαρο θα σου τον πάρω. Δεύρο έξω Λάζαρε μου, φίλε και αγαπητέ μου. Και παρευθύς από τον Άδη ως εξαίσιο σημάδι, Λάζαρος απελυτρώθει, ανεστήθει κι εσηκώθει. Ζωντανός σαβανωμένος και με το κερί ζωσμένος. Τότε Μάρθα κι η Μαρία τότε όλη η Βηθανία Μαθητές και Αποστόλοι τότε ευρεθήκαν όλοι. Δόξα τω Θεώ φωνάζουν και το Λάζαρο ΄ξετάζουν. Λάζαρε πες μας τι είδες εις τον Άδη όπου πήγες, Είδα φόβους, είδα τρόμους είδα βάσανα και πόνους. Δώστε μου νερό λιγάκι να ξεπλύνω το φαρμάκι, της καρδίας, των χειλέων και μη με ρωτάτε πλέον. Του χρόνου πάλι να ’ρθουμε, με υγεία να σας βρούμε. στο σπίτι σας χαρούμενους, τον Λάζαρο να πούμε. Χρόνια πολλά.] |
«Είδα φόβους είδα τρόμους». Αυτά που συνάντησε στον κάτω κόσμο, ήταν «φαρμάκι της καρδίας και των χειλέων» και άφησαν τόσο βαθιά σημάδια στην ψυχή του Λαζάρου, που δεν γέλασε ποτέ πιά και ονομάστηκε αγέλαστος. Μόνο όταν κάποτε είδε άνθρωπο να κλέβει μια στάμνα είπε. «Βρε τον φουκαρά, ξέχασε πως κι αυτός είναι από χώμα όπως το σταμνί. Το ΄να χώμα κλέβει τ' άλλο. Είναι για να γελά ο κάθε πικραμένος» Ήταν η μοναδική φορά που χαμογέλασε στην αναστημένη του ζωή. Ε Θ Α Ι Ο Σ |