Δεν ήταν θάνατος, δεν ήταν λήθαργος. Επιμενίδειος ύπνος ήταν που κράτησε όχι 57 αλλά 1.653 χρόνια (από τον σεισμό των 8,7 ρίχτερ της 21ης Ιουλίου 365 μ.Χ που ανέδυσε κατά 9-10 μέτρα τις ακτές της δυτικής Κρήτης). Άπτερα. Στις πινακίδες της Γραμμικής Β΄ αναφέρεται ως «a-pa-ta-wa». Πόλις-κράτος της δυτικής Κρήτης με περίοδο ακμής στις αρχές της Ελληνιστικής περιόδου (τέλη 4ου & 3ο π.Χ. αιώνα), εποχή που χτίστηκε και το περιμετρικό της τείχος μήκους 3.480 μέτρων. Ερείπια ναών και τάφων στην περιοχή οδηγούν στην γεωμετρική εποχή. Στα ρωμαϊκά χρόνια, επίσης γνώρισε μια νέα μεγάλη περίοδο ακμής. Στην πόλη έχουν αναφερθεί οι , Σκύλαξ (5ος αι. π.Χ.), Στράβων (1ος αι. π.Χ. - 1ος αι. μ.Χ.), Πλίνιος (1ος αι. μ.Χ.), Διονύσιος Καλλιφώντος & Πτολεμαίος (2ος αι. μ.Χ.). Ήταν πολύ πλούσια με δύο λιμάνια, την Κίσσαμο και την Μινώα, στις σημερινές θέσεις Καλάμι και Μαράθι αντίστοιχα. Το εμπόριο λοιπόν ως είναι φυσικό, ήταν ιδιαιτέρως ανεπτυγμένο. Από το λατομείο της Βερεκύνθου (αρχαιότερο της Ευρώπης) εξορύσσονταν μεγάλες ποσότητες σιδήρου και ορείχαλκου. «Λέγεται πως οι Κρήτες Ιδαίοι Δάκτυλοι ανακάλυψαν τη φωτιά, τη χρήση του σιδήρου και του χαλκού στη χώρα των Απτεραίων, στο λεγόμενο Βερέκυνθο (όρος), καθώς και τον τρόπο επεξεργασίας τους.» (Διόδωρος Σικελιώτης Ιστορ. βιβλιοθήκη Ε΄ 64)
Δεν θα μπορούσε λοιπόν αυτή η πόλις να μην διαθέτει ανάλογο θέατρο. Χτίστηκε την Ελληνιστική περίοδο, ενώ τον 1ο μ.Χ. αιώνα έγιναν μετασκευές, αναστυλώσεις και συμπληρώσεις. Η συστηματική ανασκαφή που ξεκίνησε τον Ιούλιο του 2008, ολοκληρώθηκε τον Νοέμβριο του 2015. Σήμερα είναι χωρητικότητος 300 θεατών. Στο θέατρο αναφέρεται επίσης και ο Ενετός στρατιωτικός Μηχανικός και Χαρτογράφος Fr. Basilicata στα μέσα του 17ου μ.Χ. αιώνα.
Την Παρασκευή, 29 Ιουνίου 2018 και ώρα 20:30, ξύπνησε αυτός ο ναός της υποκριτικής τέχνης με την Ραψωδία «μ΄» της Οδύσσειας. Οι τυχεροί που παραβρέθηκαν στην ιεροτελεστία, με την συγκίνηση της μακρόχρονης σιωπής, παρακολούθησαν εκστασιασμένοι την αφήγηση της Σοφίας Χιλλ και του Αντώνη Μυριαγκού οι οποίοι με υπόκρουση της λύρας του Γ. Καλούδη και το κανονάκι της Ρουθ Χιλλ, παρέδωσαν τις φωνές τους στον άνεμο. Εκείνος, φουσκωμένος από ικανοποίηση και περηφάνια τις στροβίλισε και τις ταξίδεψε από τον κόλπο τις Σούδας μέχρι τις Μαδάρες, εκεί ψηλά που τα κοπάδια στην αρμονία του ήχου τίναξαν το λαιμό και ήχησαν τα κουδούνια τους σαν μια συγχορδία από αρχαίες άρπες.
1.630 έτη είναι μια αιωνιότητα στον πεπερασμένο ανθρώπινο χρόνο. Όμως εκείνο, όλα αυτά τα χρόνια έμενε σιωπηλό και με υπομονή περίμενε. Περίμενε εμάς, που είχαμε την τύχη να βρεθούμε στην αγκαλιά του αυτό το θερινό λυκόφως. Με την αυθάδεια του σύγχρονου ανθρώπου, πήραμε τις θέσεις κάποιων προ-προγόνων οι οποίοι στην θέα των Λευκών Ορέων παρακολουθούσαν τα έργα του Θαλήτα του Γορτύνιου, του Αριανού του Βηναίου, του Μεσομήδη, αλλά ίσως και των Σοφοκλή, Ευριπίδη, Αριστοφάνη.
Εμείς βέβαια παρακολουθήσαμε την αφήγηση της ραψωδίας μ΄ στην οποία όπως ανέφεραν οι διοργανωτές «... παρακολουθούμε τους ήρωες να συντρίβονται, όχι από την ανεξέλεγκτη και τυφλή τιμωρητική διάθεση των θεών αλλά από τη δική τους ανυπακοή και την υπέρβαση των ορίων - γεγονός που συνιστά πρόκληση του κλασικού ηθικού σχήματος “Ύβρις - Τίσις – Νέμεσις”, το οποίο χαρακτηρίζει την κοσμοαντίληψη των αρχαίων Ελλήνων». Ίσως και οι Απτεραίοι, τότε, να παρακολουθούσαν στον ίδιο χώρο έργα του Ομήρου. Πάντως η βάση της λίθινης θυμέλης του Διονύσου στο κέντρο της ορχήστρας παρέμεινε ανενεργή, χωρίς εναρκτήρια θυσία.
«Μα όταν πια θα 'χουν οι σύντροφοι σου περάσει τις Σειρήνες, από εδώ κι εμπρός στους δυο δρόμους που σου ανοίγονται μην με ρωτήσεις ποιόν θα πάρεις, την απόφαση πρέπει να την πάρεις μόνος σου». μ΄ 55.