Η παπαδιά
Με πόνο και μαράζι στην καρδιά στενάζει και θρηνεί μια παπαδιά. Ας είναι στο χωριό η πρεσβυτέρα, η δόλια δεν θωρεί μια άσπρη μέρα. Τη μια ΄χει ο παπάς εσπερινό Την άλλη λειτουργιά το πρωϊνό. Ο έρωτας την πόρτα της χτυπά, μ΄ από κοντά της χάνει τον παπά. Κοιμάται μοναχή κάθε γιορτή
νηστεύει όλη την σαρακοστή, μα πάλι όταν έρθει Πασχαλιά, η δόλια δεν χορταίνει τα φιλιά. Καινούριες φανερώνουν λειτουργιές βαφτίσια, πανηγύρια, παντρειγιές. Πηγαίνει ο παπάς στην Εκλησσά κι η παπαδιά φυσά και ξεφυσά. |
Είναι η στεναχώρια της βαριά
μα τώρα πιά δεν παίρνει γιατρειά. Έπρεπε πιο μπροστά να το σκεφτεί σαν ήθελε παπά να παντρευτεί. Ε Θ Α Ι Ο Σ
|