Μπαρκάρισμα
Σαν παίρνω την βαλίτσα μου και σε φιλώ στα χείλι,
μου σκοτεινιάζει ο ουρανός κι ας είναι μόνο δείλι. Γερμένος απ΄την κουπαστή του πλοίου της γραμμής,
αυτό τους κάβους του αμολά, χανόμαστε εμείς. Αρχίζουν τώρα βάσανα που φέρνει ο χωρισμός, και μέρα νύχτα τα κλωθεί ο νους κι ο λογισμός. Την άλλη μέρα το πρωϊ απ΄την ακτή Μιαούλη θα φύγω μ’ εισιτήριο μιας πτήσης για την Θούλη. Απ΄το λιμάνι που θα βρω το πλοίο να μπαρκάρω, ψάχνω να βρω ΄να θάλαμο τηλέφωνο να πάρω. Ν΄ακούω την φωνούλα σου και να σου λέω πως, καλό ΄ναι το καράβι μας κι ο κόσμος του καλός. Οργώνουμε τις θάλασσες χωρίς σταματημό, φουρτούνες μα και θύελλες δεν έχουν τελειωμό. Μα σαν κάποτε φτάσουμε σε κανένα λιμάνι
κι αρχίσουν τα τρεχάματα φορτώσεις, εκφορτώσεις, αχ Θε' μου να ‘χω γράμματα. Έτσι περνάει ο καιρός επάνω στο καράβι. Φουρτούνα μια στο πέλαγος μια άλλη στην καρδιά και η ψυχή μου μαύρη. Γαλήνη έχω στην καρδιά για μια στιγμή μονάχα, σαν σκέφτομαι τον γυρισμό, πώς ξεμπαρκάρω τάχα. Καλοκαίρι 1985
ΕΘΑΙΟΣ |