-1821 -Η πρώτη και μόνη επίσημη αναγνώριση παγκοσμίως της Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας της Ελλάδος, ήρθε από το μακρινό φτωχό κράτος Χαΐτιον (Αϊτή). Η Αϊτή η οποία είχε ανακηρύξει την ανεξαρτησία της μόλις το 1804 έγινε το πρώτο ελεύθερο κράτος εγχρώμων. Λίγο πριν το 1794 είχε γίνει η πρώτη χώρα που κατήργησε επίσημα την δουλεία. Την εποχή που η Ιερά Συμμαχία δήλωνε ότι «κάθε επανάσταση είναι έργο του Σατανά και κάθε σκλαβιά κάτω από το ζυγό του σουλτάνου είναι ευλογημένη από το Θεό», την εποχή που αυτές οι μεγάλες δυνάμεις καταδίκασαν την ελληνική επανάσταση θεωρώντας τη διακήρυξή της «αυθάδη και αδεξία», το διευθυντήριο του Παρισιού, με τον Αδαμάντιο Κοραή, απευθύνθηκε όπως στα άλλα κράτη και στον πρόεδρο του Χαϊτίου ζητώντας 30.000 όπλα, χρήματα και ένα σύνταγμα Αϊτινών στην Υδρα. Κόντρα στην θέληση των «αιωνίων φίλων» της χώρας μας, στέλνει 45 τόνους καφέ προς πώληση για την αγορά οπλισμού και 100 Αϊτινούς εθελοντές οι οποίοι δεν κατάφεραν να φτάσουν και πέθαναν από τις κακουχίες κατά την διαδρομή.
Είναι άξιοι μνείας και τιμής.
«πάνω στις κορφές του Άθω και τις Άνδεις κυματίζει λάβαρο που είναι το ίδιο και δύο κόσμους χαιρετίζει». Λόρδος Βύρων
Η επιστολή του προέδρου της Αϊτής προς τους Έλληνες , διασώθηκε, σε ελληνική μετάφραση, στο «Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως» του φιλικού και αγωνιστή του ’21, Ιωάννου Φιλήμονος:
Ζαν Πιερ Μπουαγέ, πρόεδρος του Χαϊτίου,
προς τους Πολίτας της Ελλάδος Α. Κοραήν, Κ. Πολυχρονιάδην, Α. Βογορίδην και Κ. Κλωνάρην. Εις Παρισίους
Πριν ή δεχθώμεν την επιστολή υμών, σημειουμένην εκ Παρισίων τη 20η παρελθόντος Αυγούστου, έφθασεν ενταύθα η είδησις της επαναστάσεως των συμπολιτών υμών κατά του δεσποτισμού, του επί τρεις περίπου διαρκέσαντος εκατονταετηρίδας. Μετά μεγάλου ενθουσιασμού εμάθομεν ότι η Ελλάς αναγκασθείσα τέλος πάντων εδράξατο των όπλων, ίνα κτήσηται της ελευθερίαν αυτής και την θέσιν, ήν μεταξύ των εθνών του κόσμου κατείχε. Μία τόσον ωραία και τόσον νόμιμος υπόθεσις, και προ πάντων αι συνοδεύσασαι ταύτην πρώται επιτυχίαι, ουκ εισίν αδιάφοροι τοις Χαϊτίοις, οίτινες, ως οι Ελληνες επί πολύν καιρόν έκλινον τον αυχένα υπό ζυγόν επονείδιστον και δια των αλύσεων αυτών συνέτριψαν την κεφαλήν της τυραννίας. Ευχηθέντες προς τον ουρανόν, όπως υπερασπισθή τους απογόνους του Λεωνίδου , εσκέφθημεν ίνα συντρέξωμεν τας γενναίας δυνάμεις τούτων, ει μη διά στρατευμάτων και πολεμοφοδίων, τουλάχιστον διά χρημάτων, ως χρησίμων εσομένων διά προμήθειαν όπλων, ών έχετε ανάγκην. Συμβεβηκότα όμως, επιβαλόντα τη πατρίδι ημών μεγάλην ανάγκην. επησχόλησαν όλον το χρηματικόν, εξ ού η Διοίκησις ηδύνατο καταβάλει μέρος. Σήμερον έτι η επανάστασις, η κατά το ανατολικόν μέρος της νήσου επικρατούσα, υπάρχει νέον προς την εκτέλεσιν αυτού του σκοπού κώλυμα. Επειδή το μέρος όπερ ηνώθη μετά της Δημοκρατίας, ής προεδρεύω, υπάρχει εν μεγίστη ενδεία και προκαλεί δικαίως μεγάλην του ταμείου ημών την δαπάνην. Εάν δ’ επέλθωσι κατάλληλοι, ως επιθυμούμεν, αι περιστάσεις, τότε βοηθήσωμεν προς τιμήν ημών τοις τέκνοις της Ελλάδος, όσον δυνηθώμεν. Πολίται, διερμηνεύσατε προς τους συμπατριώτας υμών τας θερμοτέρας ευχάς, άς λαός του Χαϊτίου αναπέμπει υπέρ της ελευθερώσεως αυτών. Οι μεταγενέστεροι Ελληνες ελπίζουσιν εν τη αναγεννωμένη ιστορία τούτων άξια της Σαλαμίνος τρόπαια. Είθε παρόμοιοι τοις προγόνοις αυτών αποδεκνυόμενοι και υπό των διαταγών του Μιλτιάδου διευθυνόμενοι, δυνηθώσιν εν τοις πεδίοις του νέου Μαραθώνος τον θρίαμβον της ιεράς υποθέσεως, ήν επεχείρησαν υπέρ των δικαιωμάτων αυτών, της θρησκείας και της πατρίδος. Είθε, τέλος, διά των φρονίμων διατάξεων αυτών μνημονευθώσιν εν τη ιστορία οι κληρονόμοι της καρτερίας και των αρετών των προγόνων. Τη 15η Ιανουαρίου 1822 και 19η της Ανεξαρτησίας Μπόγερ».