Μακραίνω το χέρι μου. Μιμούμαι ένα παιδικό μου σύντροφο. Τον Τιραμόλα. Τον θυμάται κανείς;
Το ίδιο θα κάνει και η σκιά απ΄ την άλλη άκρη του σύμπαντος. Όσο να πεις, αν προσπαθήσουμε και οι δυό θα μικρύνει το ταξίδι, θ΄ ακουμπήσουμε τα χέρια. Το βλέπω να λεπταίνει και να μικραίνει καθώς φεύγει στον ουρανό. Έχει φτάσει στ΄ αστέρια. Σκέφτηκα να χαστουκίσω τον Ωρίωνα. Από τότε που έμαθα την ιστορία του, έχω την διάθεση να το κάνω. Καθώς περνάει από δίπλα το επιχειρώ, μα το χέρι δεν υπακούει, έχει αποσυνδεθεί και δεν ορίζεται απ΄ το μυαλό μου. Σιγά σιγά χάνεται η άκρη του. Τα δάχτυλα μου δεν τα βλέπω μα τα νοιώθω να παγώνουν. Πρέπει να κάνει πολύ κρύο εκεί έξω. Με δική του θέληση, παγωμένο πια, συνεχίζει. Περνώντας μέσα από ένα γαλαξία, βρέθηκε κοντά σε έκρηξη υπερκαινοφανούς. Ζεστάθηκε λίγο και πέρασε ο πόνος στα δάκτυλα. Προχωρά κι άλλο. Θα φτάσει που θα πάει. Δεν λιποψύχησα ούτε στιγμή. Προχωράμε. Δεν πέρασε πολύ ώρα ακόμα και ένοιωσα να μου σφίγγουν το χέρι. Αυτό, το ταξιδιάρικο, το χαμένο στο διάστημα. Οι εικόνες μου αλλάζουν. Είμαι στο βουνό. Αλλά βουνό χρωμάτων, σαν πολλά ουράνια τόξα μαζί. Δεν υπάρχουν πέτρες και βράχια. μόνο χρώματα. Ήλιος δεν υπάρχει μα τα πάντα ξεχειλίζουν από φως. Φως γλυκό, φως θαλπωρή, φως ανέσπερο, φως χρωματιστό. Και ο ουρανός; Μπα το ίδιο και προς τα πάνω. Σούπα φωτός. Προς τα κάτω, το ίδιο βουνό. Και δίπλα μου…. -Δεν με γνωρίζεις; Κοιτάω απορημένος και λίγο αποσβολωμένος. -Είμαι αυτός που πήγαινε άρτους στην Εκκλησία κάθε χρόνο στην γιορτή σου, πολύ πριν γεννηθείς. Βγάζει από την τσέπη μια ξεραμένη μαργαρίτα. -Την θυμάσαι; Με ρωτά. Εσύ μου την έδωσες, μια πρωτομαγιά που φτιάχναμε στεφάνι. Δεν είχες πάει σχολείο ακόμα. Ώωω !!!! Συγκλονισμένος, μέχρι τα τρίσβαθα της ψυχής μου. Τι συγκλονισμένος δηλαδή, σεισμός 10 ρίχτερ γίνεται μέσα μου. Δεν είναι έκπληξη. Είναι «Η» ανατροπή. Τι ανατροπή!! -Τι κάνεις; Εδώ μένεις τώρα; -Ναι. Πάντα εδώ έμενα. Κι εσύ εδώ μένεις αλλά δεν το ξέρεις μου λέει. -Και τι είναι εδώ ; -Εδώ είναι η πηγή που αναβλύζει το νερό για να ξεχυθεί και να καλύψει τα πάντα. Ένα νερό που δεν κόβει την ανάσα και δεν γεμίζει τα πνευμόνια. Εδώ είναι η πηγή που βγάζει τον ήχο του κενού. Εδώ είναι η πηγή του φωτός. Του φωτός που βλέπεις και που φέγγει στο παντού. Εδώ είναι η πηγή που δημιουργεί τις ελαστικές συμπιέσεις του τίποτα, από τις οποίες παράγονται οι δυνάμεις του σύμπαντος. Εδώ είναι που ζούμε και δεν ζούμε, που υπάρχουμε και δεν υπάρχουμε. -Καλά πώς ήρθα εδώ; Εσύ ξέρω ή μάλλον υποθέτω. Πλήρωσες τον βαρκάρη, σε πέρασε τον Αχέροντα και από εκεί όλα είναι πιθανά αλλά εγώ; -Ποιος σου είπε πως ο Αχέροντας είναι μονόδρομος…. …. σιωπή. Το μυαλό μου δεν φτάνει μέχρι εκεί. Ούτε ερώτηση δεν μούρχεται. Κόλλησα. Δεν είναι μονόδρομος! Για φαντάσου. Υπάρχει κι άλλος δρόμος!! Μα ναι πως δεν το σκέφτηκα! Είναι τόσο απλό. Τόχω ακούσει τόσες φορές μα ποτέ δεν το σκέφτηκα με αυτό τον τρόπο. Φυσικά, αυτό είναι. Τόσο μπερδεμένα απλό που βγάζει μάτι. Πως κατάφερε και μου κρύφτηκε κάτω από το βλέφαρο. Τον βλέπω δίπλα μου μα έχω την αίσθηση πως φτάνει μέχρι τον ουρανό. Άραγε αυτός είναι ο Θεός; Δεν βλέπω άλλους. -Μόνο εσύ είσαι εδώ; Τον ρωτώ. - Όχι μου λέει, μόνον εγώ είμαστε. Μα ρωτάς πολλά για πρώτη φορά και θα μπερδευτείς. Τώρα μόνο βλέπε. Άλλη φορά θα μάθεις περισσότερα. Δεν έμαθες πως το πολύτιμο άρωμα μπαίνει σε μικρό μπουκάλι; Εδώ αρμόζει η φράση «Ες αύριον τα σπουδαία». -Δηλαδή μπορώ να ξανάρθω; -Δεν ξέρω. Δεν σε έφερα εγώ, μόνος σου ήρθες. Είναι δικό σου θέμα. Αν το αποφασίσεις μπορείς. -Δεν το πιστεύω. Εγώ εδώ! Μάλλον βλέπω όνειρο. Εγώ εδώ! ¨Όπου νάναι θα ξυπνήσω. -Τώρα δεν βλέπεις όνειρο μου λέει, αλλά θα γυρίσεις στο όνειρο. Όταν θα είσαι έτοιμος έλα πάλι, δεν είναι δύσκολο. Εγώ εδώ θα είμαστε. Ένοιωσα να πέφτω και βρέθηκα κάτω στο μπαλκόνι. Με πήρε ο ύπνος κοιτώντας τ΄αστέρια. Είδα και όνειρο. Όλο βλακείες όνειρα, απίθανα πράγματα βλέπω. Τέλος πάντων προσπαθώ να σηκωθώ, δυσκολεύομαι λίγο μα τα καταφέρνω. Πάλι καλά που δε χτύπησα. Γερνώ και ξεκουτιαίνω. Είναι και πολύ σκοτεινά πια. Ανοίγω το δεξί μου χέρι, αυτό που ταξίδευε, το παγωμένο.
Μια ξερή μαργαρίτα πέφτει στο πάτωμα. Σηκώνομαι. Πάω στο κρεβάτι πριν σκοτωθώ. Καληνύχτα Ουρανέ. Αφέντης: Κορυφή του όρους Δίκτυ. Η μονη βεβαιοτητα ειναι οτι τιποτα δεν ειναι βεβαιο Πλινιος ο Πρεσβυτερος
|