Έθιμα του Ξιδά (Λύττος) και της ευρύτερης περιοχής. Τα Πάθη
Μεγάλη Παρασκευή. Πρώτο μέλημα μετά το πρωϊνό ξύπνημα η προετοιμασία. Αφού στολιζόμασταν με τα καλά μας, κατά τις οκτώ παίρναμε στο χέρι το καλαθάκι για τα αυγά και το καλάμι. Μόνο που τώρα στην άκρη δεν είναι στολισμένο με άγρια ζουμπούλια όπως του Λαζάρου. Σήμερα πάνω στην λεμονόβεργα είναι πλεγμένη μια αγριοσπαραγγιά. Ένα ακάνθινο στεφάνι. Ένας ένας, τα αδέλφια μαζί , χτυπούσαμε τις πόρτες και τραγουδούσαμε. |
«Σήμερον μαύρος ουρανός, σήμερον μαύρη μέρα
σήμερον όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπoύνται σήμερον έλαβαν βουλή οι άνομοι Εβραίοι οι άνομοι και τα σκυλιά κι οι τρισκαταραμένοι. Για να σταυρώσουν το Χριστό τον πάντων Βασιλέα. Σαν κλέφτη τον επιάσανε, σαν τον ληστή τον πάνε και στου Πιλάτου τις αυλές εκεί τον τυραννάνε. Χαρκιά, Χαρκιά, φτιάξε καρφιά, φτιάξε τρία περόνια. Μα εκείνος ο παράνομος πάει και φτιάχνει πέντε. Σύ Φαραέ που τα ‘φτιαξες , πρέπει να μας διδάξεις. Βάλτε τα δυο στα πόδια του βάλτε και δυο στα χέρια, το πέμπτο το φαρμακερό βάλτε το στη καρδιά του. Η Μάρθα, η Μαγδαληνή και του Λαζάρου η μάνα, του Ιακώβου η αδελφή οι τέσσερις αντάμα, επήραν το στρατί στρατί, στρατί το μονοπάτι, το μονοπάτι τ'ς έβγαλε εις του ληστή την πόρτα. Άνοιξε πόρτα του ληστή και πόρτα του Πιλάτου. κι η πόρτα από το φόβο της ανοίγει μοναχή της. Τηρά ζερβά, η Παναγιά κανέναν δεν γνωρίζει τηρά και δεξιότερα, βλέπει τον Αη-Γιάννη. Άγιε Γιάννη Πρόδρομε, και βαπτιστή του γιου μου Μήπως είδες τον γιόκα μου και ΄σένα δάσκαλό σου; Δεν έχω στόμα να σου πω, γλώσσα να σου μιλήσω δεν έχω χεροπάλαμα για να σου τονε δείξω. Βλέπεις εκείνον το γυμνό, τον παραπονεμένο απού φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο απού φορεί στην κεφαλή ακάνθινο στεφάνι; Εκείνος είν' ο γιόκας σου κ΄ εμένα δάσκαλός μου. Η Παναγιά πλησίασε, γλυκά τόνε ρωτάει: Δε μου μιλάς, παιδάκι μου, δε μου μιλάς, παιδί μου; Τι να σου πω, μανούλα μου, που διάφορο δεν έχει, μόνο το Μέγα Σάββατο κοντά στο μεσονύχτι που θα λαλήσ' ο πετεινός, θα παίξουν οι καμπάνες τότε και συ μανούλα μου θα 'χεις χαρές μεγάλες. Όποιος τ' ακούει σώζεται κι όποιος το λέει αγιάζει κι όποιος το καλοφουγκραστεί παράδεισο θα λάβει. Και εις έτη πολλά.» |
Λίγο αργότερα, μεγάλες παρέες κυρίως γυναικών, ξεκινούσαν να επισκέπτονται εξωκλήσια, να θυμιάζουν και να ανάβουν τα καντήλια. Η περιήγησις των ναών κάποιες φορές μπορούσε να επεκταθεί και σε διπλανά χωριά πάντα με τα πόδια.
Οι νεαροί ξαμολούνταν στον τζεναράληδο (ρεματιά) να κόψουν τις καλύτερες και μακρύτερες λεμονόβεργες που θα στερέωναν οι ιδιοι σαν αψίδες πάνω στον επιτάφιο. Τα κορίτσια σε κήπους, μπαξέδες και γλάστρες, κορφολογούσαν και έφερναν την συγκομιδή των λουλουδιών στην εκκλησία. Οι λεμονανθοί κυριαρχούσαν στον χώρο σκορπίζοντας το άρωμά τους. Αφού τα έδεναν ματσάκια τα στερέωναν πάνω στις λεμονόβεργες του επιταφίου. Την τιμητική τους είχαν οι βιολέτες και τα κρίνα. Την ώρα που τα κορίτσια στόλιζαν, οι νεαροί που είχαμε τελειώσει τις υποχρεώσεις μας (και ναι, είχαμε τελειώσει και με το χτίσιμο της φουνάρας για την Ανάσταση), καταλαμβάναμε τα αναλόγια και ψέλναμε τα εγκώμια. Όλη την ημέρα η καμπανα δεν σιωπούσε. Νταν, νταν, νταν η πένθιμη φωνής της διαλαλούσε παντού τον θρήνο της φύσης. Στις 15:00 ξεκινούσε η αποκαθήλωση και στις 20:00 ο όρθρος του Σαββάτου και τα εγκώμια. Η περιφορά του επιταφίου γινόταν σε όλο το χωριό και όταν η πομπή πλησίαζε κάθε σπίτι, οι νοικοκυραίοι έφευγαν μπροστά να ανοίξουν την πόρτα, να ανάψουν το φως και το θυμιατό. Όλοι περνούσαν μπροστά από την πόρτα και ευχόντουσαν καλή Ανάσταση. Το ίδιο και στο επόμενο και στο παρακάτω και σε όλα τα σπίτια. |
Ο καλύτερος τόπος για να περάσει καθένας αυτές τις ημέρες, είναι εκεί που έζησε τα παιδικά του χρόνια.
Ε Θ Α Ι Ο Σ |