Η Αποφράς ημέρα
Δευτέρα 28 Μαΐου 1453. Σκοτείνιασε γοργά κι ο ουρανός πήρε ένα κοκκινωπό χρώμα. Ζεστή η βραδιά στην Βασιλεύουσα . Τα σκυλιά είναι ανήσυχα. Το αλυχτό τους σιγανό και μακρόσυρτο. Ο Μωάμεθ ο Β΄ με τα φουσάτα του, έχουν στηθεί απ΄ έξω. Είναι εκεί από τις 6 του Απρίλη. Οι Δερβίσηδες μπροστά από κάθε ασκέρι τάζουν λάφυρα, εμψυχώνουν, υπόσχονται τον παράδεισο, απειλούν ή και εκτελούν τους λιπόψυχους. Οι πολιορκημένοι είναι 50.000 κάτοικοι, 5.000 στρατιώτες και 2.000 ξένοι στρατιώτες. (700 κατάφρακτοι μισθοφόροι του Τζουστινιάνι, 760 Κρήτες εθελοντές, 200 μισθοφόροι του Καρδινάλιου και Πατριάρχη Ισίδωρου και οι υπόλοιποι με τους αδελφούς Μποκκιάρντι , τους αδελφούς Λανγκάσκο, τον Κονταρίνι, τον Καρίστο, τον Μιννότο). Το τεράστιο κανόνι του Ούγγρου Ουρβανού μήκους 8 μέτρων που το σέρνουν εξήντα βόδια και εκτοξεύει πέτρινα βόλια βάρους 400 κιλών, δεν σταματά κάθε μέρα να λαβώνει τα τείχη. Μαζί με άλλα 70 μικρότερα ξερνούν φωτιά και βόλια αδιάκοπα. Η πόλη στα χερσαία όρια είναι οχυρωμένη από μεγάλα διπλά τείχη . Το μήκος τους είναι 5.570 μέτρα. Το εσωτερικό έχει ύψος 12 μέτρα και πλάτος 5, με 96 πύργους ύψους 20 μέτρων. Το εξωτερικό έχει ύψος 8,5 μέτρα και πλάτος 2 με τον ίδιο αριθμό πύργων. Έχουν 10 πύλες, ενώ η τάφρος απ΄ έξω έχει πλάτος 20 μέτρα και βάθος 10. Η κατάσταση του όμως είναι τόσο κακή που αναγκάζονται να μην χρησιμοποιούν τα βαριά κανόνια διότι σείεται κάθε φορά που εκπυρσοκροτούν. |
«Το παραθαλάσσιο τείχος του Κεράτιου κόλπου εκτείνονταν από την συνοικία των Βλαχερνών μέχρι την παλαιά Ακρόπολη και είχε ύψος 10μ. περίπου, 17 πύλες, 110 πύργους και μήκος 5.600 μ. Στην εξωτερική πλευρά του υπήρχε μια στενή λωρίδα γης. Το τείχος της Προποντίδας, που ξεκινούσε από την Ακρόπολη και έφτανε ως την αποβάθρα των Πηγών, είχε ύψος 12 ως 15 μ., διέθετε 188 πύργους, περίπου 13 πύλες και είχε μήκος 8.900 μ. Σχεδόν σε όλο το μήκος το τείχος της Προποντίδας ήταν δίπλα στη θάλασσα, επομένως η αποβίβαση εχθρικών δυνάμεων ήταν αδύνατη και το έργο της άμυνας καθίστατο πιο εύκολο.» e-didaskalia.blogspot.com
--Αλλά πώς φτάσαμε ως εδώ ; «Ο Στράβων στα Γεωγραφικά αναφέρει ότι η πόλις ιδρύθηκε το 658 π.Χ. ακολουθώντας χρησμό, πιθανώς του Μαντείου των Δελφών, από τον Μεγαρέα Βύζαντα από τον οποίο και πήρε το όνομά Βυζάντιο. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Α΄, το 330 μ.χ. την μετονόμασε Νέα Ρώμη, όνομα που δεν επικράτησε καθώς η πόλη έγινε γρήγορα γνωστή ως Κωνσταντινούπολη από το όνομα του νέου ιδρυτή της. Άλλες ονομασίες που της αποδόθηκαν είναι Βασιλεύουσα, Βασιλίς των πόλεων, Μεγαλόπολις και Επτάλοφος.» el.wikipedia.org [1054 μ.χ. Σχίσμα. Η μεν δυτική Εκκλησία με τον Πάπα, τα πρωτεία του, το αλάθητό του και το filioque, απέναντι στην ανατολική με τον Πατριάρχη που αντιδρούσε στην πρωτοκαθεδρία του Πάπα. Ο Πάπας Λέων Θ΄ και ο Πατριάρχης Μιχαήλ Α΄ Κηρουλάριος αντάλλαξαν μεταξύ τους αφορισμούς και αναθέματα. Οι πιστοί των εκκλησιών ακολούθησαν τους ποιμένες τους και έτσι αναπτύχθηκε μίσος ανάμεσα στους λαούς. Απρίλιος 1204: Κάποιοι φίλοι, εταίροι ομόθρησκοι, πλιατσικολόγοι, για οικονομικούς κυρίως λόγους (έλεγχο του δρόμου του μεταξιού) εκπόρθησαν την Βασιλεύουσα. Και ήταν τέτοια η βιαιότητα το πλιάτσικο και ο ξεπεσμός, που ποτέ πλέον η θεοσκέπαστη δεν ανέκτησε την προτέρα ισχύ και το μεγαλείον της. |
«Η Δ' Σταυροφορία (1201 - 1204) είχε στόχο την κατάληψη της Ιερουσαλήμ, αλλά παρέκκλινε από το στόχο της και οι Σταυροφόροι κατέλαβαν τελικά την Κωνσταντινούπολη, καταλύοντας τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Ξεχύθηκαν, ένας ωρυόμενος όχλος στους δρόμους και στα σπίτια, αρπάζοντας οτιδήποτε γυάλιζε και καταστρέφοντας ότι δεν μπορούσαν να κουβαλήσουν, σταματώντας μόνο για να σκοτώσουν ή για να βιάσουν, ή για ν' ανοίξουν τα κελάρια για να πιουν. Δεν γλίτωσαν ούτε τα μοναστήρια ούτε οι εκκλησίες ούτε οι βιβλιοθήκες. Στην ίδια την Αγία Σοφία έβλεπε κανείς μεθυσμένους στρατιώτες να σχίζουν τις μεταξωτές κουρτίνες και να γκρεμίζουν και να κομματιάζουν το μεγάλο ασημένιο εικονοστάσιο, ενώ ποδοπατούσαν ασεβέστατα άγιες εικόνες και ιερά βιβλία. Ενώ έπιναν από τα ιερά σκεύη του θυσιαστηρίου μια πόρνη πήγε και κάθισε στον πατριαρχικό θρόνο και άρχισε να τραγουδάει ένα άσεμνο Γαλλικό τραγούδι. Καλόγριες βιάστηκαν μέσα στα μοναστήρια των. Παλάτια και καλύβες χωρίς καμία διάκριση, παραβιάστηκαν και καταστράφηκαν. Πληγωμένες γυναίκες και παιδιά κείτονταν ετοιμοθάνατες μέσα στους δρόμους. Επί τρεις ημέρες εξακολούθησαν οι φρικιαστικές σκηνές της λεηλασίας και της αιματοχυσίας ώσπου η τεράστια και ωραία πόλη έγινε ένα ερείπιο.» greekworldhistory.blogspot.gr
|
[Μωάμεθ ο Β΄: Γυιός του Σουλτάνου Μουράτ Β΄ της οικογένειας των Οσμανλήδων, γεννήθηκε το 1432 πιθανόν από Ελληνίδα μητέρα. Ήταν φιλοπόλεμος, μιλούσε έξι γλώσσες και τον ενδιέφεραν οι επιστήμες. Οργάνωσε την πολιορκία με μελέτη και σχεδιασμό. Πρώτα κατασκεύασε το φρούριο Ρούμελι Χισάρ στις ευρωπαϊκές ακτές του Βοσπόρου. Μαζί με το Ανατολού Χισάρ, στην απέναντι ασιατική ακτή, απέκοπταν τη θαλάσσια επικοινωνία και τον εφοδιασμό της Πόλης από τον Βορά. Από τον Νότο είχε οχυρώσει φρούρια στα στενά των Δαρδανελίων, ενώ συγχρόνως έστειλε τον Τουραχάν Μπέη που εισέβαλε στην Πελοπόννησο ώστε το Δεσποτάτο του Μυστρά να μην μπορέσει να στείλει βοήθεια. Ουσιαστικά ο πόλεμος ξεκίνησε τον Δεκέμβριο 1452.
Συγκέντρωσε τον στρατό του στην Ανδριανούπολη και στις 2 Απριλίου Δευτέρα του Πάσχα, φτάνουν οι πρώτοι άτακτοι έξω από τα τείχη. Μέχρι τις 5 του ίδιου μήνα έχουν φτάσει όλα τα φουσάτα, το πλήθος του τακτικού στρατού και την επομένη ο Μωάμεθ στήνει τη σκηνή του μπροστά από την Πύλη του Αγίου Ρωμανού.] Ήδη από τον 14ο αιώνα η αυτοκρατορία πνέει τα λοίσθια. Η Έφεσος χάνεται το 1304 και η Σμύρνη το 1318. Οι Οθωμανοί μετά τον σεισμό του 1354 εγκαθίστανται στην Καλλίπολη. Η Φιλαδέλφεια πέφτει το 1391, ενώ ο αυτοκράτορας Μανουήλ Β' Παλαιολόγος σε συμμαχία με τους Οθωμανούς πολέμησε εναντίον της πόλης αυτής.
Η πόλις πολιορκήθηκε το 1397 από το Σουλτάνο Βαγιαζήτ Α', ωστόσο ο ίδιος έλυσε την πολιορκία διότι χρειάστηκε να αντιμετωπίσει τον Ταμερλάνο που επιτίθετο στην Μικρά Ασία. Οι εκ δυσμών εταίροι-ομόθρησκοι υπονομεύουν με κάθε τρόπο και κυρίως οικονομικά, ενώ ονειρεύονται την επανάκτηση της πόλης που είχαν αλώσει το 1204 και έχασαν το 1261. Η πόλη ήδη πληρώνει φόρο στον Σουλτάνο. Ρούμελι Χισάρ |
[Η δυναστεία των Παλαιολόγων ξεκινά με τον Μιχαήλ Η' ο οποίος το 1261 ανακατέλαβε την πόλη από τους Λατίνους που την είχαν αλώσει κατά την Δ' Σταυροφορία και ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας.
Ο κυρ Κωνσταντίνος Δραγάσης Παλαιολόγος, Άρχων και Βασιλεύς, Αυτοκράτορας και Δεσπότης, άνθρωπος που ανετράφει για την θέση αυτή, είχε να διοικήσει και να οργανώσει μια πόλη που εσπαράσετο από τις διαμάχες ενωτικών και ανθενωτικών για την ένωση της Δυτικής με την Ανατολική Εκκλησία. Γιος του αυτοκράτορα Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου γεννήθηκε το 1404 από την Ελένη Δραγάση, κόρη του Σέρβου άρχοντα των Σερρών Κονσταντίν Ντράγκατς και στέφθηκε αυτοκράτορας το 1449. Παντρεύτηκε τον Ιούλιο του 1428, τη Μαγδαληνή, ανιψιά του Λεονάρδου Β΄ Τόκκου, Λατίνου ηγεμόνα της Δυτικής Ελλάδας, η οποία έγινε ορθόδοξη και άλλαξε το όνομά της σε Θεοδώρα αλλά πέθανε το 1429. Το 1441 παντρεύτηκε την Αικατερίνη, κόρη του Δορίνου Γατελούζου, επίσης λατινικής προελεύσεως, ηγεμόνος της Λέσβου. Σε ένα ταξίδι το 1442, πέθανε και η Αικατερίνη. Μετά την απώλεια και της δεύτερης συζύγου, ο προσωπικός του φίλος Γ. Φραντζής κατέβαλε πολλές προσπάθειες για την εξεύρεση καινούργιας νύφης, προσπάθεια που δεν ευοδώθηκε. Μια από τις προτάσεις του ήταν η χήρα του Σουλτάνου Μουράτ Β΄ «Ένας τέτοιος γάμος μεταξύ της κατά άλλους φυσικής και κατά άλλους θετής μητέρας του Μωάμεθ του Πορθητή, της πριγκίπισσας της Σερβίας Μάρας με τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, θα απέτρεπε τον Οθωμανό ηγεμόνα να προχωρήσει στην πολιορκία και την άλωση της Πόλης. Ο Μωάμεθ αγαπούσε πολύ την ορθόδοξη χριστιανή πριγκίπισσα Μάρα η οποία τον μεγάλωσε με χριστιανική παιδεία. Δεν θα επιχειρούσε την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης και η ιστορία σήμερα θα ήταν διαφορετική.» Murat Bardakçi Τούρκος ιστορικός και δημοσιογράφος στην τουρκική εφημερίδα, Habertürk. diolkos.blogspot.gr φωτο: Η αυτοκρατορία κατά την άλωση Φημολογείται ότι, εκλεκτή της καρδιάς του Κωνσταντίνου ήταν η Άννα Νοταρά, η κόρη του Λουκά Νοταρά μέγα Δούκα της αυτοκρατορίας. Μεγαλωμένη στον Μυστρά και μαθήτρια του Πλήθωνα Γεμιστού, μετά την Άλωση εμφανίζεται στην Βενετία με μεγάλη περιουσία και με πλήθος Βυζαντινών προσφύγων κοντά της. Πέθανε σε βαθειά γεράματα το 1507, ενώ εν τω μεταξύ δημιούργησε Βυζαντινή κοινότητα, διοργάνωνε συσσίτια, έστησε Τυπογραφείο και υποστήριξε την έκδοση Ελληνικού λεξικού. «Σύμφωνα με τον ιστορικό και συγγραφέα Θάνο Κονδύλη, η Άννα παντρεύτηκε τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο λίγους μήνες πριν την άλωση της Πόλης, και με αυτόν τον τρόπο έγινε η τελευταία Αυτοκράτειρα του Βυζαντίου (στα λατινικά έγγραφα που ανακάλυψε ο Κονδύλης στη Βενετία, η Άννα χαρακτηρίζεται ως "...sponsa imperatoris Romanie Grecorum", δηλαδή σύζυγος του Αυτοκράτορα των Ελλήνων). Τα παραπάνω δεν επιβεβαιώνονται από κανέναν Βυζαντινό ιστορικό.» el.wikipedia.org «Σε ένα έγγραφο του 1474 , στα επίσημα ιταλικά αρχεία ο συγγραφέας Θάνος Κονδύλης βρίσκει το εξής: “…Annam Palaeo-loginam, sponsam olim imperatoris Romaniae Graecorum et Constantinopolis…” Δηλ. η Άννα Παλαιολογίνα (Νοταρά) σύζυγος του τελευταίου αυτοκράτορα των Ρωμαίων Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης.» Κώστας Τραχανάς artabooks.wordpress.com Είναι άγνωστο αν ο Κωνσταντίνος ο ΙΑ΄ άφησε διάδοχο, αλλά και για το θέμα αυτό κυκλοφορούν φήμες.] Ο αυτοκράτορας στέλνει μηνύματα σε δύση και ανατολή. Η πόλις κινδυνεύει. Φτάνουν πληροφορίες. Οι Οθωμανοί ετοιμάζονται. Ο 21χρονος Σουλτάνος θέλει να μοιάσει στον μέγα Αλέξανδρο τον οποίο θαυμάζει. Θέλει την Βασιλεύουσα. «Το Βυζάντιο σ' εκείνη την κρίσιμη στιγμή της ιστορίας του με την οθωμανική λαίλαπα προ των πυλών του, δεν μπορούσε να ελπίζει παρά μόνο στη βοήθεια της καθολικής Ευρώπης, η οποία όμως ήταν μισητή στους κατοίκους της Κωνσταντινούπολης. Η ύπαρξη ενωτικών και ανθενωτικών δίχαζε τους Βυζαντινούς. Ωστόσο, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος έκανε μία απέλπιδα προσπάθεια, στέλνοντας πρεσβεία στον πάπα Νικόλαο Ε' για να ζητήσει βοήθεια. Ο Πάπας έβαλε και πάλι ως όρο την Ένωση των Εκκλησιών, αλλά αποδέχθηκε το αίτημα του αυτοκράτορα να στείλει στην Κωνσταντινούπολη ιερείς, προκειμένου να πείσουν τον λαό για την αναγκαιότητα της Ένωσης.
Οι απεσταλμένοι του Πάπα, καρδινάλιος Ισίδωρος και ο αρχιεπίσκοπος Μυτιλήνης Λεονάρδος, λειτούργησαν στην Αγία Σοφία, προκαλώντας την αντίδραση του κόσμου, που ξεχύθηκε στους δρόμους και γέμισε τις εκκλησίες, όπου λειτουργούσαν οι ανθενωτικοί με επικεφαλής τον μετέπειτα πατριάρχη Γεννάδιο Σχολάριο. Το σύνθημα που κυριαρχούσε ήταν ‘Την γαρ Λατίνων ούτε βοήθειαν ούτε την ένωσιν χρήζομεν. Απέστω αφ' ημών η των αζύμων λατρεία”. Το μίσος για τους Λατίνους δεν απέρρεε μόνο από δογματικούς λόγους. Η λαϊκή ψυχή δεν είχε ξεχάσει τη βαρβαρότητα που επέδειξαν οι Σταυροφόροι στην Πρώτη Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204, ενώ αντιδρούσε στην οικονομική διείσδυση της Βενετίας και της Γένουας, που είχε φέρει στα πρόθυρα εξαθλίωσης τους κατοίκους της Αυτοκρατορίας, αλλά και στην καταπίεση των ορθοδόξων στις περιοχές, όπου κυριαρχούσαν οι καθολικοί.» www.sansimera.gr [Πατριάρχης Ισίδωρος: Μονεμβασιώτης που χειροτονήθηκε αρχιεπίσκοπος Κιέβου και μητροπολίτης της Ρωσικής εκκλησίας. Το 1439 ως απεσταλμένος της ανατολικής εκκλησίας, υπέγραψε στην σύνοδο Φεράρας-Φλωρεντίας την ένωση των Εκκλησιών. Επιστρέφοντας όμως στην αρχιεπισκοπή του, συνελήφθη και φυλακίστηκε για την ενέργεια του αυτή. Κατόρθωσε και δραπέτευσε στην δύση. Επίσης οι άλλοι ανατολικοί που συμμετείχαν στην σύνοδο και υπέγραψαν το σύμφωνο, αποδοκιμάστηκαν κατά την επιστροφή τους. Η Ρωσική εκκλησία αντιδρώντας στην ένωση κηρύσσει την αυτονομία της. Μέχρι τότε ήταν υπό το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Οι Ενωτικοί το 1448 αφόρισαν και αναθεμάτισαν τους Ρώσους που τόλμησαν να αυτονομηθούν, κλείνοντας έτσι την πόρτα σε μια Ορθόδοξη συμμαχία. Ο Ισίδωρος έγινε Καρδινάλιος του Πάπα. Λίγο πριν την άλωση ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄ ζητώντας στρατιωτική βοήθεια από την δύση, επισημοποιεί την ένωση. Ο Πάπας τοποθετεί τον Καρδινάλιο του Ισίδωρο, Πατριάρχη της ανατολικής εκκλησίας και τον στέλνει στην Βασιλεύουσα. Τον συνοδεύει η βοήθεια της δύσης στην πόλη. Διακόσιοι μισθοφόροι στρατιώτες. ] Η αντιπαλότητα ενωτικών και ανθενωτικών έφτανε μέχρι τα ανώτατα αξιώματα. Ακόμα και ο Μέγας Δούκας (πρωθυπουργός σήμερα) Λουκάς Νοταράς, ο οποίος ανήκε στους ανθενωτικούς, έλεγε: «Κρειττότερον εστίν ειδέναι εν τη μέση τη πόλει φακίολον βασιλεύον Τούρκων ή καλύπτραν Λατινικήν.» δηλ. καλύτερα να βλέπουμε μέσα στην πόλη Τούρκικο φέσι, παρά Λατινικό πηλήκιο. |
Τέλη Ιανουαρίου του 1453 δύο πλοία δένουν στο λιμάνι του Βουκολέοντα. Μπαίνει στην πόλη με 700 πάνοπλους, εμπειροπόλεμους στρατιώτες ο Γενοβέζος Ιωάννης Ιουστινιάνης Λόνγκο (Τζιάνι Τζουστινιάνι Λόνγκο). Ο Μαύρος Άγγελος. Έτσι τον έλεγαν οι εχθροί του. Η σκούρα πανοπλία με τον μαύρο μανδύα τους προκαλούσε τρόμο. Ήρθε ως μισθοφόρος. Η αμοιβή του μετά την απώθηση του Μωάμεθ θα ήταν η παραχώρηση της Λήμνου. «Όταν ο βασιλιάς τον είδε επιδέξιο στα πάντα, τον διόρισε δήμαρχο και στρατηγό...... και του έδωσε την εξουσία να διοικεί και να φροντίζει και για άλλα αναγκαία στη διεξαγωγή του πολέμου, ελπίζοντας πολύ σε αυτόν» Γ. Φραντζής.
Αργότερα έφτασαν οι τρεις αδελφοί Μποκιάρντι, επικεφαλείς, ενός μικρότερου αριθμού στρατιωτών. «Στις 15 Μαρτίου 1453 ο Δρουγγάριος Μανούσος Καλλικράτης, μέγας καραβοκύρης, αρχηγός των Σφακιών και άρχοντας του Σελίνου, ηλικίας τότε ογδοή- ντα χρόνων, οι δυό γυιοί του ήσανε σκοτωμένοι τρεις χρόνους πριν εις θαλασσοπόλεμον με Σαρακηνούς, επήρε άξαφνα Βασιλικόν μήνυμα, χρυσόβουλον, όπου του έλεγε να υπάγη το ογρηγορώτερον με τα καράβια του και με όσους εμπόρει περισσότερους άντρας εις την Βασιλεύουσαν, όπου εκιντύνευε....... Μόλις έφτασε το μήνυμα σήμανε συναγερμός στην Κρήτη. Τέσσερα εμπορικά πλοία ολκάδες, ξεκίνησαν φορτωμένα με τρόφιμα και άλλα εφόδια για την Πόλη. Πολέμησαν γενναία και με αυταπάρνηση τον στόλο των Οθωμανών, έσπασαν τον αποκλεισμό και μπήκαν στον Κεράτιο Κόλπο. Συγχρόνως συγκεντρώνονται εθελοντές. Πλήθος Κρητών στα λιμάνια αναζητά μια τιμητική θέση στα πλοία, αλλά υπάρχει χώρος μόνο για λίγους. Με 5 πλοία που τα δύο με την φροντίδα του Θεόδωρου Χορτάτση ήρθαν από το μεγάλο Κάστρο , ιδιοκτησίας των Ανδρέα Μακρή από το Ρέθυμνο και καπετάν Νικόλα του Στειακού, αποπλέουν 18 Μαρτίου από την Σούδα. Τα άλλα τρία ήταν του Καλλικράτη που ανέλαβε και καπετάνιος στο ένα. «Στα υπόλοιπα καπετάνιοι ήταν ο Γρηγόρης Βατσιανός Μανιάκης από τα Ασκύφου Σφακίων, ο Πέτρος Κάρχας ή Γραμματικός από την Κυδωνία Χανίων, ο Ανδρέας Μακρής από το Ρέθυμνο και ο Παυλής Καματερός από την Κίσσαμο. Όταν μπήκαν στα Δαρδανέλια βομβαρδίστηκαν από τους Τούρκους, αλλά είχαν ελάχιστες απώλειες, ενώ σε επόμενη ναυμαχία πλέον των 10 ωρών πνίγηκαν χίλιοι Τούρκοι παρά τα 12 γιουρούσια που είχαν κάνει ενώ και οι Κρητικοί έχασαν 600 άνδρες. Εμπρός εις το μέγα πλήθος των Αγαρηνών καραβιών, θα εχάνονταν το δίχως άλλο ούλοι οι Ρωμαίοι και τα καράβια τωνε, διότι την τελευταία στιγμή ο Αρχηγός των Τούρκων, ένας ονόματι Μουσταφάς, εδιάταξε να αφίσουν τα γιουρούσια και να βάλουν φωτιά να κάψουν τα Κρητικά Καράβια. Και ήθελαν όντως τα κάψει, όπου ήταν και το ευκολότερον, παρά να τα πάρουν, αν ο γενναιότατος Δρουγγάριος, Καπετάν Μανούσος Καλλικράτης και εφτά νέοι πολέμαρχοι -μέσα σε τούτους ήταν και ο γυιός του Σπεσακονικόλα, ο Κωσταντής- όπου και είναι Αγία η μνήμη τωνε εις αιώνα τον άπαντα, δεν αναλάβαιναν να θυσιαστούν ετούτοι με δυό καράβια, για να βαρδάρουν τα τρία άλλα και τους δώσουν τον καιρόν να φύγουσιν όταν ήρθε η νύχτα.» Χειρόγραφο μονής Βατοπεδίου Το πλοίο του Γρηγόρη Μανιάκη κατά την ναυμαχία στον Μαρμαρά, εμβολίστηκε από ένα μεγάλο Τούρκικο και βούλιαξε. Όμως ο καπετάν Γρηγόρης με το πλήρωμα του έκαναν ρεσάλτο και πήραν το Τούρκικο. Δύο άλλα με τον Καλλικράτη και άλλους επτά, σύνολο 4 άνδρες σε κάθε πλοίο,μείνανε στο σημείο και εκούσια θυσιάστηκαν πολεμώντας και παραπλανώντας τους Οθωμανούς. Τρία άλλα καράβια, δύο Κρητικά και ένα Τούρκικο αυτό στο οποίο έκαναν ρεσάλτο οι Κρήτες, μπήκαν στον Κεράτιο στις 2 Απριλίου, πριν ακόμα αρχίσει η πολιορκία. «Ο ήλιος έβγαινε όταν πλησίαζαν στο λιμάνι. Κατέβασαν την Τούρκικη σημαία (από το Τούρκικο πλοίο) κι έκαμαν σινιάλο πως είναι καράβια χριστιανικά. Οι βιγλάτορες που φύλαγαν την αλυσίδα της εισόδου, την χαμήλωσαν για να μπούν μέσα. Κατάκοποι καταματωμένοι μα περήφανοι. Είχαν φτάσει στην πόλη. Μόλις 760 από τους 1000 που ξεκίνησαν, μα είχαν φτάσει. » Πάρις Κελαϊδής, Σφακιανοί, οι τελευταίοι υπερασπιστές του Βυζαντίου. Τους υποδέχτηκε ο ίδιος ο Αυτοκράτορας. Ο Μέγας Δομέστικος των κάστρων Ιωάννης Ιουστινιάνης, τους χώρισε σε δύο ομάδες . Η μια με επικεφαλής τους καπετάνιους Μανιάκη, Γραμματικό και Μακρή τοποθετήθηκε στους πύργους των Βασιλείου, Λέοντος και Αλεξίου . Η άλλη με επικεφαλής τον Καματερό τοποθετήθηκε στην Ωραία Πύλη που ήταν κάτω από τους πύργους. Παράταξη μάχης.
«Ο αυτοκράτορας με τα καλύτερα στρατεύματά του ανέλαβε την υπεράσπιση του μεσαίου τμήματος των χερσαίων τειχών (Μεσοτειχίου), που ήταν και τα πιο ευπρόσβλητα, γιατί σ΄ εκείνο το σημείο τα διέσχιζε κάθετα ο χείμαρρος Λύκος. Απέναντί του τάχθηκε ο σουλτάνος με τους γενίτσαρους και άλλες επίλεκτες μονάδες, καθώς και το μεγάλο κανόνι. Αριστερά του αυτοκράτορα, προς την Προποντίδα, ήταν ο Καττενάο με τα γενοβέζικα στρατεύματά του, ο Θεόφιλος Παλαιολόγος, ο οποίος μαζί με μερικούς βυζαντινούς φύλασσε την πύλη των Πηγών, ο Φίλιππος Κονταρίνι που ήταν υπεύθυνος για το τμήμα από την πύλη των Πηγών μέχρι τη Χρυσή πύλη, στην οποία ήταν ο Γενοβέζος Μανουήλ, ενώ λίγο πιο κάτω, δίπλα στα θαλάσσια τείχη, ήταν ο Δημήτριος Καντακουζηνός. Απέναντί τους οι Οθωμανοί παρέταξαν τα μικρασιατικά στρατεύματα υπό τον Ισάκ πασά. Δεξιά του αυτοκράτορα, προς τον Κεράτιο Κόλπο, στο τμήμα των τειχών που ονομάζονταν Μυριάνδριον παρατάχθηκε ο Ιουστιννιάνης, ο οποίος λίγο μετά μετακινήθηκε στο σημείο που ήταν ο αυτοκράτορας. Αντικαταστάθηκε από ένα τμήμα υπό τους αδελφούς Μποκκιάρντι. Πιο πάνω, στο παλάτι των Βλαχερνών, εγκαταστάθηκε ο Βενετός Βάϊλος Μιννότο, ενώ ένας συμπατριώτης του, ο Τεόντορο Καρίστο, στρατοπέδευσε μαζί με τους άντρες του στο τμήμα των τειχών μεταξύ της πύλης Καλιγαρίας και του Θεοδοσιανού τείχους. Ο αρχιεπίσκοπος Λεονάρδος μαζί με τους αδελφούς Λανγκάσκο ήταν πίσω από την τάφρο στο σημείο που κατέληγε στον Κεράτιο. Όλοι αυτοί είχαν να αντιμετωπίσουν τα ευρωπαϊκά στρατεύματα των Οθωμανών, υπό τον Καρατζά πασά. Τα θαλάσσια τείχη φυλάσσονταν από την πλευρά της Προποντίδας από τον Τζιάκομο Κονταρίνι, ο οποίος αμυνόταν στην περιοχή του Στουδίου. Δίπλα του υπήρχε ένα τμήμα από Έλληνες καλόγερους. Στο λιμάνι του Ελευθερίου ήταν ο πρίγκιπας Ορχάν με τους Τούρκους του, ενώ στο ανατολικό παράλιο της Προποντίδας εγκαταστάθηκαν άντρες της Καταλανικής παροικίας υπό τον Περέ Χούλια. Ο καρδινάλιος Ισίδωρος με 200 τοξότες υπεράσπιζε το ακρωτήριο της ακρόπολης. Τις ακτές του Κερατίου κόλπου φύλασσαν 700 Βενετοί και Γενοβέζοι ναύτες υπό τον Γκαμπριέλε Τρεβιζάνο. Στον Αλβίζο Ντιέντο παραχωρήθηκε η διοίκηση των πλοίων που ήταν στον κόλπο. Απέναντί τους είχαν τον Ζαγανός πασά με ένα τμήμα του Οθωμανικού στρατού, το οποίο παρατάχθηκε στο σημείο όπου τα χερσαία τείχη ενώνονταν με τα τείχη του Κεράτιου. Μέσα στην πόλη υπήρχαν δύο αποσπάσματα ως εφεδρεία: ένα υπό τον Λουκά Νοταρά, που στάθμευε στην συνοικία της Πέτρας, και το άλλο, υπό τον Νικηφόρο Παλαιολόγο, κοντά στην εκκλησία των Αγίων Αποστόλων» e-didaskalia.blogspot.com Στον Κεράτιο είχαν παραταχθεί 26 γαλέρες, εκ των οποίων οι 10 ελληνικές και οι υπόλοιπες ξένες και πολλά μικρά σκάφη. Έξω από την αλυσίδα όλος ο στόλος των Οθωμανών. «Η πιο ασυνήθιστη, πάντως, περίπτωση μεταξύ των ξένων εθελοντών ήταν αναμφίβολα εκείνη του Οθωμανού πρίγκιπα Ορχάν, οι πληροφορίες για τον οποίο είναι περιορισμένες και ασαφείς. Ο πρίγκιπας Ορχάν ήταν μακρινός συγγενής του Μωάμεθ Β΄, κατά μία άποψη δεύτερος εξάδελφός του. Σύμφωνα με αυτή τη γενεαλογική προσέγγιση, ο Ορχάν ήταν εγγονός του Σουλεϊμάν Τσελεμπί, μεγαλύτερου αδελφού του σουλτάνου Μωάμεθ Α΄ (1413-1421). Οι δύο αδελφοί, όπως και ένας τρίτος, ο Μουσά, είχαν καταλάβει διαδοχικά τον οθωμανικό θρόνο μετά την αναπάντεχη αιχμαλωσία του πατέρα τους, Βαγιαζήτ Α΄(1389-1402) από τον Ταμερλάνο στη μάχη της Αγκύρας. Ως αποτέλεσμα της ατυχούς για τους Οθωμανούς κατάληξης αυτής της μάχης, το κράτος τους περιέπεσε στη δίνη ενός μακροχρόνιου εμφυλίου πολέμου. Πρώτος κατέλαβε τον θρόνο ο Σουλεϊμάν (1403-1411), ο οποίος όμως ανατράπηκε και σκοτώθηκε από τον πολεμοχαρή αδελφό του Μουσά, που κυβέρνησε με τη σειρά του επί δύο χρόνια (1411-1413). Οι εχθρικές διαθέσεις του τελευταίου προς τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία είχαν ως αποτέλεσμα ο αυτοκράτορας Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγος να εξωθήσει σε εξέγερση εναντίον του τον τρίτο επιζώντα αδελφό, τον Μωάμεθ, ο οποίος και τελικά επικράτησε.
Κατά τη εξέλιξη αυτών των γεγονότων, προφανώς οι απόγονοι του Σουλεϊμάν βρήκαν καταφύγιο στην «ουδέτερη» Κωνσταντινούπολη, όπου οι Βυζαντινοί τους προφύλαξαν για να τους χρησιμοποιήσουν ως «αντίπαλο δέος», προκαλώντας έναν εμφύλιο πόλεμο στο οθωμανικό κράτος, εφόσον οι συνθήκες θα το επέτρεπαν (το ίδιο είχαν κάνει και οι Οθωμανοί με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία κατά το δεύτερο μισό του 14ου αιώνα, ενισχύοντας διάφορους γόνους της δυναστείας των Παλαιολόγων στις επιδιώξεις τους να καταλάβουν τον αυτοκρατορικό θρόνο). Υπ’ αυτές τις συνθήκες, ο πρίγκιπας Ορχάν έζησε στην Κωνσταντινούπολη από την παιδική του ηλικία. Προκειμένου, μάλιστα, να μην του επιτραπεί να απομακρυνθεί από την πόλη, ο πατέρας του Μωάμεθ Β’, ο σουλτάνος Μουράτ Β’, είχε συμφωνήσει να καταβάλει στους Βυζαντινούς ως «λύτρα» 3.000 άσπρα, από τα εισοδήματα των πόλεων κατά μήκος του νοτιότερου ρου του Στρυμόνα. Κατά μία ειρωνεία της τύχης, η μη καταβολή αυτών των λύτρων αποτέλεσε την αφορμή για την έναρξη των εχθροπραξιών που οδήγησαν στην άλωση της Κωνσταντινούπολης. Συγκεκριμένα, κατά την άνοδό του στον θρόνο, τον Φεβρουάριο του 1451, ο Μωάμεθ Β’ είχε δεσμευθεί να συνεχίσει να τα καταβάλει, αλλά μέχρι το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου δεν το είχε κάνει, καθώς αγωνιζόταν να καταστείλει μια εξέγερση στα μικρασιατικά εδάφη του κράτους του. Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος θεώρησε ότι αυτή η συγκυρία του ευνοούσε μια επίδειξη πυγμής, και απείλησε τον Μωάμεθ ότι, εάν δεν τα έστελνε τα χρήματα, οι Βυζαντινοί θα άφηναν ελεύθερο τον πρίγκιπα Ορχάν. Αυτή η έλλειψη διπλωματικής διορατικότητας εκ μέρους του επρόκειτο να αποδειχθεί μοιραία, παρέχοντας στον Οθωμανό σουλτάνο το πρόσχημα που αναζητούσε για την έναρξη του πολέμου». Νίκος Νικολούδης Διδάκτωρ Ιστορίας www.istorikathemata.com «Δεξιά από τον σουλτάνο και μέχρι τη Χρυσή Πύλη, στρατοπέδευσαν όλα τα στρατεύματα από την Ασία. Στην αριστερή πλευρά, προς την πύλη που αποκαλούσαν Ξύλινη, στρατοπέδευσαν οι μονάδες από την Ευρώπη. Στη μέση στρατοπέδευσε ο ίδιος ο σουλτάνος με τους γενίτσαρους και τις μονάδες της Πύλης, που συνηθίζεται να στήνουν τις σκηνές τους κοντά στη δική του. Ο Ζαγγανός, συγγενής του σουλτάνου, στρατοπέδευσε στην απέναντι πλευρά, πάνω από την πόλη του Γαλατά.» “Αποδείξεις Ιστοριών”, του Λαόνικου Χαλκοκονδύλη img.pathfinder.gr «O Κωνσταντίνος, ο τελευταίος αυτοκράτορας της σπουδαιότερης αυτοκρατορίας της Ιστορίας, έβλεπε αυτό το μέγα πλήθος να συγκεντρώνεται και βαθιά μέσα του γνώριζε ότι οι μέρες του ίδιου αλλά και της ελεύθερης Πόλης ήταν μετρημένες. Δεν αποκαρδιώθηκε - είχε πάρει τις αποφάσεις του και ως μέγιστος τραγικός ήρωας, θα παρέμενε στη θέση του μέχρι το πικρό τέλος. Κάπου στη μαυρισμένη από την οδύνη ψυχή του, μία μικρή σπίθα ελπίδας προσπαθούσε να δώσει ένα στήριγμα στις έσχατες προσπάθειές του. Μια μικρή σπίθα ελπίδας ότι η Δύση, οι αδελφοί χριστιανοί Λατίνοι, δεν θα άφηναν το προπύργιο της χριστιανοσύνης να πέσει, ότι θα έστελναν βοήθεια έστω και την ύστατη ώρα.
Αλλά αυτή η σπίθα ήταν θαμπή, τρεμόπαιζε αχνοφέγγοντας και χωρίς να καταφέρνει να διαπεράσει τα σκοτάδια της απελπισίας - η ελπίδα να στείλει βοήθεια οποιαδήποτε δυτική δύναμη και μάλιστα ικανή να ανατρέψει τις ισορροπίες που διαμορφώνονταν, ήταν αλήθεια πολύ μικρή, απειροελάχιστη, που ούτε καν πιθανότητα δεν θα την έλεγε κανείς. Απλώς μία παράλογη ελπίδα. Ομως, η στιγμή δεν ήταν κατάλληλη για να αφεθεί ο αυτοκράτορας στην απελπισία. O Κωνσταντίνος είχε ανατραφεί ως υποψήφιος ηγεμόνας της σπουδαιότερης των αυτοκρατοριών. Δεν ήταν μικρός άνθρωπος ούτε κάποιος τυχάρπαστος. H οδύνη του φαινόταν στις καθημερινές πράξεις του και οι χρονικογράφοι της πολιορκίας την αναφέρουν συχνά. Ομως, άρθηκε στο ύψος των περιστάσεων, δεν αποκαρδιώθηκε ούτε λύγισε. Ηταν ο βασιλεύς των Ρωμαίων, ο άρχων της Κωνσταντινούπολης, ο Καίσαρ της αυτοκρατορίας, που ήταν ήδη αρχαία πολύ πριν οι Τούρκοι αναδυθούν από τις στέπες της Σιβηρίας για να λάβουν τη δική τους θέση στην ανθρώπινη Ιστορία.» www.militaryhistory.gr Στις 12 Απριλίου κατέπλευσε ο οθωμανικός στόλος από την Καλλίπολη και αγκυροβόλησε στο Διπλοκιόνιο του Πέραν. Συγκεντρώθηκαν 6 τριήρεις, 10 διήρεις, περίπου 15 γαλέρες, 70 φούστες, 20 παραντάρια και πολλά καΐκια. Εκτιμάται ότι ο στόλος αποτελούνταν από περισσότερα από 200 πλοία και είχε ναύαρχο ένα Βούλγαρο που αλαξοπίστησε τον Σουλεϊμάν Μπαλτόγλου. Την ίδια μέρα μπαίνει στην μάχη το πυροβολικό. Η μπομπάρντα, το γιγαντιαίο κανόνι του Ουρβανού μαζί με πολλά μικρότερα ξερνούν φωτιά και βόλια πάνω στο τείχος που σείεται από τα χτυπήματα. Όπου χαλάει το τείχος, οι υπερασπιστές το επισκευάζουν την νύχτα. Ο Ουρβανός που πούλησε το μεγάλο κανόνι στον Μωάμεθ γιατί του έδωσε περισσότερα χρήματα από τον Παλαιολόγο, έδειξε στους Τούρκους πώς να κανονιοβολούν τριγωνικά το τείχος για να το καταστρέφουν. Η πρώτη μεγάλη επίθεση έγινε στις 18 Απριλίου αλλά απωθήθηκε εύκολα. Κράτησε τέσσερις ώρες και οι Βυζαντινοί με την καθοδήγηση του Ιουστινιάνη, με τις ισχυρές πανοπλίες και με την ασφάλεια των τειχών, απέκρουσαν τους Βασιβουζούκους, τον άτακτο Οθωμανικό στρατό. Στις 20 Απριλίου τρία Γενοβέζικα και ένα βασιλικό πλοίο από την Σικελία φορτωμένα με τρόφιμα έσπασαν τον αποκλεισμό και μπήκαν στον Κεράτιο. Στην Βορειοανατολική άκρη του Κεράτιου είναι κτισμένη περιοχή της πόλης που ονομαζόταν αρχικά Συκεαί και αργότερα Πέραν, ενώ η ευρύτερη περιοχή ονομάζεται Γαλατάς. Από τον 12ο αιώνα εκατοικείτο από Γενοβέζους οι οποίοι στην πολιορκία από τον Μωάμεθ δεν προσέτρεξαν στην άμυνα, αλλά με σκανδαλώδη και απροσχημάτιστο τρόπο, αυτό το γενοβέζικο προάστιο της πόλης παρέμεινε ουδέτερο. Τόσο ουδέτεροι που ανέπτυξαν οικονομικές σχέσεις και εμπορική δραστηριότητα, πουλώντας στους πολιορκητές, μεταξύ άλλων και μεγάλες ποσότητες λαδιού, που ήταν απαραίτητο για την ψύξη των κανονιών τους.
Τόσο ουδέτεροι που παρακολουθούσαν για μέρες τους Τούρκους να κατασκευάζουν δίολκο ακριβώς έξω από τα τείχη τους και την νύχτα της 21 προς 22 Απριλίου, να σύρουν 72 πλοία για 9 χιλιόμετρα από τον Βόσπορο στον Κεράτιο πάνω σ΄ αυτήν, χωρίς τουλάχιστον να ειδοποιήσουν, τους πολιορκημένους. Η υπερνεώλκηση των πλοίων όπως την είχε σχεδιάσει ο Σουλτάνος μαζί με ένα Λατίνο μηχανικό πέτυχε. Τώρα οι Βυζαντινοί έπρεπε να φυλάσσουν με περισσότερη επιμέλεια και τις ακτές στον Κεράτιο κόλπο. Ο Κωνσταντίνος ετοιμάζει σχέδιο πυρπόλησης των πλοίων αυτών. 28 Απριλίου . Αντί να καούν τα εχθρικά πλοία στον κεράτιο, κάηκε το σχέδιο. Προδόθηκε στους Οθωμανούς. Πάλι προδοσία.
7 Μαΐου: Επίθεση εκδηλώθηκε στην κοιλάδα του Λύκου. 12 Μαΐου: Μεγάλη επίθεση στις πύλες Ανδριανούπολης και Καλιγαρίας. Το βράδυ οι Τούρκοι έφτασαν στα τείχη στις Βλαχέρνες, αλλά ο ίδιος ο αυτοκράτορας έσπευσε και μπροστάρης της άμυνας, κατετρόπωσε τους πολιορκητές. Απωθήθηκαν. Οι μηχανικοί των Τούρκων αρχίζουν να ανοίγουν υπόγειες σήραγγες για να μπούν στην πόλη κάτω από τα τείχη. Ο Μέγας Δομέστικος των τειχών Ι. Ιουστινιάνης με τους μηχανικούς και τους πολεμιστές του, καίνε τους Τούρκους μέσα στις σήραγγες. 18 Μαΐου: Εκδηλώθηκε επίθεση στη Χαρσία Πύλη με την χρήση του Ελέπολις, του μεγάλου πολιορκητικού πύργου. Το ίδιο βράδυ οι πολιορκημένοι βγήκαν κρυφά από την πόλη και πυρπόλησαν τον πύργο. Δευτέρα 21 Μαΐου: Μετά από πολλές επιθέσεις και ανελέητο σφυροκόπημα των τειχών, ο Μωάμεθ επανέλαβε αίτημα και προσταγή για την παράδοσή της πόλης, προσφέροντας στον αυτοκράτορα την ηγεμονία της Πελοποννήσου. Έλαβε την απά- ντηση του κυρ Κωσταντή Δραγάση Παλαιολόγου: «Το δε την πόλιν σοι δούναι ούτ΄ εμόν εστίν ούτ΄ άλλου των κατοικούντων εν ταύτη˙ κοινή γαρ γνώμη, πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ού φεισόμεθα της ζωής ημών». Το να σου παραδώσω την Πόλη ούτε δικό μου δικαίωμα είναι ούτε κανενός άλλου από τους κατοίκους της, γιατί όλοι με μια ψυχή προτιμούμε να πεθάνουμε με τη θέλησή μας και δε λυπόμαστε για τη ζωή μας. Ακολουθεί πολεμικό συμβούλιο στο στρατόπεδο των Οθωμανών. Τετάρτη 23 Μαΐου : «Οι ηρωϊκοί απεσταλμένοι ναυτικοί περνώντας μέσα από τον Οθωμανικό στόλο, φτάνουν στην πόλη με άσχημα μαντάτα. Στον ορίζοντα δεν φαίνεται Δυτικό πανί. Οι σύμβουλοι σύντροφοι προτρέπουν τον Βασιλέα να φύγει. Ο Ιουστινιάνης με την αγωνία του φίλου τον παρακαλεί να μπεί στο δικό του καράβι και να φύγει. Ο Κωνσταντίνος όμως δεν είναι συνηθισμένος άνδρας: “εάν έφευγα τι θα έλεγε για μένα η οικουμένη; Σας ικετεύω μην με παρακαλάτε να φύγω. Επιθυμώ να πεθάνω εδώ μαζί σας” απαντά. Από τα παράθυρα του παλατιού φτάνουν οι κραυγές των Οθωμανών. Ο Μωάμεθ τους τάζει γλέντι τριών ημερών εάν του φέρουν την Βασιλεύουσα κι εκείνοι υποδέχονται την υπόσχεση με ζητωκραυγές, χορούς και τυμπανοκρουσίες. Ο Αυτοκράτορας σε βαθειά λύπη. Η πόλις χάνεται, προδομένη από φίλους και προπάντων διχασμένη. 25 Μαΐου : Όλοι γνωρίζουν ότι σε 4 μέρες οι Οθωμανοί θα χτυπήσουν. Η πόλη δεν έχει ψωμί και ως έφεδροι έχουν μείνει μόνο οι καλόγεροι που περιμένουν στον ναό των Αποστόλων την στιγμή που θα τους καλέσει ο Βασιλιάς να πολεμήσουν. Το συμβούλιο θέτει και πάλι το ζήτημα που πληγώνει τον Κωνσταντίνο: Εάν δεν μπορούμε να σώσουμε την πόλη, ας σώσουμε τουλάχιστον τον Αυτοκράτορα! Ο Παλαιολόγος αντιδρά με οργή και εξουθενωμένος από την νηστεία, την κόπωση και την αγωνία χάνει τις αισθήσεις του. Δεν δέχεται όμως να φύγει» http://library.antibaro.gr Κυριακή 27 του μηνός: Φήμες που κυκλοφορούσαν στο στρατόπεδο των Τούρκων, θέλουν τους Ούγγρους σπεύδοντες σε βοήθεια των Βυζαντινών, να σχεδιάζουν επίθεση στην Αδριανούπολη. Επίσης μεγάλη ναυτική δύναμη από την δύση πλησιάζει στα Δαρδανέλια. Υπήρχε κίνδυνος να εγκλωβιστούν ανάμεσα στους υπερασπιστές των τειχών και τον μεγάλο στρατό της δύσης. Έπρεπε να βιαστούν. Σε πολεμικό συμβούλιο στην σκηνή του Μωάμεθ, ο βεζύρης Χαλίλ πασάς Τσανταρλή τάσσεται υπέρ της λύσεως της πολιορκίας. Απέναντι του ο Ζαγανός, ο Έλληνας που ασπάσθηκε το Ισλάμ και που ως ο πρωτεργάτης και εμπνευστής της πολιορκίας τώρα επιχειρηματολογούσε με σθένος υπέρ της κατάληψης της πόλεως. Ότι ήταν να γίνει, έπρεπε να γίνει χωρίς άλλη καθυστέρηση. Ο Μωάμεθ ο Β΄ 21 ετών παλικάρι συμφώνησε με την γνώμη του Ζαγανού. Όρισε τελική επίθεση το ξημέρωμα της 29ης Μαΐου. Αν και αυτή δεν πετύχαινε, θα έλυναν την πολιορκία και θα αποχωρούσαν. Δευτέρα 28 Μαΐου: Αυτή την ημέρα κυριαρχεί το θρησκευτικό συναίσθημα. Οι Πολιορκημένοι προσεύχονται. Μεγάλο συμβούλιο και πάλι πρωί-πρωί στις Βλαχέρνες. Όλοι ξέρουν και περιμένουν. Η αναμονή αυτή είναι μαρτυρική. Όσοι είναι πάνω στα τείχη έχουν ξεχάσει πόσο καιρό βρίσκονται εκεί. Το φαγητό λιγοστό, ο ύπνος περιορισμένος και με δόσεις.
Ο Κωνσταντίνος ΙΑ' Παλαιολόγος, αυτός ο γίγαντας του Ελληνισμού, όταν στέφθηκε αυτοκράτορας γνώριζε ότι θα έφτανε αυτή η στιγμή. Παρά ταύτα ανέλαβε την τεράστια ευθύνη να υπερασπιστεί την Βασιλεύουσα. Την επωμίστηκε εκούσια και αγόγγυστα και τώρα στέκει εκεί, μπροστάρης, έτοιμος να δώσει την μάχη της ζωής του. Είναι η ώρα του. Το ίδιο απόγευμα στο παλάτι των Βλαχερνών, στην αίθουσα του θρόνου συγκεντρώνονται όλοι οι άρχοντες, οι στρατηγοί και οι Πρωτοσπαθάριοι της Πόλης. Εκφωνεί τον τελευταίο του λόγο. «Ευγενέστατοι άρχοντες, εκλαμπρότατοι δήμαρχοι και στρατηγοί, γενναιότατοι στρατιώτες, τιμημένοι και πιστοί πολίτες, ξέρετε όλοι πολύ καλά ότι έφτασε η ώρα που ο εχθρός της πίστης μας αποφάσισε να μας πιέσει ακόμα περισσότερο με όλα τα πολεμικά μέσα και τεχνάσματα που διαθέτει. Θέλει να αρχίσει γενική επίθεση και πόλεμο από την ξηρά κι από τη θάλασσα, έτοιμος να μας δαγκώσει σαν φαρμακερό φίδι και να μας καταβροχθίσει σαν ανήμερο λιοντάρι. Γι΄ αυτό το λόγο σας παρακαλώ να φερθείτε με γενναιότητα και θάρρος, όπως κάνατε μέχρι τώρα, απέναντι στους εχθρούς της πίστης μας. Αφήνω στα χέρια σας την τύχη της δοξασμένης και λαμπρής πατρίδας μας, της μεγαλοπρεπέστατης και ευγενούς βασιλεύουσας όλων των πόλεων. ……….. Σας βλέπω και χαίρομαι επειδή, αν και λίγοι, όλοι σας είστε έμπειροι, γενναίοι, αποφασιστικοί, δυνατοί και καλά προετοιμασμένοι. Ήρθε λοιπόν, αδέρφια μου, ο σουλτάνος, μας πολιόρκησε και είχε ορθάνοιχτο το τεράστιο στόμα του για να καταβροχθίσει τόσο εμάς όσο και την πόλη που έχτισε ο αείμνηστος μεγάλος αυτοκράτορας, ο Κωνσταντίνος, ο οποίος την αφιέρωσε στην Παναγία Δέσποινα Θεοτόκο και αειπάρθενο Μαρία, εκφράζοντας την ευχή να την έχουμε πάντα βοηθό και προστάτη της πατρίδας μας, που αποτελεί καταφύγιο των χριστιανών, ελπίδα και χαρά των Ελλήνων και καύχημα όλου του κόσμου. Ο άπιστος σουλτάνος όμως θέλει να υποδουλώσει την πόλη που ήταν κάποτε ένδοξη, ανθούσε σαν τριαντάφυλλο του αγρού και είχε υποτάξει ολόκληρη σχεδόν την υφήλιο: Πόντο και Αρμενία, Περσία και Παφλαγονία, Αμαζόνες και Καππαδοκία, Γαλατία και Μηδία, Κόλχους και Ίβηρες, Βοσποριανούς και Αλβανούς, Συρία, Κιλικία και Μεσοποταμία, Φοινίκη και Παλαιστίνη, Αραβία και Ιουδαία, Βακτριανούς και Σκύθες, Μακεδονία και Θεσσαλία, Ελλάδα, Βοιωτία, Λοκρούς και Αιτωλούς, Ακαρνανία, Αχαΐα και Πελοπόννησο, Ήπειρο και Ιλλυρία. Λυχνίτες της Αδριατικής, Ιταλία, Τοσκάνη, Κέλτες και Κελτογαλάτες, Ισπανία μέχρι τα Γάδειρα, Λιβύη, Μαυριτανία και Μαυρουσία, Αιθιοπία, Βελέδα, Σκούδη, Νουμηδία, Αφρική και Αίγυπτο. ......... Ευγενείς Βενετοί, αγαπημένα αδέρφια μας, στο όνομα του Χριστού και Θεού μας, γενναίοι, δυνατοί και έμπειροι στρατιώτες που πολλές φορές σκοτώσατε αμέτρητους αγαρηνούς με τα κοφτερά σπαθιά και με τη χάρη του Θεού, κάνοντας το αίμα τους να τρέξει σαν ποτάμι στα χέρια σας, σας παρακαλώ σήμερα να υπερασπίσετε με όλη σας την ψυχή αυτήν την πόλη που βρίσκεται σε τόσο άσχημη κατάσταση. Ξέρετε καλά ότι πάντοτε την είχατε σαν δεύτερη πατρίδα και μητέρα σας. Γι’ αυτό σας παρακαλώ και πάλι να φερθείτε σαν φίλοι, ομόπιστοι και αδέρφια μας στις δύσκολες στιγμές που περνάμε. Εντιμότατοι Λιγούριοι, αδέρφια μας, γενναίοι και ένδοξοι πολεμιστές, ξέρετε και καταλαβαίνετε ότι η δυστυχισμένη αυτή πόλη δεν ήταν μόνο δική μου, αλλά και δική σας για πολλούς λόγους. Πολλές φορές τη βοηθήσατε πρόθυμα και τη σώσατε από τους Αγαρηνούς εχθρούς της. Να όμως που ήρθε πάλι η στιγμή να δείξετε την αγάπη σας προς το Χριστό, βοηθώντας τη με την γενναιότητά και την ανδρεία σας. Δεν υπάρχει χρόνος για περισσότερα λόγια. Παραδίδω στα χέρια σας το ταπεινό μου σκήπτρο για να το φυλάξετε με αγάπη. Σας παρακαλώ να δείξετε αφοσίωση και υπακοή στους στρατηγούς σας, τους δημάρχους και τους εκατόνταρχους. Να αγωνιστείτε όλοι σύμφωνα με τη θέση και το αξίωμά σας. Να έχετε υπόψη σας ότι, αν κάνετε με πίστη όσα σας είπα, έχω την ελπίδα ότι ο Θεός θα απαλλάξει όλους εμάς τους αμαρτωλούς για μία ακόμη φορά από τη δίκαιη απειλή Του. Μας περιμένει στον ουρανό το αμάραντο στεφάνι και στη γή η αιώνια δόξα. Λοιπόν αδέρφια και συμπολεμιστές μου, να είστε όλοι έτοιμοι το πρωί. Με τη δύναμη που μας δίνει ο Θεός και τη βοήθεια της Αγίας Τριάδας, στην οποία στηρίζουμε όλες μας τις ελπίδες, ας κάνουμε τους εχθρούς μας να φύγουν νικημένοι από την πόλη μας». Γ. Φραντζής ellhnikaxronika.com Μετά τον λόγο αυτό έγινε μεγάλη λειτουργία στην Αγιά Σοφιά. Ήταν όλοι εκεί. Καρφίτσα δεν έπεφτε κάτω. Οι Ιερείς με τα λαμπρά τους άμφια τέλεσαν το μυστήριο. Δεν ακουγόταν ούτε ψίθυρος. Μόνο η φωνή του παπά που σαν σάλπιγγα αγγέλων ηχούσε μελωδικά, στέλνοντας μήνυμα σε γη και ουρανό. Τα κεφάλια χαμηλά. Πολλά μάτια δακρυσμένα. Πραγματικό μεγαλείο αυτή η προσευχή, η επαφή με το θείο. Πόσοι από αυτούς άραγε μίλησαν με τον Θεό εκείνη την ώρα!
Ο αυτοκράτορας προσευχήθηκε και κοινώνησε των αχράντων μυστηρίων από τα χέρια του ενωτικού Καρδινάλιου και Πατριάρχη Ισιδώρου. Αγκάλιασε όσους ήταν κοντά του και ζήτησε συγχώρεση από όλο τον λαό, αν ποτέ είχε πικράνει ή αδικήσει κάποιον. Σύμφωνα με τον Μιγιάτοβιτς «ως χριστιανός αυτοκράτορας, και χριστιανός στρατιώτης, προετοιμαζόταν ενώπιον του λαού του, να εμφανιστεί μπροστά στον Θεό». «Έπειτα γύρισε στα ανάκτορα και ζήτησε συγνώμη από όλους. Ποιος μπορεί να περιγράψει αυτήν τη στιγμή τους θρήνους και τους οδυρμούς που ακούστηκαν τότε στο παλάτι; Κανένας άνθρωπος δε θα μπορούσε να μείνει ασυγκίνητος, ακόμα κι αν ήταν από ξύλο ή από πέτρα. Ύστερα ανεβήκαμε στα άλογά μας, βγήκαμε από τα ανάκτορα και κάναμε επιθεώρηση στα τείχη για να ενθαρρύνουμε τους φρουρούς που κρατούσαν άγρυπνοι τις θέσεις τους. Εκείνη τη νύχτα όλοι βρίσκονταν στα τείχη και τους πύργους, ενώ είχαμε κλείσει προσεκτικά όλες τις πύλες ώστε να μην μπορεί να μπει ή να βγει κανένας. Όταν φτάσαμε στην Καλιγαρία, την ώρα που λαλούσαν για πρώτη φορά τα κοκόρια, ξεπεζέψαμε και ανεβήκαμε στον πύργο. Από εκεί ακούγαμε φωνές και δυνατό θόρυβο έξω από την πόλη. Οι φύλακες μας είπαν ότι αυτό γινόταν όλη τη νύχτα επειδή οι εχθροί έσερναν τις πολεμικές μηχανές τους κοντά στην τάφρο, προετοιμαζόμενοι για την επίθεση. Επίσης τα μεγάλα εχθρικά πλοία άρχισαν να κινούνται, προσπαθώντας να φέρουν στην ακτή τις γέφυρες που είχαν κατασκευάσει. » Γ. Φραντζής Μετά από αυτό ο Φραντζής πήγε στην θέση που είχε ταχθεί να υπερασπίσει και δεν συναντήθηκε ξανά με τον αυτοκράτορα. «Την τελευταία αυτή νύχτα ζοφερό σκοτάδι σκεπάζει την Πόλη και για πολύ ώρα βρέχει μεγάλες κατακόκκινες στάλες βροχής.» Ρώσος Νέστορας Ισκενδέρης αυτόπτης μάρτυς. Τρίτη 29 Μαΐου 1453: Κατά τις μιάμιση μετά τα μεσάνυχτα εκδηλώθηκε η επίθεση που όλοι και από τα δύο στρατόπεδα περίμεναν. Η περιοχή γύρω από τον Λύκο ποταμό γεμίζει από τους άτακτους, τους Βασιβουζούκους. Ο Μωάμεθ είχε πολλούς αναλώσιμους.
Ακούστηκε το σύνθημα της επίθεσης. Από άκρη σε άκρη του στρατοπέδου ουρλιαχτά και αλαλαγμοί, τύμπανα και κανονιές, κτυπήματα των σπαθιών στις ασπίδες και άλλα μεταλλικά αντικείμενα, φωτιές παντού. Η κόλαση αναδύθηκε έξω από τα τείχη της Θεοφύλακτης. «Ο Πρωτοστράτορας από τα τείχη μονολόγησε: “ελάτε…” και χαμογέλασε. Ένα χαμόγελο τρομακτικό. Στη συνέχεια ούρλιαξε: “Στα όπλα. Έρχονται τα σκυλιά. Φωνάξτε τον Αυτοκράτορα, χτυπήστε τις καμπάνες.” Σε λίγα λεπτά ο Αυτοκράτορας της Νέας Ρώμης, ο αυθέντης της Κωνσταντινούπολης έπαιρνε τη θέση του στα τείχη, ανάμεσα στους υπερασπιστές σαν απλός στρατιώτης. Ο Ιουστινιάνης γύρισε το κεφάλι του και τον είδε να δένει τον μεταλλικό του θώρακα. Βρισκόταν ακριβώς πίσω του στην πύλη του Αγίου Ρωμανού. Σε ένα τείχος ψηλότερα από όλους. Ούρλιαξε με την βαριά φωνή του για να ακουστεί μέσα στον χαλασμό που έκαναν τώρα και όλες οι καμπάνες από κάθε εκκλησιά της Πόλης: “Κλείδωσε μας. Κλείδωσε μας” Ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος του έγνεψε καταφατικά και με μια κίνηση των χεριών του, έδειξε στον Ιουστινιάνη ότι τον ευχαριστεί. Οι βαριές πόρτες εξόδου, στα νώτα των υπερασπιστών προς την πόλη έκλεισαν και κλειδώθηκαν. Τώρα όποιος ήταν στα τείχη ή θα νικούσε ή θα πέθαινε. Πάνω στην Πέμπτη ο Ιουστινιάνης έδινε τις τελευταίες οδηγίες. Οι καμπάνες συνέχιζαν να χτυπούν άγρια, τα τύμπανα κάνουν τη γη να τρέμει και οι Βασιβουζούκοι να ουρλιάζουν και να εφορμούν προς τα τείχη. Από ψηλά φαινόντουσαν να είναι άπειροι δεκάδες χιλιάδες. “Τώρα” ούρλιαξε ο Πρωτοστράτορας και μια πυκνή βροχή από βέλη, από μεταλλικές μπίλιες και από μικρές γρανιτένιες πέτρες από τα μικρά πυροβόλα των υπερασπιστών, θέρισαν τις πρώτες σειρές των επιτιθεμένων. Σαν να προσέκρουσαν σε κάποιον αόρατο τοίχο οι βασιβουζούκοι σταμάτησαν και σωριάζονταν νεκροί. Από ψηλά οι τοξότες άδειαζαν τις φαρέτρες τους σε ελάχιστα δευτερόλεπτα. Δεν σημάδευαν αλλά κανένα βέλος δεν πήγαινε χαμένο. Τόσο πυκνές ήταν οι γραμμές των Οθωμανών ατάκτων. Τα τηλεβόλα και τα αρκεβούζια των βυζαντινών και των Λατίνων είχαν πάρει φωτιά. Ο αθυρόστομος Ιουστινιάνης έτρεχε πάνω κάτω και εμψύχωνε τους συμπολεμιστές του: “Για την τιμή της Χριστιανοσύνης… θερίστε τους…κάντε τους να ξεχάσουν τις μάνες τους…”, ήταν οι ηπιότερες εκφράσεις που χρησιμοποιούσε. Οι 700 σιδερόφρακτοι σύντροφοι του, με μια κίνηση έβγαλαν τα σπαθιά τους και περίμεναν. Μαζί τους και οι Βυζαντινοί. Οι Βασιβουζούκοι ήταν ένα ασκέρι ατάκτων από κάθε μεριά του κόσμου. Όταν κατάλαβαν ότι με τις φωνές και τις κραυγές η πόλη δεν πέφτει, δείλιασαν. Οι βυζαντινοί τους μακέλευαν και δεν είχαν προλάβει καν να πλησιάσουν τα τείχη. Έκαναν να υποχωρήσουν. Ο τεράστιος όγκος των χιλιάδων αυτών ερασιτεχνών πολεμιστών ξαφνικά άλλαξε μέτωπο και υποχωρούσε. Γυρνούσε πίσω. Ο Μεχμέτ που παρακολουθούσε τη μάχη περίμενε την εξέλιξη αυτή. Κούνησε κοφτά το κεφάλι του και έδωσε ένα σύνθημα. Αμέσως στα νώτα των υποχωρούντων βασιβουζούκων ανέλαβαν δράση οι τρομεροί Τσαούσηδες. Αξιωματικοί του Οθωμανικού στρατού. Επαγγελματίες στρατιώτες έπαιξαν το ρόλο του στρατονόμου. Με τα τεράστια γιαταγάνια τους αλλά και με βαριά μεταλλικά ρόπαλα τιμωρούσαν, σκότωναν, ή άφηναν ανάπηρο όποιον υποχωρούσε. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. Οι Βασιβουζούκοι αφού είδαν εκατοντάδες συντρόφους τους να πέφτουν από σπαθί συμπολεμιστή τους επειδή υποχωρούσαν, άλλαξαν πάλι μέτωπο και ξεχύθηκαν προς τα τείχη. Τουλάχιστον αν πέθαιναν πάνω στη μάχη από το σπαθί των γκιαβούρηδων, θα πήγαιναν στον παράδεισο. Η τεράστια τάφρος που βρισκόταν μπροστά από το Μικρόν τείχος είχε βάθος 10 μέτρα και πλάτος 21. Έπρεπε να την περάσουν να τρέξουν 17 μέτρα ακάλυπτοι και να φτάσουν στο Μικρόν τείχος. Τότε όλα θα ήταν πιο εύκολα αφού η πρώτη αμυντική γραμμή των Βυζαντινών είχε ισοπεδωθεί από τους βομβαρδισμούς των προηγούμενων ημερών. Το Μικρόν τείχος ήταν πλέον ένας ξύλινος φράχτης και όχι το πέτρινο τείχος, πάχους 2,5 μέτρων και ύψους 8,5 που ήταν πριν. Σε λιγότερο από μισή ώρα η βασιβουζούκοι δεν χρειαζόταν να διασχίσουν την τάφρο με πρόχειρες γέφυρες ή άλλα μέσα. Τώρα απλά πατούσαν στα πτώματα των συντρόφων τους και περνούσαν απέναντι. Η τεράστια τάφρος είχε γεμίσει με νεκρούς άτακτους… “Στο Μικρό” φώναξε ο Ιουστινιάνης και οι κατάφραχτοι ιππότες του άφησαν το Μέγα τείχος και κατέβηκαν στον ξύλινο φράχτη. Όσοι Βασιβουζούκοι δεν εξολοθρεύονταν πάνω από τα τείχη με τα τόξα και τα αρκεβούζια, και διέσχιζαν τη τάφρο, έπεφταν επάνω στους συντρόφους του Πρωτοστράτορα. Τα όπλα τους ήταν αδύνατον να τρυπήσουν τις πανοπλίες των ιπποτών. Ήταν μια εύκολη μάχη για τους βυζαντινούς. Χωρίς ασπίδες και μεταλλικούς θώρακες τα τεράστια σπαθιά των Λατίνων του καπετάν Γιουστουνιά, τους εξολόθρευαν τρεις – τρεις με κάθε χτύπημα. Μετά από 3 ώρες μάχης σώμα με σώμα οι Βασιβουζούκοι διατάχτηκαν να υποχωρήσουν. Οι υπερασπιστές ούρλιαζαν από χαρά και ενθουσιασμό. Οι πανοπλίες, τα πρόσωπα, τα μαλλιά τους ήταν κατακκόκινα από το αίμα των Τούρκων. Οι απώλειες τους ήταν ελάχιστες. Όμως τα χέρια τους βάραιναν επικίνδυνα. “Μοιράστε τους κρασί και να ξεκουραστούν” έδωσε εντολή ο Ιουστινιάνης αλλά η ματιά του πάγωσε καθώς κοίταξε προς το εχθρικό στρατόπεδο. Τη θέση των ατάκτων μετά από 3 ώρες μάχης έπαιρνε τώρα ο τακτικός στρατός των Οθωμανών. Αμέτρητες σειρές από Αλοφατζήδες από Καρίπηδες, από Δελήδες από Μποσταντζήδες και φυσικά από Σπάχηδες, εφορμούσαν προς τα τείχη. Ήταν ξεκούραστοι και ήθελαν να αποδείξουν ότι δίκαια άνηκαν στον τρομερό στρατό του Σουλτάνου.
Από την άλλη οι υπερασπιστές άρχιζαν να καταβάλλονται από την κούραση. Και ο Σουλτάνος δεν τους άφησε ούτε λεπτό για να ξεκουραστούν. “Κουράγιο αδέρφια” Βροντοφώναξε ο Αυτοκράτορας από τα τείχη. “’Ότι έπαθαν οι προηγούμενοι θα πάθουν και αυτοί.” Και πράγματι έτσι έγινε. Επί τρεις ώρες οι υπερασπιστές έκοβαν όπως ο ξυλοκόπος τα δέντρα, το νήμα της ζωής των χιλιάδων Οθωμανών στρατιωτών. Τρεις ώρες μάχης σώμα με σώμα που εάν υπολογίσουμε και τις προηγούμενες, συνολικά οι υπερασπιστές των τειχών πολεμούσαν 6 ώρες αδιάκοπτα. Έξη ώρες να σηκώνουν και να κατεβάζουν συνέχεια ένα βαρύ σπαθί και να μακελεύουν… Η κούραση άρχισε να τους καταβάλει. Αυτή τη φορά όμως οι απώλειες ήταν μεγάλες. Ο τακτικός στρατός του Σουλτάνου δεν πολεμούσε με αυτοσχέδια σπαθιά, ρόπαλα και τσουγκράνες. Είχε όπλα και πανοπλίες σχεδόν εφάμιλλες με τους Βυζαντινούς και τους Λατίνους. Η άμυνα της Πόλης κρεμόταν σε μια κλωστή. Δεν ήταν λίγοι οι υπερασπιστές που βρήκαν τον θάνατο κατατρυπημένοι από τους εχθρούς, απλά και μόνο επειδή δεν μπορούσαν να σηκώσουν άλλο το σπαθί τους από την κούραση. Τα αυτιά όλων κόντευαν να σπάσουν. Τα τύμπανα δεν είχαν σταματήσει λεπτό. Το ίδιο και οι καμπάνες. Οι κλαγγή των όπλων και οι εκρήξεις μαζί με τις κραυγές των πολεμιστών δημιουργούσαν ένα σκηνικό κολάσεως. Γλυκοχάραζε και ο θεός φαινόταν ότι δεν είχε αποφασίσει σε ποιόν θα έδινε τη νίκη. Η πεδιάδα του Λύκου ήταν τώρα ένας λασπότοπος γεμάτος αίματα και χιλιάδες πτώματα. Κάπου κάπου κάποιος τραυματίας εκλιπαρούσε για λύτρωση. Κομμένα μέλη, κομμένα κεφάλια, ανθρώπινες ακαθαρσίες. Η μυρωδιά του θανάτου.
Ο Σουλτάνος άρχισε να νιώθει άβολα. Η αποτυχία του έκλεινε πονηρά το μάτι. Η Πόλη απέναντι του όχι μόνο άντεξε αλλά και διέλυσε μεγάλο μέρος του στρατού του. Έβλεπε ήδη με τη φαντασία του, τους “Μουγκούς” να τον πνίγουν κάποιο βράδυ στον ύπνο του, με μεταξωτό κορδόνι. Διέταξε και το δεύτερο κύμα να υποχωρήσει και έστρεψε το κατασκότεινο πρόσωπο του προς τον Αγά των Γενιτσάρων που στεκόταν πίσω και αριστερά του. Θα τα έπαιζε όλα για όλα. Ή θα κέρδιζαν οι γενίτσαροι του ή θα τον περίμενε ο θάνατος και η ατίμωση. “Είμαι ένας από εσάς” είπε στον Αγά. Εκείνος υποκλίθηκε βαθιά και έσπευσε να δώσει τις εντολές του. Οι Γενίτσαροι ήταν έτοιμοι να εφορμήσουν. Σαν σκυλιά που με αλυσίδα τα κρατά ο κύριος τους και τώρα τα άφησε κάλυπταν τρέχοντας την απόσταση μέχρι τα τείχη. Οι εκκλησίες πλέον δεν χτυπούσαν τις καμπάνες τους. Από το στρατόπεδο του Τούρκου αυθέντη δεν ακούγονταν τύμπανα. Επικρατούσε μια νεκρική σιγή που τσάκιζε τα νεύρα. Όλοι στα τείχη βαστούσαν την ανάσα τους. Οι Γενίτσαροι έτρεχαν σκυφτοί. Κοίταζαν μόνο μπροστά. Δεν φώναζαν, ούτε ούρλιαζαν όπως οι προηγούμενοι. Το θεωρούσαν υποτιμητικό. Απλά έτρεχαν. “Αυτοί είναι οι τελευταίοι, αδέρφια μου” φώναξε ο αυτοκράτορας από ψηλά. “Κρατήστε τις θέσεις σας, μην λιγοψυχάτε τώρα”. Οι Γενίτσαροι πέρασαν την τάφρο, πέρασαν και το Μικρό τείχος και έφτασαν κάτω από το Μέγα τείχος. Έστησαν με ταχύτητα τις σκάλες τους. Από ψηλά οι υπερασπιστές άδειαζαν καυτό λάδι, και πετούσαν πέτρες προς τα κάτω. Οι Γενίτσαροι ένας προς έναν συναντούσαν τιμημένα τον δημιουργό τους. Κανείς τους δεν φώναζε. Κανείς τους δεν ούρλιαζε. Και όποιος πέθαινε αμέσως κάποιος άλλος έπαιρνε τη θέση του… Είναι η στιγμή που ο χρόνος σταματάει… Είναι η στιγμή που μια αυτοκρατορία πεθαίνει… Είναι η στιγμή που χίλια και βάλε χρόνια περνάνε στο παρελθόν. Η μοίρα λες και αμφιταλαντευόταν τόσες ώρες, αποφάσισε να δώσει τη νίκη στους Οθωμανούς.
Εξάλλου η έκπληξη θα ήταν εάν η Πόλη δεν έπεφτε… Έπεσε με τρία απλά μοναδικά στην ιστορία γεγονότα που έκριναν τα πάντα. Ο Μεχμέτ έβλεπε τους Γενίτσαρους του να τσακίζονται σωρηδόν πάνω από τα τείχη. Η Βασιλεύουσα δεν έπεφτε. Έτριψε τον σβέρκο του. Ήξερε τη μοίρα του. Ετοιμάστηκε να σημάνει υποχώρηση. Τότε συνέβησαν σχεδόν ταυτόχρονα τρία μοιραία για το Βυζάντιο γεγονότα. Στη Βόρεια πλευρά του τείχους. Κάτω σχεδόν από το παλάτι των Βλαχερνών σε μια μικρή γωνιά που κάνει το τοίχος, βρίσκεται ένα πορτάκι. Μια μικρή πόρτα ξύλινη, που κάποτε οι αυτοκράτορες χρησιμοποιούσαν όταν έβγαιναν για κυνήγι στο δάσος του Βελιγραδίου. Το πορτάκι σχεδόν δεν φαίνεται ακόμη και εάν κάποιος είναι πολύ κοντά. Οι πολιορκημένοι πολλές φορές το είχαν χρησιμοποιήσει στις εφόδους τους. Έβγαιναν μέχρι και 50 και ταχύτατα με τα άλογα τους σάρωναν όποιον Οθωμανό στρατιώτη έβρισκαν. Μετά σαν φαντάσματα έμπαιναν πάλι από την πόρτα αυτή την ασφάλιζαν και έπαιρναν τις θέσεις τους στα τείχη. Με κάποιο τρόπο «μαγικό» η πόρτα, αυτή την μοιραία στιγμή βρέθηκε ανοιχτή. Την ξέχασαν καθώς επέστρεφαν μετά από κάποια επιδρομή οι Βυζαντινοί; Κάποιο χέρι από μέσα που ήθελε να μπουν οι Οθωμανοί, την ξεκλείδωσε; Κανείς δεν ξέρει , ούτε θα μάθει ποτέ. Από την πόρτα αυτή μπήκαν κάποιοι Γενίτσαροι, οι οποίοι έγιναν αντιληπτοί σχεδόν αμέσως από τους Βυζαντινούς. Με άλογα και πεζοί, οι υπερασπιστές έπεσαν πάνω τους και τους εξολόθρευσαν. Ένας από εκείνους όμως κατάφερε να σκαρφαλώσει στο τείχος και να τοποθετήσει τη σημαία του Σουλτάνου. Η σημαία δεν κατέβηκε… Την ίδια στιγμή σαν να έπαιζε ένα παιχνίδι η μοίρα, ο Πρωτοστράτορας, ο άνθρωπος που ουσιαστικά μαζί με τον αυτοκράτορα κρατούσε την Πόλη, τραυματίζεται. Ο Ιουστινιάνης είδε μέσα από την κατάμαυρη πανοπλία του να ξεπηδά αίμα. Κάποιο βόλι ή τόξο καρφώθηκε χαμηλά στην κοιλιά του. Ο πόνος ήταν αβάσταχτος και όσο περνούσε η ώρα ο Ιουστινιάνης σφάδαζε. Οι σύντροφοι του, άφησαν τις θέσεις τους στις πολεμίστρες και έτρεξαν να προστατεύσουν τον ηγέτη τους.
Από τα τείχη έφυγε η ελίτ της άμυνας οι σιδερόφραχτοι ιππότες του Γενουάτη γίγαντα. Οι γενίτσαροι συνέχιζαν να ανεβαίνουν… Ο Πρωτοστράτορας φώναξε στον Κωνσταντίνο να του πετάξει τα κλειδιά της Πύλης για να φύγει. “Αδελφέ” απάντησε με αγωνία από ψηλά ο Παλαιολόγος “άντεξε λίγο ακόμη σε παρακαλώ”. Ο Ιουστινιάνης σε κρίση πανικού και φρικτού πόνου ούρλιαξε: “Πέταξε μου τα κλειδιά ανάθεμα με. Πεθαίνω δεν το βλέπεις;”. Ο αυτοκράτορας υποχώρησε και πέταξε τα κλειδιά. Οι πιστοί σύντροφοι του Ιουστινιάνη άφησαν τα τείχη και κρατώντας τον στα χέρια έτρεξαν προς τα δύο πλοία που τους περίμεναν στο λιμάνι. Οι Βυζαντινοί ήταν πλέον μόνοι τους. Αργότερα πολλοί κατηγόρησαν τον Ιουστινιάνη ότι λιγοψύχησε και για ένα μικρό τραυματισμό έφυγε. Η πραγματικότητα είναι όμως εντελώς διαφορετική. Ο Ιουστινιάνης σε όλες τις ημέρες της πολιορκίας, ποτέ δεν δείλιασε, ποτέ δεν έκανε πίσω. Πρώτος δίπλα στον Κωνσταντίνο απωθούσε τους Οθωμανούς. Ευκαιρίες να φύγει είχε πολλές. Και μάλιστα να αλλάξει και στρατόπεδο γεμίζοντας τις τσέπες του με χρυσάφι. Δεν το έκανε. Έμεινε στις επάλξεις. Ο Ιωάννης Ιουστινιάνης πέθανε τις πρώτες ημέρες του Ιουνίου, όταν τα δύο πλοία του έδεσαν στη Χίο........ Στον τάφο του στην εκκλησία του Αγίου Δομίνικου στη Χίο αναγραφόταν στα Λατινικά: “Ένθαδε κείται Ιωάννης Ιουστινιάνης, ανήρ περικλεής και πατρίκιος Γενουήσιος εκ των Μαονέων της Χίου, όστις, κατά την εκστρατείαν του βασιλέως των Τούρκων Μωάμεθ εναντίον της Κωνσταντινουπόλεως, μεγαλοψύχως ηγεμονεύων παρά το γαληνοτάτω Κωνσταντίνω, τελευταίω των ανατολικών Χριστιανών αυτοκρατόρι, θανασίμως πληγωθείς απέθανε.” Το τρίτο περιστατικό που συνέβη σχεδόν ταυτόχρονα με τα άλλα δύο ήταν και αυτό καθοριστικό. Την ίδια στιγμή λοιπόν που στις επάλξεις κυμάτισε για πρώτη φορά το μπαϊράκι του Σουλτάνου, την ίδια στιγμή που ο Πρωτοστράτωρας τραυματίστηκε και αποχώρησε, μια ομάδα Γενιτσάρων, καθοδηγούμενη από τον Καφέρ Μπέη, σκαρφάλωσε στα τείχη και πάτησε το πόδι της κάτω από τον Άγιο Ρωμανό. Εκεί κάποιος θηριώδης Γενίτσαρος που πλέον από τους Τούρκους θεωρείται ήρωας, ο Χασάν από το Ουλουμπάτ συνοδευόμενος από μια ομάδα 30 συντρόφων του κατάφερε να προχωρήσει κατά μήκος στις επάλξεις, απωθώντας τους παραπαίοντες αμυνόμενους. Με μια σημαία του Σουλτάνου Μεχμέτ στο αριστερό και ένα τεράστιο κυρτό σπαθί στο δεξί χέρι, κράτησε για λίγα λεπτά τη θέση του περικυκλωμένος από Βυζαντινούς. Οι άλλοι γενίτσαροι που τον είδαν εμπνεύστηκαν από το θάρρος του και όρμησαν με περισσότερη λύσσα κατά των υπερασπιστών. Ο γιγαντιαίος γενίτσαρος κάρφωσε τη σημαία του Ισλάμ στα τείχη της Βασιλεύουσας των χριστιανικών πόλεων. Σύντομα οι αμυνόμενοι ανασυντάχτηκαν και με ομοβροντία από βέλη, πέτρες και ακόντια έριξαν κάτω τους 30 Γενίτσαρους και κύκλωσαν τον Χασάν. Με κόκκινα μάτια από την ένταση της μάχης του επιτέθηκαν, τον γονάτισαν και στην κυριολεξία τον κομμάτιασαν. Τα ελάχιστα λεπτά που άντεξε όμως ήταν αρκετά για ακόμη περισσότερους γενίτσαρους να σκαρφαλώσουν στα τείχη. Η μάχη είχε κριθεί. Ο Σουλτάνος που παρακολουθούσε πλέον από κοντά τη μάχη, ενώ είχε σηκώσει το χέρι να σημάνει υποχώρηση, είδε με το έμπειρο μάτι του την αναταραχή στις γραμμές των υπερασπιστών. Αντί για υποχώρηση έδωσε εντολή όλες οι δυνάμεις να πέσουν στο σημείο εκείνο. Σαν πλημμυρίδα χιλιάδες άνδρες άρχισαν να εισβάλλουν στον θύλακα που ο Σουλτάνος υπέδειξε. Οι αμυνόμενοι υποχώρησαν υπό το βάρος του αριθμού των επιτιθεμένων. Σε ένα τέταρτο 30.000 Οθωμανοί ανέβηκαν στα τείχη. Τώρα όλοι ούρλιαζαν απόκοσμα και έσφαζαν όποιον συναντούσαν. Η Πόλις Εάλω. Η υποχώρηση έγινε πανικός. Πύλη Αγίου Ρωμανού πρωινό 29 Μαΐου 1453. Το πρόσωπο του Αυτοκράτορα είχε μεταβληθεί σε μια μάσκα πόνου. Δεν πίστευε και ο ίδιος πόσο γρήγορα και ξαφνικά ανατρά- πηκε η κατάσταση. Οι Οθωμανοί έμπαιναν πλέον από παντού. Μέσα στον πανικό και τον χαμό ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ήταν αδύνατον να κάνει το παραμικρό.
Έστρεψε το πρόσωπο του προς τα πίσω. Έβλεπε από ψηλά την αγαπημένη του πόλη να ψυχορραγεί. “ Όλα τελείωσαν λοιπόν” σκέφτηκε και πρόσταξε την φρουρά του να αποχωρήσουν. Με ψυχραιμία κατέβηκε από τον Άγιο και μπήκε στην Πόλη. Τον συνόδευαν οι καλοί του φίλοι , ο Ιωάννης Δαλματός, ο Δον Φρανσίσκο ντε Τολέδο, ο Θεόφιλος Παλαιολόγος και ο Καντακουζηνός. Έτρεχαν στα στενά δρομάκια της Πόλης. “Άρχοντα μου θα ήταν συνετό να αποφύγουμε τους μεγάλους δρόμους για να φτάσουμε στο λιμάνι” τον συμβούλεψε ο Θεόφιλος. Οι σφαγές οι λεηλασίες, οι βιασμοί, οι κλεψιές είχαν ξεκινήσει και τα ουρλιαχτά του κόσμου και οι απεγνωσμένες επικλήσεις για βοήθεια έκαναν τον Αυτοκράτορα να σταθεί. “Δεν φεύγω” είπε. “ Η πόλη μου πεθαίνει και μαζί της θα πεθάνω και εγώ”. Από κάποια σκιερή γωνία ξεπρόβαλε τρέχοντας μια πολυάριθμη ομάδα γενιτσάρων που είχε επιδοθεί σε ανελέητο πλιάτσικο και δολοφονίες. Κοντοστάθηκαν μόλις είδαν τους 5 αρματωμένους άνδρες. Ο Αυτοκράτορας της Νέας Ρώμης, ο Άρχων της Βασιλεύουσας δεν το σκέφτηκε δεύτερη φορά. Ξεθήκωσε το σπαθί του και όρμησε. Πίσω του οι σύντροφοι του έκαναν το ίδιο. Όπως η φωτιά καίει τα δάση, έτσι και ο Κωνσταντίνος θέριζε τους Γενίτσαρους. Δεχόταν χτυπήματα αλλά παρέμενε όρθιος. Σε λίγα λεπτά οι 4 σύντροφοι του κείτονταν νεκροί. Είχε περικυκλωθεί. Η πανοπλία και ο μανδύας του ήταν μέσα στα αίματα. Τα μάτια του είχαν γεμίσει δάκρυα. Όχι από πόνο. Δάκρυα για τον χαμό της θεοφύλακτης Πόλης. Ο Κωνσταντίνος ζύγισε το σπαθί στο κουρασμένο του χέρι.”΄Δεν υπάρχει ένας Χριστιανός να μου πάρει το κεφάλι;” φώναξε και όρμησε για δεύτερη φορά. Δέχτηκε από πίσω ένα δυνατό χτύπημα. Όλα μαύρισαν στα μάτια του. Κατέρρευσε . Οι Γενίτσαροι έπεσαν πάνω του… Κανείς ποτέ δεν τον ξαναείδε… Ο Οθωμανός ιστορικός Ορούχ, έγραψε αργότερα: “Ο άμοιρος αυτοκράτορας ήταν 49 ετών όταν πέθανε. Όποιες και αν ήταν οι συνθήκες του θανάτου του, φαίνεται ότι προσπάθησε μέχρι και την τελευταία στιγμή να κρατήσει τη φλόγα του Βυζαντίου αναμμένη. Ο κυβερνήτης της Ιστανμπούλ ήταν γενναίος και δεν ζήτησε έλεος. Ήταν ένας άξιος αντίπαλος” Οι δρόμοι της Κωνσταντινούπολης γλιστρούσαν από το αίμα που έρεε. Τα κομμένα κεφάλια μέσα στο λιμάνι, έμοιαζαν καρπούζια στον πάγκο του μανάβη. Τόσα πολλά ήταν. ……… Σύμφωνα με τους ιερούς νόμους του Ισλάμ εάν μια πόλη επαρεδίδετο τότε τα στρατεύματα, την καταλάμβαναν αναίμακτα και απαγορευόταν να αγγίξουν την περιουσία αλλά και τους ανθρώπους της. Εάν μια πόλη αρνείτο να παραδοθεί και τα στρατεύματα την καταλάμβαναν εξ εφόδου τότε οι στρατιώτες επί 3 ημέρες είχαν δικαίωμα να κάνουν ότι θέλουν στους ανθρώπους και την περιουσία τους. Να την οικειοποιηθούν να πάρουν σκλάβους, να πάρουν χρυσάφια και κοσμήματα. Οτιδήποτε, αλλά για 3 ημέρες. Η Κωνσταντινούπολη ήταν στη δεύτερη περίπτωση.» hellasforce.com ``````````````````«Ο Φραγκίσκος Τολέντο, τον οποίο αναφέραμε παραπάνω, φάνηκε ανώτερος ακόμα και από τον Αχιλλέα. Πολεμώντας στα δεξιά του αυτοκράτορα, κομμάτιαζε τους εχθρούς με δόντια και με νύχια. Το ίδιο έκανε και ο Θεόφιλος Παλαιολόγος. Βλέποντας τον αυτοκράτορα να αγωνίζεται για να σώσει την πόλη που κινδύνευε, φώναξε κλαίγοντας: “Καλύτερα να πεθάνω παρά να ζήσω”. Ύστερα όρμησε κραυγάζοντας πάνω στους εχθρούς και σκότωσε ή έτρεψε σε φυγή όσους βρέθηκαν μπροστά του. Ο Ιωάννης Δαλμάτης, που βρέθηκε κι αυτός στο ίδιο μέρος, πολεμούσε με ηρωισμό σαν γενναίος στρατιώτης που ήταν. Όσοι βρέθηκαν στο πεδίο της μάχης θαύμασαν την τόλμη και την ανδρεία των εξαιρετικών εκείνων ανδρών. Οι επιθέσεις επαναλήφθηκαν δύο και τρεις φορές, μέχρι που κατάφεραν να τρέψουν τους απίστους σε φυγή, να σκοτώσουν πολλούς και να γκρεμίσουν άλλους κάτω από τα τείχη. Οι στρατιώτες μας πολέμησαν με μεγάλη γενναιότητα και στο τέλος έπεσαν νεκροί, αφού προηγουμένως είχαν προξενήσει τεράστιες απώλειες στους εχθρούς. Πολλοί άλλοι σκοτώθηκαν επίσης κοντά στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού, όπου οι εχθροί είχαν στήσει τη μεγάλη ελέπολη και το φοβερό κανόνι, με τα οποία γκρέμισαν τα τείχη και κατάφεραν να πρωτομπούν στην πόλη. Τη στιγμή εκείνη εγώ δε βρισκόμουν κοντά στον αυτοκράτορα και δεσπότη μου, επειδή είχα πάει να επιθεωρήσω ένα άλλο σημείο της πόλης, σύμφωνα με τη διαταγή του.» Γεώργιος Φραντζής egolpion.com
Οι λειτουργίες στην Αγιά Σοφιά συνεχίζονταν αδιάκοπα. Μόλις μπήκαν από την μεγάλη πόρτα οι Οθωμανοί σταμάτησε ο Παπάς. Άρπαξε το Ευαγγέλιο ανέβηκε την σκάλα του άμβωνα, άνοιξε μια μικρή πόρτα και χάθηκε. Τον ακολούθησαν αλλά δεν βρήκαν πόρτα, μόνο τοίχο. Μαρμάρινο τοίχο τον οποίο πήραν εργαλεία και έσκαψαν χωρίς αποτέλεσμα.
Κατά τον θρύλο, ο παπάς περιμένει να λευτερωθεί η πόλη για να γυρίσει και να τελειώσει την λειτουργία που έμεινε στη μέση. Οι τελευταίοι. «...... και όταν έπεσεν η Πόλη και οι Τούρκοι εμπήκαν μέσα, ως διακόσιες χιλιάδες περίπου Ταχτικοί και Αταχτοι, άλλοι από την Κιρκόπορτα και άλλοι από το ρήγμα του Αγίου Ρωμανού, και όλοι οι πολεμάρχοι εγκατέλειψαν τας θέσεις των δια να σωθούν, εις τα πλοία ή οπουδήποτε αλλού, μονάχα η τούρμα της Κρήτης, όσοι εζούσαν, με αρχηγόν τον Καπετάν Γραμματικόν, αν και τραυματισμένον και αυτόν σε πολλά μέρη του κορμιού του, εσκέφτηκεν ότι θα ήτον καλύτερον να μείνει στα πόστα της και να εξακολουθήση να πολεμά μέχρις ότου σκοτωθούν ούλοι, παρά να παραδώσουν τα όπλα. Κι όταν προς το βράδυ πλέον ο Σουλτάνος είδεν και εκατάλαβεν ότι εμείς δεν είχαμε σκοπόν να παραδοθούμε, έστειλεν ένα πασά με δυό αξιωματικούς, που ο ένας εκρατούσε λευκή σημαία και ο άλλος ήταν δραγουμάνος, και μας είπε "ότι επειδής - λέγει - ο Σουλτάνος εκτιμά την αντρειά μας, μας αφήνει ελεύθερους να φύγωμε για το νησί μας, με τα όπλα μας και με ένα από τα καράβια μας.........” Τότες αλάβωτοι και λαβωμένοι, το όλον εκατόν εβδομήντα, εκατεβήκαμεν από τους πύργους μας, με τα άρματά μας και εμπήκαμεν εις ένα δρομώνι, που μας έδωκαν. Και όταν εβγαίναμε από το λιμάνι είχεν ειδοποιηθή ο Τούρκικος Στόλος να μη μας πειράξη.» Χειρόγραφο Βατοπεδίου «… και εγκρατείς πάντων εγένοντο, άνευ δε των πύργων των λεγομένων Βασιλείου, Λέοντος και Αλεξίου, εν οίς εστήκεισαν οι ναύται εκείνοι εκ της Κρήτης. Αυτοί γαρ γενναίως εμάχοντο μέχρι και της έκτης και εβδόμης ώρας και πολλούς Τούρκους εθανάτωσαν και τοσούτον πλήθος βλέποντες και την πόλιν δεδουλομένη πάσαν, αυτοί ούκ ήθελον δουλωθήναι, αλλά μάλλον έλεγον αποθανείν κρείττον ή ζήν. Τούρκος δε τις τω αμηρά αναφοράν ποιήσας περι της τούτων ανδρείας, προσέταξεν ίνα κατέλθωσιν μετά συνηβάσεως και ώσιν ελεύθεροι αυτοί τε και η ναύς αυτών και πάσαν αποσκευή, ήν είχον. Και ούτως γενόμενον, πάλιν μόλις εκ του πύργου τούτους έπεισεν απελθείν» Γ. Φραντζής φωτο: τείχη και πύργοι του Κεράτιου Οι 170 Κρήτες που απέμειναν πολεμούν ακόμα στους πύργους. Είναι πια επτά η ώρα. Σε όλο το μήκος των τειχών δεν υπάρχει άλλος υπερασπιστής. Έχουν σκοτωθεί ή έχουν φύγει να σωθούν. Τους έχουν τελειώσει τα βέλη, έχουν μόνο τα σπαθιά τους. Και πετσοκόβουν. Άλλοι πετούν πέτρες σε όσους προσπαθούν να πλησιάσουν. Η πόλις έχει πέσει. Μπήκαν οι Τούρκοι. “Εάλω”. “Εάλω”. “Εάλω”. Θρήνος ακούγεται από παντού. Το αίμα κυλάει στους δρόμους. Φωτιές και καπνοί. Σύγκρυο προκαλεί ο απόκοσμος ήχος που δονεί την ατμόσφαιρα. Το συνονθύλευμα κραυγών τρόμου, πόνου και τα βογγητά θανάτου από την μια, με τους αλαλαγμούς ενθουσιασμού από την άλλη. «Μπήκαν Οι Τούρκοι!!». Αυτοί εκεί, μέσα από την αλυσίδα κοντά στην είσοδο του Κεράτιου. Εκεί, στην δυτική άκρη του Προσφόριου λιμένα πάνω απ΄την Ωραία Πύλη, στους πύργους που τους έταξαν να φυλάσσουν . Εκεί στο καθήκον, όπως έμαθαν στην Κρήτη, κατάκοποι και τραυματισμένοι. Εκεί, γιατί οι Κρήτες δεν παραδίδονται. Πεθαίνουν. Όσοι έμειναν. Με τον αρχηγό τους τον Πέτρο Κάρχα ή Γραμματικό πολυτραυματία, έχουν συσπειρωθεί γύρω του και προκαλούν τον Χάρο. Έλα του λένε αν μπορείς, εδώ είμαστε και γελούν.
Σαστισμένοι οι Τούρκοι που αδυνατούν να εκπορθήσουν αυτούς τους πύργους, συγκεντρώνονται και τους παρακολουθούν. Τους θαυμάζουν. 170 κουζουλοί τά ΄βαλαν με όλη την Οθωμανική αυτοκρατορία. Κάποιος ειδοποίησε τον Σουλτάνο για τα ανήκουστα. Εντυπωσιασμένος ο Μωάμεθ στέλνει αντιπροσωπεία, ένα Πασά με δυό αξιωματικούς. Τους ζητά να εγκαταλείψουν την άμυνα. Τους προτρέπει να αποχωρήσουν και τους επιτρέπει να πάρουν τα πράγματα και τα όπλα τους, να μπουν σε ένα καράβι τους και να φύγουν. Οι Κρήτες μετά από συζήτηση αποφάσισαν να μείνουν ζωντανοί, για να πολεμήσουν στην ανακατάληψη της πόλης. Το ανακοινώνουν στον Σουλτάνο. Αυτός διατάσσει. Εάν κάποιος πειράξει τους Κρήτες, θα εκτελεστεί. Φεύγουν με τα κεφάλια ψηλά, σε παράταξη. Σαν να μην νικήθηκαν. Κρατούν τον πόνο μέσα τους. Σωματικό και ψυχικό. Με τα μάτια κατακόκκινα σαν αίμα από την κούραση, την αϋπνία και την πίεση. Κάποιοι έχουν βέλη καρφωμένα στο κορμί τους. Μα περπατούν αγέρωχα, σαν άγρια θεριά έτοιμοι κάθε στιγμή να επιτεθούν. Ανέβαίνουν στον δρόμωνα και άνοίγουν πανιά. Η αρμάδα των Τούρκων ενημερωμένη. Πλέουν ανενόχλητοι. Προσβλέπουν να πολεμήσουν τώρα έξω από τα τείχη. Σκέφτονται τι σκάλες και πολιορκητικά θα χρειαστούν. Το καράβι ξεμακραίνει. Σκοτείνιασε και η πόλις χάθηκε. |
Δημοτικό
Σημαίνει ο Θιός, σημαίνει η γης, σημαίνουν τα επουράνια, σημαίνει και η Αγιά Σοφιά, το Μέγα Μοναστήρι με τετρακόσια σήμαντρα κι εξηνταδυό καμπάνες, κάθε καμπάνα και παπάς, κάθε παπάς και διάκος. Ψάλλει ζερβά ο βασιλιάς, δεξιά ο Πατριάρχης κι απ' την πολλή την ψαλμουδιά, εσειόνταν οι κολώνες. Να μπούνε στο χερουβικό να βγεί ο βασιλέας, φωνή τους ήρθε εξ' ουρανού κι απ' Αρχαγγέλου στόμα. Πάψετε το χερουβικό κι ας χαμηλώσουν τ' άγια, παπάδες πάρτε τα ιερά και 'σεις κεριά σβηστείτε, γιατί είναι θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψη. Μον' στείλτε λόγο στη Φραγκιά, να 'ρθουν τρία καράβια το 'να να πάρει το σταυρό και τ' άλλο το βαγγέλιο, το τρίτο το καλύτερο την Αγια Τράπεζά μας μη μας την πάρουν τα σκυλιά, μη μας την μαγαρίσουν. Η Δέσποινα ταράχθηκε, δακρύσαν οι εικόνες "Σώπασε κυρά Δέσποινα και μη πολυδακρύζεις πάλι με χρόνους, με καιρούς, πάλι δικιά μας θα 'ναι". Μαρμαρωμένος Βασιλιάς Καί ρίχτηκε με τ᾿ άτι του μες στών εχθρών τα πλήθια, το πύρινο το βλέμμα του σκορπούσε την τρομάρα, και το σπαθί του τη θανή. Στα χάλκινά του στήθια, Εξέσπασε η όργητα σε βροντερή κατάρα. Εθόλωσαν τα μάτια του. Τ΄ αγνό τό μέτωπό του, θαρρείς ο φωτοστέφανος της Δόξας τ᾿ αγκαλιάζει. Κι έπεσε χάμου ο Τρανός! Θρηνήστε το χαμό του. Μά, μή! Σε τέτοιο θάνατο ο θρήνος δεν ταιριάζει. Κι έπεσε χάμου ο Τρανός! Κυλίστηκε στο χώμα, ένας Τιτάν π᾿ ακόμα χτές εστόλιζ᾿ ένα θρόνο, κι εσφάλισε - οϊμένανε! - γιά πάντ᾿ αυτό το στόμα, που κάθε πίκρα ρούφαγε κι έχυν᾿ ελπίδες μόνο, Μαρμαρωμένε Βασιλιά, πολύ δε θα προσμένεις. Ένα πρωί απ΄τα νερά του Βόσπορου κει πέρα θε να προβάλει λαμπερός, μιάς Λευτεριάς χαμένης, ο ασημένιος ήλιος. Ώ, δοξασμένη μέρα! Κωνσταντίνος Καρυωτάκης Ε Θ Α Ι Ο Σ |