Ανήμερα τ΄ άϊ Νικόλα.
"Ένα περιστέρι χτυπάει θυμωμένο τις φτερούγες του και χάνεται πίσω από τις σκεπές των σπιτιών. Το ξύπνησε η καμπάνα που πρωί πρωί βάλθηκε ο νεωκόρος να σημαίνει. Τσούζει το κρύο. Ο καπτα Νικόλας στο διπλανό γιαπί γυρνάει πλευρό. Προσπαθεί να τον πάρει ο ύπνος. Όλη την νύχτα δεν έκλεισε μάτι. Τυλιγμένος στην χλαίνη του έχει ανοίξει πόλεμο με το κρύο.
Λοστρόμος στα βαπόρια χρόνια πολλά, κι αν γνώρισε τόπους, κι αν είδε ανθρώπους, κι αν άκουσε γλώσσες να λαλούν, κι αν ένοιωσε τη ζέση στον τροπικό του καρκίνου, κι αν ξύλιασαν τα χέρια του και πάγωσε η ανάσα του στο Νοβοροσίσκ.
Γνώρισε τον έρωτα στην αγκαλιά μιας φελάχας στην Μπαρμπαριά, αμούστακο παλικάρι ακόμα.
Εμαθε να μιλά βαπορίσια Ιγγλέζικα, Φελάχικα, Σπανιόλικα.
Τα Σπανιόλικα έλεγε τα πλήρωσε πέντε δολάρια την λέξη. ¨Έκανε ένα λογαρισμό, δυό χρόνια ταξίδια Καρθαγένα-Σάντα Μάρθα, επί μισθό, διά τις λέξεις που έμαθε στο μπάρ Ντος Ερμάνας, ίσον πέντε. Κι ήταν περήφανος. Το ‘λεγε και καμάρωνε.
Ένοιωσε στον οργανισμό του τα 950 μιλιμπάρ του κυκλώνα πολλές φορές. Τους είχε πάρει τον αέρα έλεγε. Εφτά γνώρισε. Τότε που όλοι ήταν θηλυκοί. Θυμάται την Εστέλ στο Μιντανάο την Ντόροθη δυτικά της Μπαρμουντώνας, την Γιασμίν στα στενά του Λουζόν. Αυτή η Γιασμίν ήταν η χειρότερη. Τους πήρε τις βάρκες και τις δυό. Ο Λευτέρης, δεύτερος καπετάνιος βγήκε να σιγουρέψει τον ρούμπο στο πρυμνιό αμπάρι σαν φάνηκε να καλμάρει η θάλασσα. Μα η Γιασμίν τον πλάνεψε. Μ΄ένα ξαφνικό κύμα τον έβαλε σε ρότα γι΄ άλλα μέρη. Και χάθηκε ο Λευτέρης απάνω στο κύμα της Γιασμίν της πλανεύτρας. Θεός σχωρέστον.
Κι άλλα κι άλλα, δεν σταματούσε να λέει και να καμαρώνει. Να θυμάται και να δακρύζει.
Στον καφενέ της γειτονιάς, γύρω από την ξυλόσομπα, μια παρέα όλοι, κι ο καπτα Νικόλας το βιολί του.
Τον κοίταζαν κατάματα, μιλούσε μα δεν τον άκουγαν. Ταξίδευαν μαζί του κι έβλεπαν μέρη μαγικά. Τους φύσαγε το Χαμσίνι στο Σουέζ κι έβλεπαν το σύνεφο της άμμου. Ένοιωθαν το καράβι να βουτάει στο σουέλ με ρότα στις Αζόρες, άκουγαν το κρώξιμο του Αλμπαντρος από την πλώρη ανοιχτά του Κέηπ Τάουν, έβλεπαν την Λολίτα, την Ναντίν, την Σβετλάνα, την Μάχα, την Εβίτα να τους γνέφουν προκλητικά.
Άκουγαν τον Μουεζίνη. Μύριζαν το περίεργο κερί στο ναό του Βούδα και μετά ξυπνούσαν.
Κι ήταν γύρω από την σόμπα. Κι ο καπτά Νικόλας έλεγε. Μα πέρασε η ώρα κοντεύει δέκα το βράδυ. Κωστή, φωνάζει τον καφετζή ένας της παρέας, η κουβέντα ετούτη θέλει κρασί. Πιάσε ένα μεζέ να το τζουγκρίσουμε.
Δικά μου φωνάζει ο Νικόλας περήφανος απ΄την φύση του. Δεν ήρθε ακόμα η σειρά σου του λεν οι άλλοι που ξέρουν. Αυτό θάναι το βραδινό του.
Ο καπτα Νικόλας δούλεψε από μικρό παιδί. Μπαρκάρισε δεκαπεντάρης με φυλλάδιο μαθητευόμενου. Ταξίδεψε μέχρι τα εξήντα του και βγήκε στην σύνταξη. Σήμερα δώδεκα χρόνια μετά, με ασπίδα την χλαίνη και όπλο την ανάσα του, πολεμά το κρύο. Το φαϊ δεν λείπει. Νάναι καλά η παρέα. Μα τη νύχτα, άχ η νύχτα, το κρύο ύπουλα με υπερκερατικό ελιγμό, προσπαθεί να τον κυκλώσει. Να τον βάλει στη μέση και να τον περονιάζει.
Περήφανος άνθρωπος, καλοσυνάτος και καλόπιστος. Είχε όνειρο ζωής να βγεί στη σύνταξη, να πάει στο χωριό του και να κάνει τη δουλειά του πατέρα του. Ιερή κληρονομιά έλεγε στη ρεσπέντζα σε μια κουβέντα με τον Ινδό Μαρκόνι.
Η μάνα γή γεννά για να μας τρέφει. Εμείς είμαστε οι σπορείς, ετσι μας έταξε ο θεός, για να πορεύεται η ζωή.
Μα δεν τα κατάφερε. Στο τελευταίο καράβι έσπασε η μπαστέκα της πλωριάς μπίγας και ήταν από κάτω. Κι έχασε το δεξί του πόδι. Έτσι απλά, την ώρα πούφευγε για σύνταξη, η θάλασσα τον εκδικήθηκε. Μετά από τόσα χρόνια γάμου τον θεωρούσε δικό της, άντρα της. Όταν ερχόταν η ώρα θα κοιμόταν στην αγκαλιά της. Θα τον κατάπινε για να τον έχει για πάντα μαζί της. Και τώρα την χώριζε, μα δεν θα τον χάριζε στην στεριά.
Δώδεκα χρόνια πορευόταν με την σύνταξη του. Στο καμαράκι το πατρικό τάφερνε βόλτα. Κούτσα κούτσα, με φειδώ και αξιοπρέπεια, έπινε τα βράδυα την κούπα του στο καφενείο. Δεν γινόταν και περισσότερο. Του τόχαν απαγορέψει οι γιατροί. Του βρήκαν λέει δεν κατάλαβε τι, τον έβαλαν κι έκανε εξετάσεις, τους τις πήγε, δυό ήταν και αφου τις κοίταξαν πολύ ώρα, συνοφρυώθηκαν και τούπαν. Μπάρμπα έχεις (είπαν μια παράξενη αρρώστια). Να προσέχεις, να μη τρως κρέας, να μην τρως ψάρι, να μην τρως τηγανιτά, να μην τρως αλάτι, χόρτα, ζυμαρικά, ρύζι, γαλακτοκομικά, γλυκά, να παίρνεις τα φάρμακα που θα σου γράψω και να ξανάρθεις σε δεκαπέντε μέρες να σε δούμε.
Λοστρόμος στα βαπόρια χρόνια πολλά, κι αν γνώρισε τόπους, κι αν είδε ανθρώπους, κι αν άκουσε γλώσσες να λαλούν, κι αν ένοιωσε τη ζέση στον τροπικό του καρκίνου, κι αν ξύλιασαν τα χέρια του και πάγωσε η ανάσα του στο Νοβοροσίσκ.
Γνώρισε τον έρωτα στην αγκαλιά μιας φελάχας στην Μπαρμπαριά, αμούστακο παλικάρι ακόμα.
Εμαθε να μιλά βαπορίσια Ιγγλέζικα, Φελάχικα, Σπανιόλικα.
Τα Σπανιόλικα έλεγε τα πλήρωσε πέντε δολάρια την λέξη. ¨Έκανε ένα λογαρισμό, δυό χρόνια ταξίδια Καρθαγένα-Σάντα Μάρθα, επί μισθό, διά τις λέξεις που έμαθε στο μπάρ Ντος Ερμάνας, ίσον πέντε. Κι ήταν περήφανος. Το ‘λεγε και καμάρωνε.
Ένοιωσε στον οργανισμό του τα 950 μιλιμπάρ του κυκλώνα πολλές φορές. Τους είχε πάρει τον αέρα έλεγε. Εφτά γνώρισε. Τότε που όλοι ήταν θηλυκοί. Θυμάται την Εστέλ στο Μιντανάο την Ντόροθη δυτικά της Μπαρμουντώνας, την Γιασμίν στα στενά του Λουζόν. Αυτή η Γιασμίν ήταν η χειρότερη. Τους πήρε τις βάρκες και τις δυό. Ο Λευτέρης, δεύτερος καπετάνιος βγήκε να σιγουρέψει τον ρούμπο στο πρυμνιό αμπάρι σαν φάνηκε να καλμάρει η θάλασσα. Μα η Γιασμίν τον πλάνεψε. Μ΄ένα ξαφνικό κύμα τον έβαλε σε ρότα γι΄ άλλα μέρη. Και χάθηκε ο Λευτέρης απάνω στο κύμα της Γιασμίν της πλανεύτρας. Θεός σχωρέστον.
Κι άλλα κι άλλα, δεν σταματούσε να λέει και να καμαρώνει. Να θυμάται και να δακρύζει.
Στον καφενέ της γειτονιάς, γύρω από την ξυλόσομπα, μια παρέα όλοι, κι ο καπτα Νικόλας το βιολί του.
Τον κοίταζαν κατάματα, μιλούσε μα δεν τον άκουγαν. Ταξίδευαν μαζί του κι έβλεπαν μέρη μαγικά. Τους φύσαγε το Χαμσίνι στο Σουέζ κι έβλεπαν το σύνεφο της άμμου. Ένοιωθαν το καράβι να βουτάει στο σουέλ με ρότα στις Αζόρες, άκουγαν το κρώξιμο του Αλμπαντρος από την πλώρη ανοιχτά του Κέηπ Τάουν, έβλεπαν την Λολίτα, την Ναντίν, την Σβετλάνα, την Μάχα, την Εβίτα να τους γνέφουν προκλητικά.
Άκουγαν τον Μουεζίνη. Μύριζαν το περίεργο κερί στο ναό του Βούδα και μετά ξυπνούσαν.
Κι ήταν γύρω από την σόμπα. Κι ο καπτά Νικόλας έλεγε. Μα πέρασε η ώρα κοντεύει δέκα το βράδυ. Κωστή, φωνάζει τον καφετζή ένας της παρέας, η κουβέντα ετούτη θέλει κρασί. Πιάσε ένα μεζέ να το τζουγκρίσουμε.
Δικά μου φωνάζει ο Νικόλας περήφανος απ΄την φύση του. Δεν ήρθε ακόμα η σειρά σου του λεν οι άλλοι που ξέρουν. Αυτό θάναι το βραδινό του.
Ο καπτα Νικόλας δούλεψε από μικρό παιδί. Μπαρκάρισε δεκαπεντάρης με φυλλάδιο μαθητευόμενου. Ταξίδεψε μέχρι τα εξήντα του και βγήκε στην σύνταξη. Σήμερα δώδεκα χρόνια μετά, με ασπίδα την χλαίνη και όπλο την ανάσα του, πολεμά το κρύο. Το φαϊ δεν λείπει. Νάναι καλά η παρέα. Μα τη νύχτα, άχ η νύχτα, το κρύο ύπουλα με υπερκερατικό ελιγμό, προσπαθεί να τον κυκλώσει. Να τον βάλει στη μέση και να τον περονιάζει.
Περήφανος άνθρωπος, καλοσυνάτος και καλόπιστος. Είχε όνειρο ζωής να βγεί στη σύνταξη, να πάει στο χωριό του και να κάνει τη δουλειά του πατέρα του. Ιερή κληρονομιά έλεγε στη ρεσπέντζα σε μια κουβέντα με τον Ινδό Μαρκόνι.
Η μάνα γή γεννά για να μας τρέφει. Εμείς είμαστε οι σπορείς, ετσι μας έταξε ο θεός, για να πορεύεται η ζωή.
Μα δεν τα κατάφερε. Στο τελευταίο καράβι έσπασε η μπαστέκα της πλωριάς μπίγας και ήταν από κάτω. Κι έχασε το δεξί του πόδι. Έτσι απλά, την ώρα πούφευγε για σύνταξη, η θάλασσα τον εκδικήθηκε. Μετά από τόσα χρόνια γάμου τον θεωρούσε δικό της, άντρα της. Όταν ερχόταν η ώρα θα κοιμόταν στην αγκαλιά της. Θα τον κατάπινε για να τον έχει για πάντα μαζί της. Και τώρα την χώριζε, μα δεν θα τον χάριζε στην στεριά.
Δώδεκα χρόνια πορευόταν με την σύνταξη του. Στο καμαράκι το πατρικό τάφερνε βόλτα. Κούτσα κούτσα, με φειδώ και αξιοπρέπεια, έπινε τα βράδυα την κούπα του στο καφενείο. Δεν γινόταν και περισσότερο. Του τόχαν απαγορέψει οι γιατροί. Του βρήκαν λέει δεν κατάλαβε τι, τον έβαλαν κι έκανε εξετάσεις, τους τις πήγε, δυό ήταν και αφου τις κοίταξαν πολύ ώρα, συνοφρυώθηκαν και τούπαν. Μπάρμπα έχεις (είπαν μια παράξενη αρρώστια). Να προσέχεις, να μη τρως κρέας, να μην τρως ψάρι, να μην τρως τηγανιτά, να μην τρως αλάτι, χόρτα, ζυμαρικά, ρύζι, γαλακτοκομικά, γλυκά, να παίρνεις τα φάρμακα που θα σου γράψω και να ξανάρθεις σε δεκαπέντε μέρες να σε δούμε.
Έβαλε τη μούρη κάτω ο καπτα Νικόλας, τρομαγμένος, ούτε να ανασάνει δεν μπορούσε. Άσπρος σαν το πανί πήρε τη συνταγή και σηκώθηκε να φύγει στηριγμένος στο δεκανίκι του. Βγήκε έξω, έκλεισε την πόρτα μα το μετάνιωσε. Ξαναγύρισε και τους ρώτησε. Σκατά κάνει να τρώω; Ο ένας από τους δυό πιο χωρατατζής του λέει, κάνει μπάρμπα. Και ο Νικόλας αγριεμένος. Έ σε δεκαπέντε μέρες που θαρθώ να μην είσαστε εδώ γιατί θα σας φάω.
Αυτός ήταν ο Νικόλας, ο καπτά Νικόλας ο ταξιδιάρης, ο χωρατατζής, ο αισθηματίας, ο περήφανος, ο φίλος, ο άντρας της θάλασσας, το θύμα της μπαστέκας, ο εχθρός του κρύου.
Ετσι έχουν τα πράματα μα το καμαράκι το πατρικό κάηκε πρόπερσι στην μεγάλη φωτιά. Και του ΄κόψαν την σύνταξη στην μέση. Από ανώνυμες πηγές φέρεται να είναι αυτός που συνάντησε πρωθυπουργό και του είπε, για την πατρίδα και την σύνταξη μου να δώσω. Τάθελε και τάπαθε. Ο άλλος το πήρε τις μετρητοίς. Το επίδομα του τόκοψαν γιατί τον ξαναείδαν στην επιτροπή και διαπίστωσαν ότι είχαν κάνει λάθος. Η αναπηρία του ήταν μόνο 60%. Με ένα πόδι.
Και ο καπτά Νικόλας βρέθηκε να πολεμά το κρύο στο γιαπί δίπλα στην εκκλησία.
Χτύπησαν και ξαναχτύπησαν οι καμπάνες, είπαν το δι΄ευχών, μοιράστηκε το αντίδωρο και ο εορτάζων δεν φάνηκε. Έστειλε ο παπα Γιώργης τον Νεωκόρο να πάει να τον δεί και να του δώσει αντίδωρο απ΄ το πρόσφορο της εορτής του.
Τον βρήκε κάτω από το κλιμακοστάσιο. Τυλιγμένο στην χλαίνη. Με τα μάτια ανοιχτά και το χέρι απλωμένο.
Σίγουρα φώναζε στον καπετάν Λευτέρη που τον έβλεπε να φτάνει πάνω στο κύμα της Γιασμίν της πλανεύτρας για να τον πάρει μαζί του.
Κι έφυγε ο Νικόλας αγκαλιά με τον φίλο του, που δεν τον ξέχασε και σαν τον χρειάστηκε ήρθε να τον συνοδέψει. Τον καπτά Νικόλα. Τον σύγχρονο Νικήτα Σταματελόπουλο ή Νικηταρά, τον Τζάκ Ο΄Χάρα του Ζαμπέτα. Το φρόκαλο της γειτονιάς.
Εμείς; Eμείς γίναμε οι καλοί γειτόνοι. Φωνάξαμε τον γιατρό να διαπιστώσει το τέλος. Κάναμε το καθήκον μας, όλοι εμείς. Ζήτω μας"
Αυτός ήταν ο Νικόλας, ο καπτά Νικόλας ο ταξιδιάρης, ο χωρατατζής, ο αισθηματίας, ο περήφανος, ο φίλος, ο άντρας της θάλασσας, το θύμα της μπαστέκας, ο εχθρός του κρύου.
Ετσι έχουν τα πράματα μα το καμαράκι το πατρικό κάηκε πρόπερσι στην μεγάλη φωτιά. Και του ΄κόψαν την σύνταξη στην μέση. Από ανώνυμες πηγές φέρεται να είναι αυτός που συνάντησε πρωθυπουργό και του είπε, για την πατρίδα και την σύνταξη μου να δώσω. Τάθελε και τάπαθε. Ο άλλος το πήρε τις μετρητοίς. Το επίδομα του τόκοψαν γιατί τον ξαναείδαν στην επιτροπή και διαπίστωσαν ότι είχαν κάνει λάθος. Η αναπηρία του ήταν μόνο 60%. Με ένα πόδι.
Και ο καπτά Νικόλας βρέθηκε να πολεμά το κρύο στο γιαπί δίπλα στην εκκλησία.
Χτύπησαν και ξαναχτύπησαν οι καμπάνες, είπαν το δι΄ευχών, μοιράστηκε το αντίδωρο και ο εορτάζων δεν φάνηκε. Έστειλε ο παπα Γιώργης τον Νεωκόρο να πάει να τον δεί και να του δώσει αντίδωρο απ΄ το πρόσφορο της εορτής του.
Τον βρήκε κάτω από το κλιμακοστάσιο. Τυλιγμένο στην χλαίνη. Με τα μάτια ανοιχτά και το χέρι απλωμένο.
Σίγουρα φώναζε στον καπετάν Λευτέρη που τον έβλεπε να φτάνει πάνω στο κύμα της Γιασμίν της πλανεύτρας για να τον πάρει μαζί του.
Κι έφυγε ο Νικόλας αγκαλιά με τον φίλο του, που δεν τον ξέχασε και σαν τον χρειάστηκε ήρθε να τον συνοδέψει. Τον καπτά Νικόλα. Τον σύγχρονο Νικήτα Σταματελόπουλο ή Νικηταρά, τον Τζάκ Ο΄Χάρα του Ζαμπέτα. Το φρόκαλο της γειτονιάς.
Εμείς; Eμείς γίναμε οι καλοί γειτόνοι. Φωνάξαμε τον γιατρό να διαπιστώσει το τέλος. Κάναμε το καθήκον μας, όλοι εμείς. Ζήτω μας"